Αλβέρτος Ρεβάχ, ο ιδιοκτήτης της Άμβυξ ίδρυσε ένα fund που κάνει πράσινες επενδύσεις.
Η ιστορία του γνωστού επιχειρηματία που παραχώρησε τα ηνία της οικογενειακής
επιχείρησης σ’ έναν επαγγελματία μάνατζερ και ίδρυσε ένα fund που κάνει πράσινες επενδύσεις με την πρώτη να αφορά στη μόδα. Τα πρώτα vegan παπούτσια είναι γεγονός.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να συνομιλήσει κανείς με τον Αλβέρτο Ρεβάχ: είναι ένας επιχειρηματίας που αποφάσισε να διοικήσει την οικογενειακή επιχείρηση με τρόπο πολύ διαφορετικό από αυτόν που συνηθίζουν οι επιχειρηματίες της δικής του κατηγορίας, αφού παραχώρησε τα ηνία της σ’ έναν επαγγελματία μάνατζερ που «στρατολόγησε» από την αγορά – είναι ελάχιστοι οι Έλληνες επιχειρηματίες που παραδέχονται ότι μπορεί κάποιος άλλος να διοικήσει καλύτερα από εκείνους τη δική τους επιχείρηση. Την ίδια στιγμή ταξιδεύει διαρκώς στα πιο απίθανα μέρη του πλανήτη, θα μπορούσαμε να κάνουμε μια συνέντευξη με θέμα μόνο τις εμπειρίες του από τα ταξίδια του και ειδικά την Ιαπωνία, την οποία υπεραγαπά και έχει επισκεφθεί 12 φορές από το 2014.
Αποφασίσαμε όμως να συζητήσουμε με αφορμή την πρόσφατη επιχειρηματική του δραστηριότητα επειδή έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, το αντίκτυπό της είναι διεθνές και τον κατατάσσει στους «πιονέρους» που επενδύουν αποκλειστικά σε «πράσινα προϊόντα» και πρακτικές, υιοθετώντας, στην πραγματικότητα, τις αρχές του «συμμετοχικού καπιταλισμού» (inclusive capitalism).
Η επιχειρηματική δραστηριότητα της οικογένειάς σας πηγαίνει «πίσω», στο 1917 και στη Θεσσαλονίκη, όταν ο παππούς σας Αλβέρτος Ρεβάχ ιδρύει την εταιρεία ποτών «Μπεζά και Ρεβάχ» η οποία κατόπιν μετεξελίχθηκε στην «Άμβυξ». Σε αυτά τα 103 χρόνια επιχειρηματικής πορείας, στα 103 χρόνια της οικογενειακής αφήγησης, σε ποιο ακριβώς σημείο θα θέλετε, στο μέλλον, να εμφανίζεστε να κρατάτε εκτός από τη σφραγίδα της εταιρείας και τη γραφίδα που γράφει την ιστορία της;
Συνηθίζω να δηλώνω απολύτως ειλικρινά ότι δεν κληρονόμησα, απλώς, μια επιχείρηση, αλλά μια στρωμένη, κερδοφόρα, σύγχρονη εταιρεία. Μέχρι σήμερα κρατώ δύο στιγμές: η πρώτη συνδέεται με την ελληνική κρίση. Ήταν για μένα η περίοδος που κατάλαβα τις δομές και τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας στις πραγματικές τους διαστάσεις και όχι όπως έδειχναν μέσα από τη «φούσκα» και την επίπλαστη ευδαιμονία. Στην κρίση συνειδητοποίησα πόσο σαθρό ήταν το εποικοδόμημα.
Η δεύτερη στιγμή για μένα ως επιχειρηματία ήταν αυτή που παραδέχτηκα στον εαυτό μου ότι μια εταιρεία με την ιστορία και το μέγεθος του «Άμβυκα», αν ήθελε να προχωρήσει με επιτυχία στο μέλλον, έπρεπε να διοικηθεί από έναν επαγγελματία μάνατζερ, ένα τρίτο πρόσωπο με εμπειρία. Είναι δύσκολη η παραδοχή ότι, αν και ιδιοκτήτης, κάποιος άλλος μπορεί να διοικήσει την εταιρεία σου καλύτερα από σένα τον ίδιο, αυτό είναι εντελώς ξένο προς την κουλτούρα της ελληνικής οικογενειακής επιχείρησης και αρχικά βρήκε αντιδράσεις και στην ίδια μου την οικογένεια. Η εκτόξευση της εταιρείας από τότε που ανέθεσα το management της σε ένα κορυφαίο στέλεχος της αγοράς δικαίωσε απολύτως την απόφασή μου αυτή.
Ναι, αλλά δεν κάθεστε. Πώς ήρθε η ιδέα για τη «Humble Holdings», ένα επενδυτικό «fund» σε προϊόντα και υπηρεσίες της λεγόμενης «πράσινης οικονομίας»;
Ταξιδεύω πολύ και έχω επισκεφθεί πολλά και απίθανα μέρη στον πλανήτη. Όταν φίλοι και γνωστοί άρχισαν να με ρωτάνε τι είναι αυτό που με έχει εντυπωσιάσει γυρνώντας τον κόσμο συνειδητοποίησα ότι ήταν η ομορφιά του πλανήτη. Κάθε σημείο του πλανήτη είναι όμορφο μ’ έναν τρόπο μοναδικό, δηλαδή ανεπανάληπτο, και έτσι δεν υπάρχει η πολυτέλεια να χάσουμε ούτε ένα κομμάτι του εξαιτίας μιας άναρχης και βουλιμικής ανθρώπινης δραστηριότητας.
Στην πλειοψηφία τους τα ταξίδια αυτά ήταν πολύ μακριά από τη βάση μου, την Αθήνα τότε (από το 2016 είμαι μόνιμος κάτοικος Λουξεμβούργου) και οι πτήσεις πολύωρες. Για να γεμίσω τις ατελείωτες ώρες των πτήσεων άρχισα να διαβάζω για την κλιματική αλλαγή αλλά και για τις συνέπειες της ανθρώπινης δραστηριότητας στον πλανήτη.
Τον Μάρτιο του 2014 στο Χονγκ Κονγκ σ’ ένα δείπνο με τον Jonathan Wilmot, επικεφαλής τότε της Macro Research της Credit Suisse, μου ανέπτυξε τη θεωρία του για το τι κάνει έναν επιχειρηματία επιτυχημένο: Πρώτον, η επιχείρησή του να είναι για εκείνον πηγή ευτυχίας. Δεύτερον, να βγάζει χρήματα και, τρίτον, η επιχειρηματική του δραστηριότητα να κάνει τον κόσμο καλύτερο αλλά για όλους. Αυτό, το τελευταίο, το σκέφτηκα και ήταν η αφετηρία για τη «Humble Holdings». Η ταπεινοφροσύνη ως αφετηρία και τελικός στόχος κάθε δραστηριότητας είναι κεντρική στη σκέψη μου. Κανείς δεν είναι μόνος πάνω στον πλανήτη, κανείς δεν μπορεί να απομυζά φυσικούς πόρους και ανθρώπους.
Γιατί μια εταιρεία επενδύσεων και όχι μια ΜΚΟ ή οργάνωση φιλανθρωπικού χαρακτήρα;
Οι φιλανθρωπίες δεν λύνουν το πρόβλημα σε καμία περίπτωση. Η έννοια του συμπεριληπτικού καπιταλισμού δεν αναιρεί τον πυρήνα, την κεντρική ιδέα του συστήματος, αλλά προσθέτει, δίπλα στο κέρδος, δύο βασικούς άξονες: τον πλανήτη και τον άνθρωπο και ειδικά τον εργαζόμενο. Όταν οι οικονομικά ισχυροί, οι επενδυτές, το κεφάλαιο το θελήσουν τότε ο πλανήτης θα σωθεί.
Η πρώτη μεγάλη επένδυση της Humble Holdings είναι το λανσάρισμα των παπουτσιών AERA. Η επιχείρηση που τα σχεδιάζει και τα παράγει έχει έδρα τη Νέα Υόρκη. Ποιες είναι οι μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετωπίζετε μέχρι σήμερα; Η μεγαλύτερη δυσκολία είναι η χρηματοδότηση, πέραν της αρχικής επένδυσης, μέχρι το εγχείρημα να γίνει κερδοφόρο. Στις ΗΠΑ ξέρετε το πλαίσιο για τις επιχειρήσεις είναι ό,τι καλύτερο αλλά ο ανταγωνισμός είναι αμείλικτος και πραγματικός. Στις ΗΠΑ επικρατούν συνθήκες πραγματικής ελεύθερης αγοράς και το κράτος ανακατεύεται μόνο για να διασφαλίζει ότι αυτός ο αμείλικτος ανταγωνισμός θα είναι απολύτως ελεύθερος και ότι όλοι θα ξεκινούν από την ίδια αφετηρία χωρίς προνομιακή θέση στην αγορά. Καλά, για καρτέλ και τέτοια εκεί ούτε λόγος, θεωρούνται (γιατί είναι) πολύ σοβαρά εγκλήματα.
Γιατί η πρώτη επένδυση της «Humble Holdings» αφορά τη μόδα;
Η συνέταιρός μου στην AERA, η Tina Bhojwani, με την οποία είμαστε φίλοι από το πανεπιστήμιο το 1990, είναι άνθρωπος της βιομηχανίας της μόδας, ήταν στη Donna Karan, στη Theory και τελευταία πρόεδρος Βορείου Αμερικής στη Dolce & Gabbana. Έτυχε να βρεθούμε στο Λος Άντζελες το φθινόπωρο του 2017 και μου μίλησε για πρώτη φορά για τη ζημιά που κάνει η μόδα στο περιβάλλον. Τότε τη ρώτησα αν θέλει να κάνουμε κάτι μαζί. Σκεφτήκαμε λοιπόν να φτιάξουμε μια σειρά από παπούτσια πολυτελείας, όμορφα, επιθυμητά, σέξι, που η όλη κατασκευή τους τελικά όχι απλά να μην έχει αποτύπωμα στο περιβάλλον, αλλά να είναι 110% αειφόρα. Συμπράξαμε και μ’ έναν γνωστό Γάλλο σχεδιαστή παπουτσιών, τον Jean Michel Cazabat, που για δεκαετίες έφτιαχνε παπούτσια πολυτελείας σε μικρές οικογενειακές βιοτεχνίες στο Βένετο, στη Βόρειο Ιταλία. Ενάμιση χρόνο μετά, τα vegan παπούτσια AERA ήταν γεγονός.
Τι σημαίνει «vegan παπούτσια» και τι σημαίνει «110% αειφόρο»;
Vegan παπούτσι σημαίνει ότι δεν υπάρχει τίποτα ζωικό σε κανένα από τα υλικά του παπουτσιού (δηλαδή δεν υπάρχει δέρμα, δεν υπάρχει κάτι ζωικό στην κόλλα). Στα υπόλοιπα δερμάτινα παπούτσια το 70% έχει ζωικά υλικά. Αφού πρώτα σχεδιάσουμε το παπούτσι ώστε να έχει όσο το δυνατόν χαμηλότερο περιβαλλοντολογικό αποτύπωμα, φροντίζοντας, για παράδειγμα, όλα τα υλικά που χρησιμοποιούμε να είναι από την Ιταλία ώστε να μη μεταφέρονται από την άλλη άκρη του πλανήτη, ή χρησιμοποιώντας όσο το δυνατόν περισσότερο βιοπλαστικό, χωρίς όμως να θυσιάζουμε την ποιότητα και την εικόνα μας, μετά μετράμε το ακριβές αποτύπωμα του κάθε ζευγαριού στο περιβάλλον. Αυτό το κάνουμε μέσω μιας έρευνας Life Cycle Assessment, σε συνεργασία με μια εξειδικευμένη εταιρεία από το Σαν Φρανσίσκο, και για την έρευνα αυτή αναλύονται όλα τα υλικά και οι διαδικασίες που χρησιμοποιούμε ώστε να φτιάξουμε κάθε ζευγάρι παπούτσια ξεχωριστά. Την έρευνα αυτή την παρουσιάζουμε και στο site μας, ώστε ο καθένας να γνωρίζει τι «κακό» κάνει το ζευγάρι παπούτσια που αγοράζει στο περιβάλλον. Κατόπιν, επενδύουμε σε πιστοποιημένες περιβαλλοντολογικές δράσεις (Offsets) ώστε να αντιστρέψουμε τις επιπτώσεις αυτές κατά 110%, ώστε τελικά τα παπούτσια μας να κάνουν «καλό» στον πλανήτη! Για παράδειγμα, εάν για ένα ζευγάρι έχει παραχθεί 1 κιλό διοξείδιο του άνθρακα, εμείς μέσω επένδυσης σε πιστοποιημένες δενδροφυτεύσεις φροντίζουμε να «αφαιρέσουμε» 1,1 κιλά από την ατμόσφαιρα, και έτσι τα AERA είναι πιστοποιημένα «Carbon Negative» και όχι απλά Carbon Neutral. Το ίδιο κάνουμε και με τους υδάτινους πόρους, και με τη χρήση πλαστικού. Είναι απίστευτο τι μπορεί κανείς να πετύχει σήμερα εάν το θέλει!
Αν καταλαβαίνουμε καλά από την περιγραφή σας έχουν ανακαλυφθεί ήδη οι τρόποι να παράγουμε χωρίς να επιβαρύνεται το περιβάλλον. Πρέπει, δηλαδή, απλώς να «ξεβολευτούμε».
Ναι, η τεχνολογία ήδη έχει βρει αρκετές λύσεις και πολύ γρήγορα θα υπάρχουν όλο και καλύτερες αλλά και φθηνότερες λύσεις. Το ζήτημα είναι να αποφασίσουμε να αλλάξουμε αφενός και αφετέρου τα προϊόντα που δεν επιβαρύνουν το περιβάλλον να στηριχθούν τόσο από τους επενδυτές όσο και από την αγορά. Για να συνεχίζουμε εμείς να παράγουμε προϊόντα φιλικά προς το περιβάλλον, τα οποία θα είναι και προσιτά στους πολλούς, θα πρέπει ο καταναλωτής να τα προτιμά. Να επαναλάβω ποια είναι η φιλοσοφία μας: τα προϊόντα πρέπει να κάνουν καλό σε όσους τα παράγουν. Δηλαδή να ζουν αξιοπρεπώς από τη δουλειά τους, αυτό με τους μισθούς πείνας και τις άθλιες συνθήκες εργασίας δεν έχει καμία δικαιολογία και πρέπει να τελειώσει εδώ. Ας είναι λίγο μικρότερα τα κέρδη.
Κατά δεύτερον, η παραγωγή προϊόντων δεν μπορεί να γίνεται σε βάρος του περιβάλλοντος και το πιο σημαντικό είναι ότι για να καταφέρουμε τα δύο προηγούμενα πρέπει να στηρίξουμε τα προϊόντα αυτά ως επενδυτές και ως καταναλωτές. «Money makes the world go round» λένε, και έχουν δίκιο! Το κάθε σεντ που ξοδεύουμε ως καταναλωτές είναι και μια ψήφος για το τι μέλλον θέλουμε για τον πλανήτη και τα παιδιά μας. Και κάθε ευρώ που επενδύει ο κάθε επενδυτής είναι το ίδιο. Ο καθένας από εμάς έχει τη δύναμη να αλλάξει, έστω και λίγο, τον κόσμο προς το καλύτερο.
Δείτε περισσότερα στο aeranewyork.com