Γιατί πάντα με τον Έλληνα;

H Mαρία Φλιπ προσπαθεί να τα βρει με τον εαυτό της

Μαρία Φλιπ |

Δεν θα με αποκαλούσα Μαγγελάνο, αλλά τα ταξιδάκια μου τα έχω κάνει. Από μικρή ήμουν γυριστρούλα και την ίζιτζετ την έχω χρυσώσει τα τελευταία πέντε χρόνια σε μια προσπάθεια να δω τι γίνεται έξω από την ηλιόλουστη και βουκολική μας χώρα. Παρόλο που κάθε φορά που αλλάζω ζώνη ώρας είμαι αποφασισμένη να δοκιμάσω την τύχη μου με εξωτικούς εραστές, πάντα κάτι γίνεται και καταλήγω με τον έναν και μοναδικό «Έλληνα». Τον μετανάστη, τον ομογενή, τον ταξιδευτή, αλλά πάνω απ’ όλα τον Έλληνα. Και μετά από μια, δυο, τρεις που έγινε το κακό, έχω μείνει πια να απορώ: γιατί;

 

Είναι το λεκτικό του κάλεσμα που με καλεί σαν τη μυρωδιά από το φρεσκοψημένο τσουρέκι; Τα αγγλικά του αναδύονται στο χώρο και θυμίζουν κάτι από Αιγαίο και πίτα γύρο χοιρινό, αφήνοντας πίσω τους Ισπανούς και τους Γάλλους να παλεύουν να γίνουν κατανοητοί. Εκεί που κάθομαι λοιπόν στο μπαρ και ακούω το «Γουέρ αρ γιου φρομ?», από κει που έψαχνα κάτι ξανθό και βάρβαρο, ο οικείος ήχος του γκρικ λόβερ, που τον ξανάκουσα το καλοκαίρι στη Μύκονο και γέλασα δυνατά, τώρα ακούγεται σαν γάργαρη πρόσκληση για ζευγάρωμα. Και σε εκείνο το σημείο που η κουβέντα γυρνάει στα ελληνικά –«Έλληνας είσαι;»- η χαρά μου είναι τόση, που αρχίζω να μιλάω δίχως αύριο και χωρίς νόημα, σαν να ‘μαι ο Μπογδάνος σε συνέντευξη, ξεχνώντας τις βλέψεις μου για τον Θορ.

 

Είναι το στυλ του; Αν δεν έχω γοητευθεί από την ευφράδεια του λόγου του στο πρώτο ποτό, σίγουρα τότε θα λυγίσω όταν θα σηκωθεί από την μπάρα, ως άλλος Ντον Ντρέιπερ, για να πάει στην τουαλέτα, αφήνοντας μου χρόνο να χαζέψω τις στυλιστικές του επιλογές. Απέναντι μου μπορεί να κάθεται ένας Όλιβερ Τσέσαϊρ, ντυμένος με κασμίρια και μακό σακάκια, αλλά εγώ θα θαμπωθώ από τη βερμούδα και το σταράκι, σε συνδυασμό με το μαλλί «κουρεύομαι-μόνος-μου-γιατί-οι-κομμωτές-είναι-αλήτες».

Είναι το μεσογειακό κορμί του; Παρόλο που ονειρεύομαι ένα σιξ πακ σαν του Τσάνινγκ Τέιτουμ, και παρόλο που μακριά από την Αθήνα πιο πιθανό είναι να πέσω πάνω του, πάντα τελικά η ελληνική κοιλίτσα –που είναι σαν καραμελίτσα- κερδίζει το παιχνίδι και αντί για τρίλιζα παίζω σαν τη Ντόρα τη μικρή εξερευνήτρια με πλαστελίνη. Ίσως είναι που μετά από τρεις μέρες ανάμεσα σε στρούντελ και κρουασάν το μόνο που θέλω είναι να ξαπλώσω σε μια μαλακιά ελληνική κοιλιά για να ξεχάσω τη δικιά μου μαλακιά κοιλίτσα, που από το πολύ φουντ τούρισμ κοντεύει να γίνει σαν του Πάγκαλου.

Είναι οι μουσικές του επιλογές; Γιατί ο Έλληνας του εξωτερικού έχει μια ποιότητα στη μουσική και είτε θα ακούει ελληνική ποπ για να αισθάνεται λίγο μέσα του τη μάνα πατρίδα, είτε Αγγελάκα και Ξύλινα Σπαθιά να του θυμίζουν την εφηβεία του στην Άνω Ηλιούπολη ή στην καλύτερη, ψαγμένη ηλεκτρονική μουσική που θα μου την παρουσιάσει σαν τον ήχο που δεν θα έφτανε ποτέ στην Ελλάδα. Με συγκίνηση θα ακούσω αυτά που έχει να μου πει και θα βουλιάξω στους οικείους ήχους της μουσικής του, που στην Ελλάδα θα με έκαναν να τρέχω σαν την Μάριον Τζόουνς, φουλ ντοπαρισμένη, κρατώντας τα χέρια μου πάνω από το αυτιά μου και ουρλιάζοντας.

Είναι που κατέχει τον τίτλο του «εραστή» –κατάλοιπο από τη Ρόδο των έιτις; Αν και οι γνώμες διίστανται στο αν τελικά οι Έλληνες είναι καλοί εραστές ή όχι, οι περισσότερες, -και προφανώς αξιόλογες- έρευνες που διάβασα στο ίντερνετ χαρακτηρίζουν τους γκρικ λόβερς υπέρ του δέοντος ζουζουνιάριδες και σύμφωνα με το Μπάζφιντ δεν μπαίνουν καν στην τριάδα των πιο προικισμένων στην Ευρώπη. Οπότε τι είναι αυτό που με τραβάει σαν το μαγνητάκι στο ψυγείο στο κρεβάτι του νέο-μετανάστη; Είναι η σιγουριά. Η σιγουριά της ελληνικής φρασεολογίας κατά τη διάρκεια του ερωτοτροπείν, είναι το τσιγάρο μετά το σεξ, είναι που μπορεί να έχει μαγειρεμένο και λίγο μουσακά για τις μεταμεσονύχτιες λιγούρες ή αν όχι, σίγουρα θα ξέρει το μοναδικό ξενυχτάδικο στην πόλη όπου μπορείς να φας καλό τυλιχτό.

 

Τι είναι τελικά αυτό που με κάνει να προσκυνώ - όπως ποτέ δεν προσκύνησα στην Παναγιά της Τήνου- τον Έλληνα του εξωτερικού; Καταλήγω πως είναι τελικά η οικειότητα. Αυτό που μου δίνει όταν όλα γύρω μου είναι καινούρια και η επικοινωνία στα αγγλικά δεν βγάζει πουθενά και η φίλη μου έχει ήδη βρει τον Θορ της. Εκεί που νιώθω μόνη και οι ανασφάλειες μου μού έχουν κάτσει σαν κόκαλο από ψάρι στο λαιμό, εμφανίζεται ο μελαχρινός ή και καστανόξανθος συμπατριώτης, να με απαλλάξει από τη μιζέρια του σινγκλ κοριτσιού που με ακολουθεί όπως ο Σμίγκολ τον Φρόντο όπου κι αν πάω. + Πιθανότατα θα κεράσει και μια μπύρα.


Eικονογράφηση: Έργο του Mojmir Jejek αποκλειστικά για την ATHENS VOICE