calling.jpg
© Frank Vessia on Unsplash
Lifestyle

Τηλε(φωνικό)-Πάσχα

Μιλάμε με φίλους και συγγενείς στα τηλέφωνα, σταθερά, κινητά και skype. Η επικοινωνία σώζει ζωές, κι οι ζωές μας έχουν ανάγκη από μεγαλείο…

Φέτος θα περάσουμε ένα διαφορετικό Πάσχα, με την επικοινωνία να γίνεται μέσω τηλεφώνων, κινητών και skype

Φίλος στο τηλέφωνο μου θυμίζει πόσα υπέροχα Πάσχα έχουμε περάσει παρέα, με αρνιά, κατσίκια, κοκορέτσια, μαγειρίτσες σε χωριά, νησιά, εξοχές και πόλεις. «Θα τα ξαναζήσουμε μωρή αυτά τα μπερεκέτια;» ρωτάει στο τέλος, και δεν δίνω τηνμέχρι –πρότινος– στάνταρ απάντηση («Ναι ρε συ, τι λες τώρα!») Δεν τη δίνω διότι, ένας μήνας μέσα, σε καραντίνα και με φόβο ασθένειας/θανάτου, όσο να 'ναι μου την έχει βαρέσει.

Όχι ότι έβγαινα ιδιαίτερα και πριν τις 13 Μαρτίου. Απλώς αν ήθελα, έβγαινα – βόλτες με τα πόδια, κανένας καφές ή ποτό με φίλους, σινεμά ή θέατρο πότε πότε, επισκέψεις σε σπίτια συγγενών/φίλων, λαϊκές, χαλαρά σουπερμάρκετ με κωλοβάρεμα, τέτοια, το ντιβερτιμέντο της καθημερινότητας. Δεν πήγαινα σε γκαλά, δεξιώσεις, πανηγύρια, γιορτές κ.λπ., δεν μου αρέσει το στριμωξίδι κι ο πολύς κόσμος, βασικά είμαι μονόχνωτο άτομο. Όταν περιμένω σε μια οποιαδήποτε ουρά, μπορεί να πιάσω κουβέντα με τους διπλανούς, μπορεί και όχι, ανάλογα με τα κέφια μου. Συνήθως, ακούω τις ιστορίες των άλλων με προσοχή επειδή μου αρέσει, και είναι υλικό για γραπτές ιστορίες. Εννοείται τώρα δεν περιμένω σε καμιά ουρά και δεν ακούω κανενός τις ιστορίες. Εκτός από αυτές των δικών μου, στα τηλέφωνα.

Παιδικός φίλος μού λέει για έναν καυγά που είχε πριν χρόνια με άλλον, πρώην φίλο μας, με τον οποίον έχω κόψει παρτίδες καιρό τώρα: δεν θυμάμαι τον καυγά καθόλου. Θυμάμαι κομμάτια κι αποσπάσματα από συζητήσεις, και τον τόνο της φωνής του ξεκομμένου πρώην φίλου, και ένα γενικό πλαίσιο μετα-εφηβικής φόρας (είχαμε μπόλικη). Ονειρεύτηκα ότι είχα πάει στο σπίτι του παιδικού μου φίλου στην Καβάλα, όσο ζούσαν ακόμα οι γονείς του, και ζήτησα να κοιμηθώ στο κρεβάτι της αδερφής του... Τρέχα γύρευε, με ανακολουθίες ένα σωρό, όπως όλα τα ανεξήγητα όνειρα που βλέπουμε οι περισσότεροι τον τελευταίο καιρό.

Η Άβα Γαλανοπούλου μου λέει, και πάλι στο τηλέφωνο, ότι δεν θα υπάρξει επόμενη μέρα, κι αν πιστεύω ότι θα υπάρξει, δεν βλέπω τι γίνεται: «Με παίζει στις επαναλήψεις το Μέγκα και θυμώνω που μου το λένε στο τηλέφωνο, δεν παίρνω χρήματα ούτε πρόκειται να πάρω όσες φορές κι αν παίζονται τα σίριαλ, δεν υπάρχει αύριο για μας τους καλλιτέχνες. Ηθοποιοί, μουσικοί, τραγουδιστές, σεναριογράφοι, ποιητές, είμαστε όλοι για πέταμα, δεν το έχεις καταλάβει; Δεν είμαστε άνθρωποι, δεν υπάρχουμε, όχι μόνο για το Σύστημα, για κανέναν δεν υπάρχουμε πια! Ποιος θα πάει στο θέατρο, ποιος θα γυρίσει ταινία, ποιος θα αγοράσει βιβλία, ποιος θα φτιάξει σίριαλ; Κανένας! Τελείωσαν αυτά που ξέραμε!»

Μα όχι, επιμένω, μέχρι προχθές ετοίμαζα ένα ραδιοφωνικό μίνι-θεατρικό, μόνο φωνές, ίσως αλλάξει ο τρόπος που δημιουργούμε, ίσως είναι ένα διάλειμμα στη δημιουργικότητα, ίσως περάσει και αυτό όπως πέρασαν σεισμοί, λιμοί, καταποντισμοί στην ιστορία της Ελλάδας.

Από προχθές σταμάτησα να ετοιμάζω οτιδήποτε. Σταμάτησα να πιέζω τα παιδιά να κάνουν μαθήματα, να πλυθούνε, να κόψουν τα νύχια τους, να βοηθήσουν στο σπίτι. Ένα βουνό πλυμένα ρούχα περιμένουν το Άγιο Πνεύμα να έρθει να τα βάλει στα συρτάρια, και δεν το βλέπω να βιάζεται. Άλλο βουνό άπλυτα ρούχα παπαριάζουν στο υπόγειο, που πλημμυράει στη χάση και στη φέξη, εντελώς ψυχοσωματικά, ψάξε βρες. Χαλάνε πράγματα γύρω μου για τα οποία σχεδόν αδιαφορώ, όσο και να φαίνονται, δεν φαίνονται αρκετά.

Ξυπνάω ένα πρωί χάλια, με πονοκέφαλο και ζάλη, σα χανγκόβερ, που δεν έχω πιει σταγόνα. Το επόμενο πρωί ξυπνάω άλλος έγκλειστος, με ξαφνική ενέργεια, και καθαρίζω τη βεράντα από τη γύρη, ή τη σκόνη της Αφρικής – γιατί Αφρικής και όχι Λάρισας; Τέλος πάντων, σκουπίζω, ρίχνω και νερά, με μισή καρδιά όπως τα κάνω όλα τελευταία, στην κυριολεξία ξεπλένω τη μισή βεράντα. Η άλλη μισή είναι Σαχάρα, με ξερά φύλλα και σπασμένα μανταλάκια και κάτι απολιθωμένα αποτσίγαρα, μάλλον του Γιάννη, που έχει μήνες να καπνίσει εδώ.

Η Γαλήνη Τσεβά θα έπαιζε στο ραδιοφωνικό/θεατρικό, μόνο φωνή, αλλά δεν τηλεφωνώ, είναι σαν να πιέζω τον καλλιτέχνη, που δεν μ’ αρέσει να πιέζω ούτε τα παιδιά μου, λέμε, με τα μαθήματα ή με τα νύχια τους. Δεν πάει στο διάολο, σάμπως ποιος θα τα δει τα νύχια τους, μακριά ή κοντά. Κάναμε γιόγκα με την κόρη μου κάθε μέρα, και το πήγαμε μέρα παρά μέρα, όχι επειδή έχουμε μακριά νύχια αλλά επειδή βαριόμαστε. Η «ημέρα σουπερμάρκετ» είναι βιαστική και με λίστα, αγχωμένη περισυλλογή τροφίμων, με τα μισά τουλάχιστον κάθε φορά να ξεχνιούνται, παρά τη λίστα ή ίσως εξαιτίας της.

Είμαστε πέντε άνθρωποι μέσα στο σπίτι, συν ένα γατάκι που πίνει γάλα με μπιμπερό ανά τέσσερις ώρες. Ο κάθε ένας από εμάς έχει βρει τη γωνία του –ο μικρός γιος με το playstation-επέκταση-του-χεριού του στην κόκκινη πολυθρόνα, (κάποτε σκηνικό «Θεάτρου Αποθήκη», επί Αλίκης Γεωργούλη), η κόρη τα αντίστοιχα με το κινητό στο δωμάτιό τους, ο μεγάλος γιος στο δικό του δωμάτιο κλειδαμπαρωμένος με τον υπολογιστή. Είναι χειρότερα γι αυτόν, επειδή είναι 25, και το αγγούρι της μόνον-τηλεφωνικής-άντε-και-skype επικοινωνίας είναι πολύ πιο ζόρικο...

Δεν σκέφτομαι την επόμενη ημέρα επειδή η κάθε μέρα έχει πολλές δουλειές: μαγείρεμα, πλυντήρια πιάτων-ρούχων, ορίστε που με τη βεράντα μισο-ξεμπέρδεψα, αδιαφορώ από χαρακτήρα για δουλειές τύπου τακτοποίηση ραφιών, εκκαθάριση ντουλαπιών κ.λπ, αλλά το βλέπω να 'ρχεται κι αυτό, σαν να φεύγει σιγά-σιγά το μεγαλείο που κρύβεται στην καθημερινότητα και να εστιάζουμε όλοι σε μικρά, ασήμαντα, πρακτικά πλην όμως απαραίτητα πράγματα, γιατί πάντα πρέπει να βγάζουμε τα σκουπίδια και να αδειάζουμε τα καλαθάκια του μπάνιου, με ή, βασικά, χωρίς μεγαλείο.

Όλα αυτά, Μεγάλη Εβδομάδα. Που την έχουμε γλεντήσει σε άλλες εποχές σώμα με σώμα, καθόλου τηλεφωνικο-ιντερνετικά, ας μην έχουμε παράπονο. Επίσης, καλά, ακούγεται τρομερά κιτς και ίου, και σα δε ντρέπομαι μέσα στην παγκόσμια καταστροφή, και ορκίζομαι να μην το ξαναπώ, αλλά… μια ξερή πασχαλιά που κρεμόταν ετοιμοθάνατη στην άκρη της βεράντας, ορίστε που άνθισε σα να μη τρέχει τίποτα.

Στέκομαι από πάνω της και ενώ είμαι στο τσακ να βάλω τα κλάματα, είναι τόσο ξερακιανή, κακομοίρα και ταυτόχρονα τόσο μετρημένα ενθουσιώδης, τα ανθάκια της είναι τόσο μoβ, μοσχοβολιστά, ανοιξιάτικα και πασχαλινά, που είναι σαν να με ακουμπάει μια σταλιά μεγαλείο...

Την ποτίζω και μετά τους παίρνω τηλέφωνο όλους και τους το λέω και χαίρονται.

Top Reads

Δείτε ακόμα

Στην Athens Voice