Carine Roitfeld

H πιο ροκ διευθύντρια της Γαλλικής Vogue

Η διευθύντρια της Γαλλικής Vogue και της Vogue Homme International φιγουράρει κάθε χρόνο στο top 10 των πιο καλοντυμένων γυναικών, υπήρξε μούσα του Mario Testino και του Tom Ford και είναι πια η μόνη γυναίκα απ'όσες κάθονται πάντα στην πρώτη σειρά των ντεφιλέ μόδας, που οι παπαράτσι φωτογραφίζουν περισσότερο από την Anna Wintour.

Η ίδια λέει ότι το να κάθεσαι στην πρώτη σειρά είναι κάπως ενοχλητικό. Όχι εξαιτίας των φλας, αλλά επειδή βλέπεις πάντα τους ίδιους ανθρώπους να γερνούν. Κάτι τέτοια κάνουν την Carine να φαίνεται λίγο κυνική κι απόμακρη σε μερικούς. Εκείνη όμως διαφωνεί.Θεωρεί ότι είναι εκ φύσεως αισιόδοξη κι εξωστρεφής. Παραδέχεται μόνο πως, αν κάτι φρενάρει λίγο τις δυο αυτές ποιότητές της, αυτό είναι η ντροπαλοσύνη της. «Αφήνω τα μαλλιά μου ελεύθερα για να πέφτει η φράντζα μπροστά στα μάτια μου» λέει, «αυτή είναι η μόνη μου ασπίδα».

Απαλές αντανακλάσεις «καπνιστών» ματιών

Η «ασπίδα» της είναι βασικό στοιχείο του περιβόητου προσωπικού της look. Αλλά ακόμα πιο χαρακτηριστικό είναι το φόντο γκρίζας σκιάς που περιβάλλει πάντα το απλανές - πλάνο βλέμμα της. Παλιότερα φορούσε μόνο μαύρη σκιά ματιών κι αυτό την έκανε να μοιάζει ακόμα περισσότερο με ροκ σταρ. Στα 6 χρόνια που διευθύνει τη Vogue, οι προσεκτικοί παρατηρητές παρακολούθησαν αυτή την εμμονή της με την γκρίζα σκιά να «κελαρύζει» προς τις πασαρέλες κι από κει στα περισσότερα περιοδικά μόδας, για να φτάσει τελικά να είναι στάνταρ «αξεσουάρ» στις κούκλες βιτρίνας.Αυτή η απαλότητα με την οποία ο κόσμος της μόδας και το αναγνωστικό κοινό αποδέχονται τις τάσεις που προτείνει –ακόμα και τις πιο τολμηρές– είναι το μεγάλο χάρισμά της.

Ακραίο φυσικό φαινόμενο

Όποιος δεν την έχει δει να φορά γυαλιά πρεσβυωπίας όταν εργάζεται, αδυνατεί να πιστέψει ότι είναι μια γυναίκα που έχει κλείσει τα 51 και έχει δύο παιδιά που έχουν αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο. Το ντύσιμό της είναι πάντα σέξι, με εκκεντρικές νότες. Το δέρμα της είναι τέλειο, το πρόσωπό της σχεδόν δεν έχει ρυτίδες και η ίδια παραδέχεται ότι είδε ελάχιστες μεταβολές στο σώμα της από την εποχή που ήταν 20 χρονών (κι όλ’ αυτά χωρίς «εξωτερική βοήθεια», αφού σνομπάρει το μπότοξ και τις πλαστικές, που πιστεύει ότι αποτελούν μονόδρομο για τις πιο αντιαισθητικές και αφύσικες παραμορφώσεις). Έχει επίσης πολύ όμορφα μεγάλα και παχιά φρύδια, που της αρέσουν ιδιαιτέρως και την κάνουν περήφανη. Περνάει αρκετή ώρα κάθε πρωί στρώνοντάς τα και δεν είναι ανάγκη πια ν’αναρωτιέται κανείς γιατί τα λεπτά, στιλιζαρισμένα φρύδια θεωρούνται τόσο ντεμοντέ. Η προσήλωσή της στη φυσική ομορφιά είναι παροιμιώδης για τη θέση που κατέχει στο γυναικείο Τύπο και σ’αυτήν κυρίως οφείλεται η διαφορά του περιοδικού της από τις υπόλοιπες διεθνείς εκδόσεις του.

Το κορίτσι του εξωφύλλου

Τα πάντα στη ζωή της μοιάζει να έχουν συμβεί φυσικά και ανεμπόδιστα, σαν εκείνη να έτυχε απλώς να βρεθεί στο σωστό σημείο την κατάλληλη στιγμή. Γεννήθηκε σε μια ιδιαίτερα εύπορη οικογένεια και μεγάλωσε στο 16ο διαμέρισμα του Παρισιού (δηλαδή στο κατά παράδοση πιο αριστοκρατικό). Ο μπαμπάς της ήταν ο Ρώσος παραγωγός του σινεμά Jacques Roitfeld,με λαμπρή πορεία στην κινηματογραφική βιομηχανία του προπολεμικού Βερολίνου.Τον υπεραγαπούσε κι ας έλειπε απ’ το σπίτι (σε γυρίσματα,στις Κάνες κ.λπ.) όταν ήταν μικρή. Σ’ αυτόν αποδίδει την τρέλα της,την πίστη της στο γκλαμ και όλες τις συνήθειές της που ονομάζει ρωσικές. Αντίθετα,η μαμά της είναι μια ήσυχη, καλοβαλμένη, μπουρζουά Γαλλίδα,ίσως λίγο πιο κλασική στα γούστα απ’ όσο θα προτιμούσε η κόρη της. Η Carine ήταν πρώτη μαθήτριαστο σχολείο, αλλά μόνο μέχρι τα 16 της, που της αποκαλύφθηκε τι εστί ντισκοτέκ και τα φόρτωσε όλα στον κόκορα. Στα 18 της, ένας Άγγλος βοηθός φωτογράφου την ανακάλυψε κάπου στο Παρίσι και της πρότεινε να γίνει μοντέλο. Έτσι, διέσχισε τη Μάγχη κι απ’ τη μια στιγμή στην άλλη έγινε εξώφυλλο στο κοριτσίστικο περιοδικό Look Now.

Αμέσως μετά υπέκυψε στη γοητεία της ο Kenzo, που άρχισε να ράβει όλα του τα ρούχα στο σώμα της. Ωστόσο, δεν θέλει να αναφέρεται στην περίοδο που υπήρξε μούσα του μεγάλου Ιάπωνα σχεδιαστή, γιατί αυτό την κάνει να νιώθει «αντίκα», όπως λέει αυτοσαρκαστικά. Επίσης, τότε ήταν που αποφάσισε ότι προτιμά ν’ ασχολείται πιο ενεργά με τη μόδα απ’ όσο απαιτεί ο ρόλος του μοντέλου. Έγινε λοιπόν free lancer δημοσιογράφος και στιλίστρια στο περιοδικό Elle.

Κι ύστερα ήρθε ο έρωτας

Εκείνη την εποχή γνώρισε τον Christian Restoin, τον επί 30 χρόνια τώρα σύντροφό της .Δεν παντρεύτηκαν ποτέ (κάτι που η ίδια εξηγεί ως δική της «ρωσική πρόληψη»: «αφού δεν είμαι παντρεμένη, δεν υπάρχει φόβος να βρεθώ διαζευγμένη»). Απέκτησαν πολύ γρήγορα δύο παιδιά,την Julia και τον Vladimir,και αφιερώθηκε σ’ αυτά. Ο Christian είναι πλούσιος έμπορος υφασμάτων και τότε είχε μια πολύ chic εταιρεία παραγωγής πουκάμισων πολυτελείας. Ζούσαν πολύ άνετα. Εκείνη δεν χρειαζόταν να δουλεύει,αλλά δεν αποσύρθηκε ποτέ από το styling. Απλά επέστρεψε πολύ πιο ενεργά σ’ αυτό,όταν πια αποδεσμεύτηκε από τις πολλές υποχρεώσεις της ως μαμά.Τα τονίζει πάντα όλ’ αυτά στις συνεντεύξεις της, θέλοντας να προβάλει την εξαιρετική ομαλότητα της πορείας της, που δεν σκιάστηκε ποτέ από προσωπικούς συμβιβασμούς ή δύσκολες αποφάσεις. Επίσης, το ότι δεν εξαναγκάστηκε ποτέ να κάνει κάτι για να κερδίσει χρήματα.

Θετική φόρτιση

Το 1986, δουλεύοντας για ένα editorial παιδικής μόδας της ιταλικής Vogue, στο οποίο λάμβανε μέρος ως μοντέλο και η κόρη της, Julia, η Carine γνώρισε για πρώτη φορά τον Mario Testino.Ο Περουβιανός φωτογράφος βρισκόταν ακριβώς στην κρίσιμη καμπή που η αξία και το «δαιμόνιο αισθητήριό» του αναγνωρίζονταν διεθνώς. Ο ένας βρήκε στον άλλο ακριβώς αυτό που έψαχνε, οπότε άρχισαν να δουλεύουν συστηματικά μαζί. Έγινε η μούσα του κι εκείνος της εμφύσησε τον ενθουσιασμό και την ενέργειά του, που παρέσυραν προς τα έξω όλο το δημιουργικό δυναμικό της Carine, το οποίο φώλιαζε ακόμα κρυμμένο μέσα της. Το όνομά της άρχισε να γίνεται όλο και πιο αναγνωρίσιμο και οι δουλειές τους να προκαλούν κάθε είδους αντιδράσεις στην γκάμα μεταξύ του απόλυτου θαυμασμού και του σκανδαλισμού. Μια από τις πολλές σπουδαίες επιτυχίες τους ήταν η φωτογράφιση της Eva Herzigova, ως μανιακής χασάπαινας, με τη λευκή ποδιά της κατακόκκινη από το φρέσκο αίμα άκακων βοοειδών, να χαϊδεύει τεμάχια ωμού κρέατος,αφήνοντας περίεργες αιχμές για την ερωτική υπόσταση ενός μπαλτά.

Το αγόρι από το Τέξας

Ανάμεσα στους πολλούς που ενδιαφέρθηκαν για το σκληροπυρηνικό δίδυμο ήταν και ο Tom Ford, που τότε είχε αναλάβει την ανάνηψη του οίκου Gucci. Ο καημένος ο Tom χρειάστηκε να τους πάρει δέκα φορές τηλέφωνο, μέχρι να του απαντήσουν. Τον σνόμπαραν γιατί δεν ήξεραν καν ποιος είναι (ενώ για τον Gucci πίστευαν ότι παράγει μόνο αρτηριοσκληρωτικά μοκασίνια).Κάποια στιγμή, όμως, του είπαν να περάσει από μια φωτογράφισή τους. Όταν τον είδε η Carine έμεινε άναυδη από την τεξανή ομορφιά του και τη φυσική του ευγένεια. Αυτοί ήταν και οι μόνοι λόγοι που αποδέχτηκε να συνεργαστεί μαζί του. Στη συνέχεια ανακάλυψαν πολλά κοινά σημεία. Ήταν και οι δύο Παρθένοι στο ζώδιο και είχαν ακριβώς το ίδιο background, ως προς το τι είναι ωραίο (π.χ. το ροκ, το Studio 54 και μερικά άλλα). Για μια ακόμα φορά η Carine έβλεπε τον εαυτό της να γίνεται η μούσα ενός ταλαντούχου δημιουργού. Ένιωθε ότι ο Tom Ford έβλεπε σ’ αυτή μια άλλη διάσταση της θηλυκότητας. Κάπως σαν εκείνη να ήταν η «θηλυκή προέκταση του εαυτού του». Δούλεψαν μαζί έξι χρόνια,στα οποία ο οίκος Gucci εκτινάχτηκε σε ανέλπιστα υψίπεδα πωλήσεων, που δεν είχε γνωρίσει ούτε στην πιο λαμπρή στιγμή της μακροχρόνιας δόξας του. Η σχέση τους δεν έπαψε ποτέ να είναι πολύ θερμή και πριν ένα χρόνο στη διαφημιστική καμπάνια για το λανσάρισμα του νέου του αρώματος, “Black Orchid”, ο Tom Ford επέλεξε ως μοντέλο την κόρη της Carine, Julia Roitfeld Restoin.

Μούσα και μουσίτσα

Από τη συνεργασία της με τον Tom Ford προέκυψε, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, ο όρος “porno chic”. Δηλαδή εκείνη η αλά Studio 54 ακκιζόμενη σέξι αισθητική, που έκανε τις φωτογραφίσεις των διαφημίσεων Gucci και τα σχετικά editorial μόδας να θυμίζουν ραφιναρισμένο ημερολόγιο της Pirelli. Πολλές φεμινίστριες διαμαρτυρήθηκαν έντονα, αλλά μάταια. Η ιδέα του “porno chic”, που αναγνωρίζεται πλέον ως «πατέντα» της Carine, αποτελεί σήμερα ευρέως αποδεκτή και διαδεδομένη φόρμα. Πολλοί τη μιμούνται,αλλά κανείς δεν καταφέρνει να πετύχει στην εντέλεια την ιδιότυπη (γαλλική) λεπτότητα που ξέρει να της προσδίδει η «εφευρέτης» της. Η ίδια βέβαια δεν εγκλωβίστηκε στην αρχική της σύλληψη. Δοκίμασε στο έπακρο την ελαστικότητα των ορίων του concept, με αποτέλεσμα σήμερα να πρέπει μάλλον να μιλάμε για “hardcore chic”. Όπως εξηγεί η Carine: «Δεν είσαι ποτέ τέλειος αν δεν είσαι και λίγο σκανδαλιστικός».

Μπροστά σ’ ένα γραφείο

Το 2001 οι διευθύνοντες του εκδοτικού οίκου Conde-Nast της πρότειναν ν’ αναλάβει τη γαλλική Vogue. Η Carine αισθανόταν κάπως περίεργα, επειδή θα ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που θα βρισκόταν κλεισμένη σ’ ένα γραφείο. Επιπλέον, η ίδια δεν γνώριζε αν είχε πράγματι τις διοικητικές ικανότητες που απαιτεί το πόστο.

Παρ’ όλ’ αυτά αγνόησε τους φόβους της (και τη μουρμούρα μερικών, που διατείνονταν ότι θα «βανδαλίσει» το περιοδικό με την τάση της να επικολλά μια «πορνοδιάσταση» και στην πιο αθώα φωτογράφιση), κι έτσι βρέθηκε εγκατεστημένη στο κτίριο της περίφημης οδού Faubourg Saint Honore, δηλαδή στο επίκεντρο της Haute Couture. Εξυπακούεται ότι οδήγησε αμέσως το περιοδικό στη δική της «αντισυμβατική» αισθητική. Αλλά το έκανε πάλι απαλά ριζοσπαστικά και προοδευτικά, έτσι ώστε να πάθουν μιθριδατισμό όσοι τύχαινε να έχουν αντιστάσεις και ενστάσεις. Για μια ακόμα φορά την ευνοούσε η συγκυρία, δεδομένου ότι την ίδια εποχή έγιναν σημαντικές αλλαγές προσώπων και στους μεγάλους οίκους ραπτικής, που αναζωογονήθηκαν με το νέο αίμα που μεταγγίστηκε (π.χ. Nicolas Chesquiere στον Balenciaga, Hedi Slimane στον Dior Homme, Phoebe Philo στην Chloe – οι περισσότεροι μόλις στα 30 τους, κι όχι απλά δεκτικοί,αλλά ενθουσιώδεις με το «νέο άνεμο» που φυσούσε στη Vogue).

Εργοταξιακός χαρακτήρας

Μένει στο γραφείο της κάθε μέρα μέχρι τις 8 το βράδυ. Είναι ένας χώρος εντελώς κενός –ένα ουδέτερο φόντο–, που τη βοηθά να συγκεντρώνεται μόνο σε αυτό που της δείχνουν. Το μόνο διακοσμητικό του στοιχείο είναι ένα ασπρόμαυρο φωτογραφικό πορτρέτο της από τον Karl Lagerfeld (αχ, αυτός ο Karl! Τα έχει καλά με όλες!). Φεύγοντας το βράδυ από εκεί –όπως και όλα τα σαββατοκύριακα– γίνεται ξανά στιλίστρια, αλλά αυτή τη φορά στις φωτογραφίσεις που θα δημοσιεύσει η ίδια. Για πολλούς η Carine Roitfeld δεν υπήρξε ποτέ τίποτα άλλο πέρα απ’ αυτό. Λέγεται ότι η μανία της με τη σκηνοθεσία των φωτογραφιών που παρουσιάζει το περιοδικό της δεν έχει προηγούμενο στο χώρο του γυναικείου Τύπου. Δεν είναι ότι αμελεί τα κείμενα που δημοσιεύονται, αλλά δείχνει πολύ μεγάλη ελαστικότητα και έχει απεριόριστη εμπιστοσύνη στους δημοσιογράφους της, σε σχέση με το πώς αντιμετωπίζει τους φωτογράφους τα μοντέλα και τους συνεργαζόμενους στιλίστες.

Μέσα σε δύο χρόνια από την ανάληψη των καθηκόντων της, το περιοδικό είδε τα έσοδά του από τις διαφημίσεις να διογκώνονται κατά 60%. Παράλληλα, μετρήθηκε ότι τα γυαλιστερά τεύχη του στα τραπεζάκια του λίβινγκ-ρουμ των αναγνωστών αυξήθηκαν κατά 15%, σε μια εποχή που οι πωλήσεις του περιοδικού Τύπου γνώριζαν παγκοσμίως μια θλιβερή πτωτική τάση. Οι ιθύνοντες του εκδοτικού οίκου τη χαρακτηρίζουν στυγνή κυνηγό της επιτυχίας, αλλά αυτή είναι η ματιά του μπίζνεσμαν. Η ίδια δεν μπορεί καν να μπει σε τέτοιους είδους αποτιμήσεις.

Οι δύο θεές

Η επιτυχία της στη Vogue αύξησε τις παράπλευρες δραστηριότητές της. Είναι πια η «φαιά υψηλότης» –μια μυστικοσύμβουλος– πολλών οίκων της γαλλικής Haute. Επίσης την καλούν ως σύμβουλο κάθε φορά που πρόκειται να γίνει επιλογή νέου διευθυντή δημιουργικού τμήματος στους μεγάλους οίκους. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα η προσωπική της αισθητική να διαποτίζει πολύ περισσότερο απ’ όσο φαίνεται το οικοσύστημα της υψηλής ραπτικής. Πέρυσι, ο ανταγωνιστικός εκδοτικός οίκος Hearst της πρότεινε να εγκαταλείψει τη Vogue για να αναλάβει το Harper’s Bazaar, αλλά εκείνη δεν δέχτηκε. Το γεγονός αυτό κινητοποίησε τους υπεύθυνους της Conde Nast να σκεφτούν μήπως θα έπρεπε να της κάνουν μια «αναβάθμιση»,προκειμένου να την κρατήσουν για πάντα δική τους. Έτυχε επίσης ένας από αυτούς να πει σε ανύποπτο χρόνο ότι η γαλλική Vogue έχει πια μόνο έναν ισχυρό αντίπαλο, την ιταλική. Όλα αυτά μαζί παρερμηνεύτηκαν και έδωσαν την εντύπωση (ξεσηκώνοντας και την ανάλογη ακατάσχετη παραφιλολογία) ότι απειλείται ο θρόνος της Anna Wintour στην αμερικάνικη Vogue. Οι φήμες, που ήθελαν την Carine ως πρώτη επιλαχούσα αντικαταστάτριά της,προκάλεσαν μια υπόκωφη αναστάτωση και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Η σχέση των δύο γυναικών είχε ήδη περάσει ένα ισχυρό κλονισμό από την εποχή που η Carine έκανε σάντουιτς ανάμεσα σε δύο porno chic editorial τη φωτογράφιση της κόρης της Anna, Bee Shaffer (ενός άμωμου ανθού, που είχε πάει στο Παρίσι απλά για να συμμετάσχει στο πιο kitch κοσμικό γεγονός: το χορό των debutantes στο υπερπολυτελές ξενοδοχείο Crillon, γλυκό αθώο όνειρο κάθε τροφίμου παρθεναγωγείου). Ποτέ η μία δεν εκφράστηκε ανοιχτά εναντίον της άλλης. Ωστόσο, ακόμα και τα μηνύματα που (οφείλουν να) ανταλλάσσουν λόγω δουλειάς είναι τόσο τυπικά,που διαβάζονται ως παγερά και αποκαλυπτικά του αβυσσαλέου χάσματος που χωρίζει τις προσωπικότητές τους. Για μας τους Έλληνες είναι πολύ εύκολο να καταλάβουμε πού ακριβώς δεν κάνουν κλικ, καθώς η Anna ανήκει στον ανθρωπότυπο που ορίζει η αρχαία μας θεά Ήρα, ενώ η Carine είναι μια αυθεντική Αφροδίτη. Η Anna, όμως, δεν κινδυνεύει, επειδή η Carine έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι δεν θα μπορούσε να απαρνηθεί τις ελευθερίες που της δίνει η ευρωπαϊκή της έκδοση, για να φορτωθεί την τροχοπέδη του πουριτανισμού και της αντικαπνιστικής υστερίας,που «λογοκρίνουν» την υπερατλαντική έκδοση της Vogue.

Στιλιζάροντας τ’ αγόρια

Τελικά, στην αρχή αυτής της χρονιάς, οι υψηλά ιστάμενοι της Conde Nast της ανέθεσαν τη διεύθυνση της –εξαμηνιαίας– Vogue Hommes International. Ήταν μεγάλη η πρόκληση, όπως λέει η ίδια, καθώς τα ανδρικά περιοδικά μόδας είναι πολύ πιο δύσκολα από τα γυναικεία. Πρόκειται για ένα στοίχημα ισορροπιών που έχει βάλει με τον εαυτό της και για να το πετύχει κάλεσε κοντά της τον αγαπημένο της Mario Testino (που τον θεωρεί και γουρλή), επέλεξε μόνο κορίτσια στιλίστριες για τα editorials μόδας (θεωρώντας ότι οι άντρες συνάδελφοί τους δεν μπορούν να υπολογίσουν σωστά τι θέλουν να φορούν οι άντρες που τους αρέσουν οι γυναίκες, που τους αρέσουν οι άντρες). Επίσης, ξεκίνησε έναν ακήρυχτο πόλεμο κατά των τινέιτζερ μοντέλων. Αυτή την «προκατάληψή» της με τα νεαρά αγόρια μοντέλα την απέκτησε την εποχή που ώθησε το γιο της Vladimir στο modeling. Ο χρυσός της ήταν τότε μόλις 16 ετών και βαρέθηκε γρήγορα τη δουλειά. Όσο καιρό όμως περιφερόταν στα πλατό των φωτογραφίσεων, ο Vladimir γνωριζόταν με συνομίληκους συναδέλφους του και συνήθιζε να τους καλεί στο τέλος της ημέρας στο σπίτι του για φαγητό. Έτσι, η μαμά Carine άρχισε να έρχεται σε –εκτός πορτφόλιο– επαφή με πολλά μοντέλα-«παιδάκια» και να ανακαλύπτει τη θλιβερή τους μοίρα να κάνουν, σε μια τόσο τρυφερή ηλικία, μια ανόητη κι αβέβαιη δουλειά, από την οποία δεν πληρώνονταν ποτέ αρκετά και δεν ήξεραν ποτέ τι θα τους ξημερώσει την επομένη. Άρχισε να παραβλέπει την ομορφιά τους και να τους αντιμετώπιζει σαν κακόμοιρα υποσιτισμένα. Μην μπορώντας να εκφράσει αλλιώς τη συμπάθειά της, τους σέρβιρε ενστικτωδώς και στοργικά καμιά πηρουνιά φαγητό παραπάνω. Αλλά και πάλι, δεν μπορούσε να χτίσει τη γέφυρα επικοινωνίας και να τους ανακουφίσει όπως λαχταρούσε, γιατί οι μικροί αρνούνταν να φάνε παραπάνω, για να μη χαλάσουν τη σιλουέτα τους.

Η επόμενη μέρα

«Δεν νομίζω ότι θα κάνω τη δουλειά που κάνω για το υπόλοιπο της ζωής μου» έχει πει,«αλλά νιώθω έτοιμη να αποδεχτώ πια κάθε πρόκληση». Ίσως τον τελευταίο καιρό, εκείνο που «λιγουρεύεται» περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο είναι ένα σενάριο για το σινεμά. Μια ταινία που θα μπορούσε επιτέλους να αποδώσει επακριβώς την πραγματικότητα του κόσμου της μόδας. Μέχρι να συμβεί όμως αυτό, θα υπηρετεί ατάραχη το «καθήκον», που τόσο ρόδινα κι αγγελικά της ανέθεσε η μοίρα. Πράγματι, δουλεύει πολλές ώρες την ημέρα (κάθεμέρα, χωρίς αργίες) και η δουλειά της απαιτεί «να ισορροπεί πάνω σε αυγά, χωρίς να τα σπάζει». Ευτυχώς όμως όλα κυλούν ήρεμα και ομαλά, όπως εκείνη θα ’θελε (με μόνο ίσως θολό σημείο το ότι κάθε πρωί πριν πάει στο γραφείο παίρνει πάντα ένα ηρεμιστικό).


Δυο τρία πράγματα που ξέρω γι'αυτήν

  • Διακηρύσσει ότι το στιλ δεν έχει κανόνες αλλά ότι απλά υπάρχει ή δεν υπάρχει.
  • Έχει αντικαταστήσει τη λέξη«καριέρα» στο λεξιλόγιό της με την περίφραση «επαγγελματική πρόοδος». Τη δική της πορεία την περιγράφει συνήθως ως «ακολουθία ευτυχών ατυχημάτων».
  • Θεωρεί ότι το ταλέντο της είναι με πολύ απλά και λιτά μέσα να κάνει κάτι να φαντάζει εντελώς διαφορετικό.
  • Έχει πει ότι το μαύρο είναι πια άκυρο. Πως δεν μπορεί πια να θεωρείται στιλιστική δήλωση στη μόδα.
  • Υπάρχουν μερικά ρούχα που δε θα πάψουν ποτέ να είναι γοητευτικά, όπως, για παράδειγμα ένα καλό τrench coat. Aρκεί κανείς να τολμά να κάνει επεμβάσεις (π.χ: ν'αντικαθιστά τη ζώνη με ένα μαντίλι).
  • Τα δερμάτινα ρούχα δεν ταιριάζουν σε γυναίκες σαν κι εκείνη, που μεγαλώνουν.
  • Σιχαίνεται τα ρολόγια χειρός και δε φοράει ποτέ.
  • Δεν έχει πρόβλημα με τις γούνες, αλλά τον τελευταίο καιρό τις έχει καταργήσει επειδή της μυρίζουν περίεργα.
  • Έχει ξεκινήσει έναν ανένδοτο αγώνα κατά της γυναικείας τσάντας. Η ίδια δεν κρατάει ποτέ και προτείνει να κάνουν το ίδιο και οι αναγνώστριες του περιοδικού της. Αυτό την έχει φέρει αντιμέτωπη με ολόκληρη τη βιομηχανία δερμάτινων ειδών, αλλά δεν το βάζει κάτω.
  • Θεωρεί ότι είναι Παριζιάνα και ότι απευθύνεται στους Παριζιάνους. Είναι περήφανη που το περιοδικό της λέγεται Vogue Paris. Οι Γάλλοι της είναι αδιάφοροι.
  • Αντιπαθεί όσο τίποτα τα logos στα ρούχα και στα αξεσουάρ, όπως και κάθε «πειστήριο πλούτου» στο στιλ.
  • Θεωρεί τον εαυτό της Yves Saint Laurent girl, επειδή το στιλ αυτό αντιλαμβάνεται την ένοια σέξι με έναν αγορίστικο τρόπο.
  • Μένει σε ένα εκπληκτικό διαμέρισμα στην περιοχή Invalides στο κέντρο του Παρισιού, το οποίο είναι σχεδόν άδειο (κάνει συνεχώς "editing", όπως λέει, στο σπίτι της και το έχει κάνει φύλλο-φτερό).
  • Αγαπημένη της πόλη είναι η Αγία Πετρούπολη.
  • Οδηγεί μόνη της το αυτοκίνητό της που είναι Μini της δεκαετίας του '60. Έχει τρία: ένα κόκκινο, ένα πράσινο και ένα καμπριολέ.
  • Με ένα ποτηράκι βότκα όλα της φαίνονται πιο όμορφα και αισθάνεται ότι και η ίδια δείχνει πιο όμορφη.