Sir Terence Conran: Η ζωή του κυρίου Habitat
Η ιστορία του σχεδιαστή που άλλαξε τη ζωή των Βρετανών
Η ζωή και το έργο του Sir Terence Conran, σχεδιαστή επίπλων, δημιουργού των καταστημάτων Habitat και ιδιοκτήτη εστιατορίων, που έφυγε από τη ζωή στις 12/9/2020.
O Sir Terence Conran, ένας από τους πιο επιδραστικούς designers, διακοσμητές, επιχειρηματίες και ιδιοκτήτες εστιατορίων στην Ευρώπη του 20ού αιώνα, πέθανε στις 12 Σεπτεμβρίου 2020, σε ηλικία 88 ετών.
Ο Conran έδωσε μία νέα, επαναστατική γραμμή στην αγορά επίπλου, ιδρύοντας το κατάστημα Habitat που άλλαξε τα σπίτια των Βρετανών στη δεκαετία του ‘60 ενώ ήταν και ένας από τους ιδρυτές του Μουσείου Design στο Λονδίνο, κάτι για το οποίο ένιωθε βαθιά υπερήφανος και ήταν μέσα στις δραστηριότητές του μέχρι το τέλος.
Ήταν ένας άνθρωπος που έζησε μία ζωή γεμάτη εξαίρετη αισθητική και όραμα, που μοιράστηκε τέχνη και επιχειρηματικό πνεύμα και βοήθησε στη μετάβαση από την μεταπολεμική μιζέρια, στην νέα, μοντέρνα ζωή. Η αυτοκρατορία του περιελάμβανε εστίαση, αρχιτεκτονική και αλυσίδες καταστημάτων όπως τα Mothercare, αλλά αυτά που τον έκαναν γνωστό ήταν τα μοντέρνα, καινούργια σχέδια επίπλων και ειδών για το σπίτι που λάνσαρε. Ήταν ο πρώτος που καθιέρωσε τις συσκευασίες flat-pack συναρμολογούμενων επίπλων πολύ πριν το ΙΚΕΑ φθάσει στη Βρετανία, κατορθώνοντας έτσι πολύ χαμηλές τιμές και κάνοντας το ποιοτικό design προσιτό σε όλους.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Sir Terence Conran γεννήθηκε στο Kingston, δίπλα στον Τάμεση. Μετά τα σχολικά του χρόνια, φοίτησε στο Central School of Art and Design (που αργότερα μετονομάστηκε σε Central St Martin) όπου σπούδασε κλωστοϋφαντουργία και άλλα υλικά. Ξεκίνησε την καριέρα του, δουλεύοντας στην αρχιτεκτονική φίρμα Dennis Lennon, ιδρύοντας ένα στούντιο σχεδιασμού επίπλων και το καλοκαίρι του 1951 δουλεύοντας για το Φεστιβάλ της Βρετανίας, μία τεράστια εμπορική έκθεση εθνικής εμβέλειας την οποία επισκέφθηκαν εκατομμύρια άνθρωποι και η οποία άνοιξε την πόρτα σε μία νέα εποχή, μέσα σε ένα Λονδίνο που ακόμα μετρούσε πληγές από τους βομβαρδισμούς του πολέμου.
Το 1956 ίδρυσε το Conran Design Group και ξεκίνησε τον σχεδιασμό επίπλων, ανάμεσά τους και της σειράς Summa από ξύλο teak, σε επίπεδες συσκευασίες, που έκανε μόδα τις συναρμολογούμενες ραφιέρες, κονσόλες και βιβλιοθήκες. Παράλληλα σχεδίασε και το κατάστημα της Mary Quant που έγραψε ιστορία στην ευρωπαϊκή μόδα.
Έτσι, το όνομά του συνδέθηκε με το νεανικό κίνημα που πλημμύρισε το Λονδίνο στη δεκαετία του ‘60 και πήρε την ονομασία swinging sixties. Το χρώμα και η μουσική κυριαρχούσαν παντού και ο Conran αποκτούσε ξεκάθαρο, φουτουριστικό στιλ στα σχέδιά του. Εκείνη την εποχή, ζώντας τον ρυθμό της πόλης, άνοιξε ένα εστιατόριο και ένα cafe γαλλικών επιρροών.
Το Habitat
Το 1964, άνοιξε το πρώτο κατάστημα Habitat στην οδό Fulham στο Τσέλσι του Λονδίνου, σε συνεργασία με την τρίτη του -ήδη- γυναίκα, την Caroline Herbert, τον επιχειρηματία Philip Pollock και το μοντέλο Pagan Taylor. Το Habitat επρόκειτο να γίνει η μεγάλη, διάσημη αλυσίδα καταστημάτων για έπιπλα και είδη οικιακής χρήσης σε μοντέρνο design. Πελατεία του κυρίως η νεολαία που διψούσε για κάτι καινούργιο και μόλις είχε αρχίσει να αποκτάει το δικό της σπίτι.
Ο ίδιος είχε πει: «Είναι δύσκολο να διανοηθούμε το πόσο αδιάφορο ήταν το Λονδίνο τότε. Θα μπορούσες να κάνεις μία βόλτα στις ταράτσες των σπιτιών και σε κάθε σαλόνι που θα κοίταζες θα έβλεπες ακριβώς τα ίδια, εξαιρετικά θλιβερά έπιπλα».
To κατάστημα έγινε διάσημο για το νέο, φρέσκο στιλ διακόσμησης που είχε – πάτωμα με τετράγωνα πλακάκια, τοίχους από τούβλο βαμμένους λευκούς, ξύλινες οροφές και προβολείς που δημιουργούσαν μία αίσθηση ευρυχωρίας και φωτός, τονίζοντας τα προϊόντα.
Ο Conran είχε πει ότι ένας από τους λόγους της μεγάλης επιτυχίας στο ξεκίνημα του Habitat ήταν ότι ήταν ένα από τα λίγα μέρη στο Λονδίνο όπου μπορούσες να βρεις φθηνές θήκες για να αποθηκεύεις τα μακαρόνια, σε μια εποχή που τα ζυμαρικά στη Μεγάλη Βρετανία είχαν γίνει μεγάλη μόδα.
Μελετώντας ιδιαίτερα τις εποχές και τις τάσεις των ευρωπαϊκών επίπλων και αντικειμένων της καθημερινής ζωής, έφερε και άλλες καινοτομίες στη ζωή των Βρετανών. Πολλοί θεωρούν ότι ήταν ο άνθρωπος που σύστησε στους Άγγλους το πάπλωμα!
Άλλη μία έξυπνη εμπορική κίνηση του Conran ήταν να κυκλοφορεί καταλόγους με τα έπιπλα και τα είδη του καταστήματος, φωτογραφημένα σε ωραίους χώρους, δημιουργώντας συνδυασμούς και προτείνοντας ιδέες στους πελάτες. Το Habitat εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα και το 1973 άνοιξε κατάστημα και στο Παρίσι.
Με την επιτυχία της φίρμας, ο Conran αγόρασε άλλες δύο αλυσίδες καταστημάτων, τα Mothercare και τα British Home Stores, ενώ παράλληλα συνεργαζόταν με αρχιτεκτονικά γραφεία και δραστηριοποιούνταν στην εστίαση, ανοίγοντας εστιατόρια όπως το Bibendum (είναι η ονομασία από το στρουμπουλό ανθρωπάκι -λογότυπο των ελαστικών Michelin), το Quaglino's αλλά και το Conran Shop. Παράλληλα έγραψε και πάνω από 50 βιβλία για το design και το φαγητό.
Το διάσημο Bibendum
Το 1985, ο Conran μαζί με τον συνεταίρο του αρχιτέκτονα Fred Roche αγόρασαν το περίφημο Michelin House, στο νούμερο 81 της οδού Fulham στο Τσέλσι. Ένα υπέροχο κτίριο του 1911, το οποίο ήταν η έδρα των κεντρικών γραφείων της εταιρείας ελαστικών, ένα τριώροφο οικοδόμημα με μεγάλα παράθυρα από χρωματιστό γυαλί και υπέροχα διακοσμητικά κεραμικά πλακάκια στην πρόσοψή του που έδειχναν διάσημα αγωνιστικά αυτοκίνητα τα οποία είχαν τρέξει με τα ελαστικά της εταιρείας. Το οικοδόμημα έχει και στο εσωτερικό του διακόσμηση με πολύχρωμα ζωγραφιστά πλακάκια, ενώ στην είσοδο, ακόμα και σήμερα το ανθρωπάκι Bibendum της Michelin υποδέχεται τους επισκέπτες, κρατώντας ένα γυάλινο βάζο με φιστίκια, λέγοντάς τους στα Λατινικά "Nunc Est Bibendum" (Τώρα είναι η ώρα να πιούμε).
Ο Conran σεβάστηκε το Michelin House και την ιστορία του. Εκτός από το εστιατόριο και oyster bar, στέγασε εκεί και την εκδοτική του εταιρεία Octopus Publishing, και ένα κατάστημα με «είδη Conran». Αυτή του η κίνηση, μαζί με την ίδρυση του Μουσείου Design, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αναβάθμιση της περιοχής του Shad Thames του Λονδίνου, που έγινε στη δεκαετία του ‘90.
Αυτό που λέμε «στιλ ζωής»
Το 2005, η δραστηριότητα του Conran στην εστίαση, στο Λονδίνο και σε άλλες πόλεις και χώρες (Ιαπωνία, Νότια Κορέα κ.α.), τού χάρισε τον τίτλο του «πιο επιδραστικού εστιάτορα στην Μεγάλη Βρετανία», από το περιοδικό Caterer and Hotelkeeper.
Με τα δικά του λόγια: «Τα εστιατόρια, τα ξενοδοχεία και τα μπαρ που έχουμε σχεδιάσει και ανοίξει, τα καταστήματα, οι εσωτερικοί χώροι, τα κτίρια, τα προϊόντα και τα έπιπλα ή τα βιβλία που έχω γράψει – όλα αυτά συνδέονται με ένα πράγμα, το design. Και όλα αυτά μαζί αποτελούν αυτό που εγώ ονομάζω στιλ ζωής».
O Conran παντρεύτηκε την αρχιτέκτονα Brenda Davison το 1952 σε ηλικία μόλις 19 ετών. Ο γάμος διήρκεσε έξι μήνες. Το 1955 παντρεύτηκε τη δεύτερη γυναίκα του, τη δημοσιογράφο Shirley Pearce, με την οποία απέκτησε δύο γιούς, τον Sebastian και τον Jasper οι οποίοι και οι δύο έγιναν designers. To 1962 πήρε και το δεύτερο διαζύγιό του και το 1963 παντρεύτηκε την τρίτη του γυναίκα, τη συγγραφέα βιβλίων μαγειρικής Caroline Herbert. Ο γάμος κράτησε 33 χρόνια και μαζί απέκτησαν τρία παιδιά, τον Tom, την Sophie και τον Edmund. Το τρίτο διαζύγιο βγήκε το 1996. To 2000 παντρεύτηκε την τέταρτη και τελευταία γυναίκα του, την Victoria Davis.