Γαλατάδες και μυτερά τακούνια στα στενά της Αθήνας

Ένας σχεδιαστής παπουτσιών μιλάει για την πόλη και τις μόδες της πριν ξεσπάσουν τα '00s

Aσκαρδαμυκτί σημαίνει να κοιτάζεις κάτι με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, σχεδόν χωρίς να ανοιγοκλείνεις τα βλέφαρά σου. Το όνομα του τριώροφου νεοκλασικού εργαστηρίου ελευθέρων σπουδών που άνοιξε πρόσφατα στα Εξάρχεια, δηλώνει ακριβώς τον τρόπο που το παρατηρεί κανείς την πρώτη φορά που το βλέπει. Παλιό, ψηλοτάβανο, με ξύλινες σκάλες και μπαλκόνια με λευκά κολονάκια. Ο Γιώργος Μαλλής μαζί με την κόρη του Δέσποινα, τη Νάγια Κουτσομπίνα και τον Γιώργο Μπασιά, με κοινό τους την αγάπη για το χειροποίητο, διδάσκουν κατασκευή υποδημάτων, θεατρική μαριονέτα, εικαστική αργυροχρυσοχοϊα και κατασκευή παραδοσιακών οργάνων. Συναντήσαμε τον Γιώργο Μαλλή και η κουβέντα μας πήγε από το πως μπορείς να φτιάξεις μόνος σου εσπαντρίγιες μέχρι το πως θυμάται ο ίδιος τη μόδα και τη ζωή στην παλιά Αθήνα. Τότε που δούλευε με τον πατέρα του στο τσαγκάρικό τους στη Νέα Ιωνία, στην Ερμού κυκλοφορούσαν γαλατάδες και την Αθήνα την χαρακτήριζες...ρομαντική.

n

Ο Γιώργος Μαλλής γεννήθηκε και έζησε στη Νέα Ιωνία. Γιος τσαγκάρη, μεγάλωσε μέσα στα παπούτσια και απ’ την αρχή ήξερε ότι θα ακολουθήσει κι εκείνος το ίδιο. Στα μάτια της δικιάς μας γενιάς, η ζωή στα προάστια της Αθήνας του 70’ μοιάζει ρομαντική και γραφική, σαν παλιά ασπρόμαυρη ελληνική ταινία. Μπορεί και να ήταν έτσι. «Θυμάμαι τον γαλατά με το τρίκυκλο. Έβγαινε η νοικοκυρά με την κατσαρόλα και της τη γέμιζε με 2-3 λίτρα γάλα. Στην περιφέρεια οι γιαγιάδες είχαν στην αυλή τους κότες».

n

image

Φωτό: Ναταλία ΔοκουμετζίδηΟ πατέρας του έφτιαχνε παπούτσια για όλα τα μαγαζιά της Αθήνας. Κανείς τότε δεν αγόραζε από το εξωτερικό. Οι μικροβιοτεχνίες στήριζαν την ελληνική αγορά. Τα μεγάλα ελληνικά εργοστάσια παπουτσιών, σε αντίθεση, έκαναν μόνο εξαγωγές. «Κυνηγούσαν τις επιδοτήσεις που έδινε το κράτος και για να μπορείς να είσαι και παραγωγικός και οικονομικός, έπρεπε να έχεις μεγάλες παραγωγές. Οι μεγάλες παραγωγές προσφέρονταν από την εξωτερική αγορά: Γερμανία, Ρωσία κλπ, οπότε όλοι έστελναν έξω». Τα μεγάλα εργοστάσια στην Αθήνα, «ήταν τότε θυμάμαι, ο Κολάκογλου στη Νέα Ιωνία και ο Μουριάδης στον Πειραιά. Το ένα απ’ αυτά τώρα έχει γίνει Jumbo».

«Κάθε Σάββατο η μαμά μου κατέβαινε στο κέντρο και ψώνιζε κόλλες, κλωστές, σόλες και τέτοια για το τσαγκάρικο. Τι μου θύμισες τώρα, δεν τα είχα σκεφτεί ποτέ αυτά». Πιτσιρικάς 10 χρονών τότε, στο τσαγκάρικο του πατέρα του πήγαινε κρυφά το βράδυ στις γαζομηχανές. «Θυμάμαι τη χαρά μου όταν έφτιαξα το πρώτο μου παπούτσι. Μια μονή αντρική παντόφλα».

n

«Τα εργαλεία του πατέρα μου»

image

Φωτό: Ναταλία Δοκουμετζίδηimage

Φωτό: Ναταλία Δοκουμετζίδη

Στο μεταξύ όσο μου μιλάει αλλάζει θέση στα αντικείμενα. Το «Ασκαρδαμυκτί» είναι υπό κατασκευή, μπαίνουν οι τελευταίες πινελιές. Το μεγάλο ξύλινο τραπέζι στο κέντρο του δωματίου είναι γεμάτο πινέλα και ζωγραφισμένες μαριονέτες, ωστόσο μυρίζει ακόμα φρέσκο ξύλο. Ο καφές που ακούμπησα σχημάτισε περίγραμμα. «Δεν πειράζει, όσο πιο βρώμικος είναι ο πάγκος, τόσο πιο ωραίος γίνεται». Μάλλον εννοούσε ότι ήθελε αυτήν την ακατάστατη επιμέλεια που εμπνέει. Να μοιάζει το εργαστήρι τους σαν τα μυαλά τους. Ταραχώδες και ανεξάντλητο από ιδέες και χαμένα κουμπιά ανάμεσα στα υφάσματα.

image

Πώς ήταν ο κόσμος της μόδας τότε; «Το ’85 που βγήκα ως επαγγελματίας πια στην αγορά, τα υλικά, τα σχέδια και οι σχεδιαστές ήταν λίγοι. Και Έλληνες, οι ξένοι ήταν ακριβοί. Πήγαινες στην κεντρική αγορά και αν έβλεπες μια βιτρίνα, ήσουν σίγουρος ότι μέχρι να ανέβεις όλη την Ερμού θα έβλεπες παντού το ίδιο πράγμα. Τότε ήταν in, θυμάμαι, το μυτερό παπούτσι και το κοντό και στενό τακούνι. Η έκρηξη σχεδιαστών έγινε το 90’.Ο Βασίλης Παπαμήτρος, θυμάμαι μεσουρανούσε τότε».

Μόδα και κρίση πάνε μαζί; «Η κρίση εξ’ ανάγκης σου απαγορεύει να έχεις το στυλ που θα θελες. Οι παραγγελίες που γίνονται τώρα είναι πιο πολύ σε πράγματα κλασικά, διαχρονικά, αυτά που θα έχεις και του χρόνου. Αυτά παραγγέλνουν τα μαγαζιά κι αυτά αγοράζει ο κόσμος, οπότε η μόδα τώρα είναι κάπως πολωμένη».

n

Το πιο ακριβό πράγμα που μπορείς να ζητήσεις σε έναν τσαγκάρη είναι να φαρδύνεις μια μπότα. Ωστόσο στον κύριο Μαλλή πάντα άρεσε να φτιάχνει γόβες. «Τις εσπαντρίγιες μου τις έβαλε στο μυαλό ένας Ισπανός φίλος από τη σχολή στην Ιταλία». Ήταν γύρω στα 30 όταν ονειρευόταν να σπουδάσει σε μια 3μηνη σχολή στην Ιταλία. Με οικογένεια και παιδιά τα χρήματα δεν έφταναν. «Η σχολή έκανε γύρω στα τρία εκατομμύρια δραχμές και ο μισθός μου ήταν ούτε 80 χιλιάδες». Ώσπου μια μέρα «είχε έρθει στο εργοστάσιο ο σχεδιαστής και προσπαθούσαν να συναρμολογήσουν τα μοντέλα. Δεν μπορούσαν να τα καταφέρουν και πήγα εγώ και τους βοήθησα. Έτυχε να δει τη φάση ο ιδιοκτήτης και μου είπε “Θες να γίνεις σχεδιαστής;”. Τελικά ανέλαβε εκείνος τα έξοδα».

Αυτά τα λίγα μας είπε ο Γιώργος Μαλλής στον πρώτο μας καφέ, γιατί ακολούθησαν κι άλλοι πολλοί, με τη Δέσποινα, τον Γιώργο και τη Νάγια που τους κάνεις αμέσως φίλους σου. Πέρνα από τη Σπ. Τρικούπη για να κεραστείς καφέ με γεύση φουντούκι ή εσπαντρίγιες από το ύφασμα της αγαπημένης σου πιτζάμας ή ιστορίες για τους ψηλομύτιδες σχεδιαστές της εποχής (ήταν από τότε ψηλομύτιδες; ναι) ή και τα τρία.

INFO: Δεληγιάννη 6 & Σπύρου Τρικούπη, Εξάρχεια, 210 8819784, 6971616081, www.askardamykti.com/

Top Reads

Δείτε ακόμα

Στην Athens Voice