Μπάι Μπάι, Αϊ-Βασίλη...
Μέχρι πριν μερικά χρόνια ήτανε μεγάλη υπόθεση ο Αϊ-Βασίλης. Αλλά δεν είναι πια.
Γράφει κανείς πια γράμματα στον Άγιο Βασίλη;
Ο Αϊ-Βασίλης είχε τρελό σουξέ στο σπίτι μας για πολλά χρόνια, για την ακρίβεια ήτανε ο σταρ των Χριστουγέννων: οι παραγγελίες δώρων συζητιόντουσαν κανένα μήνα πριν τις Γιορτές, με παιδικές αποφάσεις, αλλαγές γνωμών, κλάματα (όταν το απαιτούμενο δώρο ήταν επιπέδου Νάσα, μαζί με τον Τομ Χανκς), συμβιβασμούς προς οικονομικότερα /μικρότερα /εφικτότερα δώρα, και αγωνία, κατά πόσον (1) θα έρθει τελικά ο Αϊ-Βασίλης φέτος, (2) θα φέρει αυτό που ζητήσαμε ή άλλα αντί άλλων όπως μια χρονιά που δεν του το συγχωρούμε ακόμα το πόσο ΑΣΧΕΤΑ πράγματα είχε φέρει, και (3) θα τον δούμε άραγε να τρώει τα κούκις μας ή όχι;
Τα γράμματα γραφόντουσαν με επιμέλεια από την κόρη, στο γόνατο και ως ξεπέτες από τους δύο γιους – τα αγόρια με το ζόρι έγραφαν μια αράδα, κι ένα ξερό «ευχαριστώ» στο τέλος, για έναν άγιο που θα ξεπατωνόταν να βρει το τελευταίο γκέιμ μπόι ή εξ-μποξ-κάτι στην τρέλα των εορταστικών ψωνίων (πόσο πίσω μας πάω τώρα…). Και τα αγόρια, ο μεγάλος και ο μικρός, ήθελαν σπρώξιμο για να γράψουν τα ρημάδια τα γράμματα, και απειλές. («Δεν θα έρθει/ δεν θα σου φέρει ούτε κάλτσα φέτος, αφού δεν στρώνεσαι να του γράψεις γράμμα!»)
Δεν βάζαμε ποτέ παραδοσιακές κάλτσες για γέμισμα, τώρα που είπα κάλτσα: ο Αϊ΄Βασίλης άφηνε τα δώρα του κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, το οποίο στολίζαμε, και στολίζουμε ακόμα, από τον Νοέμβριο λες κι είμαστε τα Σέλφριτζες. Το στόλισμα του δέντρου/καραβακίου/άλλου, έχει ενδιαφέρον για τα παιδιά μέχρι τα 13-14 χρόνια τους, μετά, σκασίλα τους αν στολίστηκε το σπίτι, έχουνε να πάνε σε εκατό πάρτι και να βγάλουνε οκτακόσιες σέλφι, σιγά μην ασχοληθούν με φωτάκια και μπαλίτσες και μπλαμπλαμπλα.
Λίγο πριν επέλθει η παγερή αδιαφορία των παιδιών για το στόλισμα του δέντρου (και για τους γονείς τους…), έρχεται η καταρράκωση του Αϊ-Βασίλη: από εκεί που ήτανε καταπληκτικότερος των καταπληκτικών, γίνεται ανέκδοτο ξαφνικά μέσα σε ένα χρόνο. Γίνεται μια αφορμή για να κοροϊδέψουν τα παιδιά τους γονείς («χααααα, μας λέγατε ότι έφερνε τα δώρα ο Αϊ-Βασίλης, χαααα, ξέραμε ότι είστε εσείς, μα πόσο κουλοί!»). Οι χριστουγεννιάτικες ταινίες με Αϊ-Βασίληδες, ακόμα και με τον Κερτ Ράσελ, αντιμετωπίζονται με ειρωνεία, βαθιά αμφισβήτηση, σαρκασμό (που είναι σχεδόν το ίδιο πράγμα με την ειρωνεία απλώς με άλλη λέξη) – ταινίες τις οποίες βλέπαμε ως προ-πέρσι με γουρλωμένα μάτια όλοι, σίγουροι ότι αφορούσαν μια εκδοχή ενός Αϊ-Βασίλη με αμερικάνικο αξάν αλλά κατά τα άλλα ΤΕΛΕΙΟΥ… οι ταινίες αυτές χαρακτηρίζονται «τςςς» πια, στην ίδια κατηγορία με το Οτέλ Τρανσυλβάνια και γενικά τα κινούμενα σχέδια: ίιιιιου,για όνομα, ε όχι, πας καλά; Καμία συζήτηση δεν γίνεται, εννοείται, για το κατά πόσον θα φτιάξουμε κούκις, μήπως φάει και ο Αϊ-Βασίλης. Τζίσας, δηλαδή, ίου, ντ’ α!
Η μέση μαμά με παιδιά, που έχουν ξεπεράσει τον Αϊ-Βσίλη, περιφέρεται τις χριστουγεννιάτικες νύχτες μέσα στο σπίτι σαν το Φάντασμα των Χριστουγέννων και, αν δεν νοσταλγεί την εποχή που ο Αϊ-Βασίλης ερχότανε… τη σκέφτεται αυτή την εποχή. Όπως τη σκέφτεται το μέσο άτομο χωρίς καθόλου παιδιά, μια και έτσι ήταν η δική του παιδική ηλικία γύρω στις Γιορτές – με τον Αϊ-Βασίλη σαν κερασάκι στην τούρτα: ό,τι και να γινότανε, υπήρχε κάτω από το δέντρο, στην κάλτσα, δίπλα στο τζάκι ή τη σόμπα, στην πόρτα ή στο παράθυρο ή κάτω από το κρεββάτι, ένα μικρό ή μεγάλο δώρο που περίμενε να το ξετυλίξει ενθουσιασμένο το μέσο παιδί τα Χριστούγεννα. Έκανε δουλειά ο Αϊ-Βασίλης, όχι αστεία. Διάβαζε τα γράμματα, ντυνότανε μέσα στην παγωνιά, κολλούσε όπως όπως το μούσι του κι έτρεχε να βρει το ηλεκτρονικό γατάκι/σκυλάκι/ρομποτάκι, τις κάρτες Πόκεμον μαζί με άλμπουμ, την κούκλα Λαλαλούπσι με το πετ της, το παιχνίδι του πλεϊστέισον, και χιλιάδες άλλα αναλώσιμα, με τα οποία το μέσο παιδί έπαιζε, ή και παίζει, για καμιά ώρα πριν τα βαρεθεί.
Όταν ήμουν επτά χρονών, ο οικογενειακός φίλος κύριος Αρά ντύθηκε μια φορά Αϊ-Βασίλης. Μαζευτήκαμε όλα τα παιδιά της παρέας στο σπίτι τους την ημέρα των Χριστουγέννων κι εμφανίστηκε ο Αϊ-Βασίλης, εύθυμος, καλοφαγωμένος, στο τσακίρ κέφι, φορτωμένος με μια τεράστια σακούλα γεμάτη δώρα. Ο ενθουσιασμός μας ήταν ενθουσιώδης, και λίγα λέω. Ορμήσαμε όλοι απάνω του, παρόλο που φώναζε τα ονόματά μας για να μας μοιράσει τα δώρα ένα-ένα. Στο βάθος, ίσως αναγνωρίζαμε τον κύριο Αρά, με κόκκινο φούτερ, κοτλέ μπορντό παντελόνι (πού να βρει κόκκινο παντελόνι και μάλιστα στα μέτρα του, στην Καβάλα της δεκαετίας του ’60;), μούσι από βαμβάκι και κόκκινο σκουφί της κόρης του αλλά όλοι δεχτήκαμε ότι ο Αϊ-Βασίλης απλώς μπήκε στην ντουλάπα του κυρίου Αρά, αυτό ήταν όλο. Έκανε «Χοχοχο!» με μπάσα φωνή κι έλεγε διάφορα χριστουγεννιάτικα, με βελγο-αρμένικη προφορά, μια και ήτανε Βέλγος αρμένικης καταγωγής… κι από τότε, η ιδέα μου για τον Αϊ-Βασίλη βασίστηκε σε έναν μεγαλόσωμο, χαριτωμένο και γελαστό φίλο των γονιών μου, με αυτή τη συγκεκριμένη προφορά.
Ίσως επειδή η εικόνα και η ανάμνηση αυτού του Αϊ-Βασίλη των παιδικών μου χρόνων είναι τόσο ισχυρή, δεν έβαλα ποτέ κάποιον στο περιβάλλον μας να ντυθεί Αϊ-Βασίλης για τα παιδιά. Άλλωστε ο Αϊ-Βασίλης ερχότανε αυτοπροσώπως μέχρι πέρσι μόλις. Άφηνε πολύ διακριτικά τα δώρα του κάτω από το δέντρο, έτρωγε τα κούκις, μας κόστιζε κάτι παραπάνω, αλλά τίποτα δεν είναι τζάμπα σ’ αυτή τη ζωή, και στο φινάλε, ήτανε ο βασιλιάς των Χριστουγέννων…