Η Άννα Βίσση, η Δέσποινα Βανδή και τα φαντάσματα
Τα δύο «Βήτα» και η νύχτα που οι τηλεοράσεις κόντεψαν να εκραγούν
O Γιάννης Νένες σχολιάζει την κοινή εμφάνιση Άννας Βίσση και Δέσποινας Βανδή στον τελικό του τηλεοπτικού σόου J2US
Τη νύχτα που οι τηλεοράσεις κόντεψαν να εκραγούν από τα νάζια και τις λάμψεις των πλέξιγκλάς, συνέβη λάιβ μία πολυδιαφημισμένη «συμφιλίωση» ανάμεσα σε δύο δημοφιλείς ποπ-εκ-του-πόπιουλαρ, γιατί κατά τα άλλα, μπουζούκια τραγουδάνε-, Ελληνίδες τραγουδίστριες οι οποίες, τον τελευταίο καιρό, έτσι κι αλλιώς, τηλεόραση και μάλιστα ριάλιτι κάνουν.
Οπότε η «συμφιλίωση» ήταν μέσα στα πλαίσια του ριάλιτι, όπως το εννοούν οι φάουσες των μεσημεριανάδικων.
Η Άννα Βίσση και η Δέσποινα Βανδή, με τα βολικά επώνυμα για λογότυπο, είναι τα δύο Βήτα της ελληνικής δισκογραφίας που, κάποτε, υποτίθεται, ξεκίνησαν μία «διαμάχη» η οποία, σε καμιάς από τις δύο το ιδιοσυγκρασιακό προφίλ ταίριαζε. Είναι και οι δύο ψύχραιμες και λογικές, έξυπνες και με χιούμορ, προσεκτικές και με επιτυχημένη καριέρα. Δεν είχαν ανάγκη από καμία κόντρα, την οποία πολύ πιθανό να την ξεκίνησε ο Καρβέλας, ίσως «πολεμώντας το σύστημα». Και σιγοντάριζαν οι ξανθές από τους καναπέδες τους.
Αυτά τα Χριστούγεννα, αυτή η διαμάχη έλαβε τέλος, ακριβώς τη στιγμή που και οι δυο τους τη χρειάζονταν. Με τα μαγαζιά κλειστά, τι να κάνουν, στράφηκαν στον Κοκλώνη. Δεν ξέρω πώς ακριβώς συνέβη η «συμφιλίωση», προφανώς με τον κλασικό, προβαρισμένο, τηλεοπτικό τρόπο, με ένα φιλί-γουάου που είναι κλισέ από τον προηγούμενο αιώνα και τον Κοκλώνη να πετάει γύρω τους σκορπίζοντας ροδοπέταλα. Μας άξιζε όμως.
O Neal Karlen, δημοσιογράφος του Rolling Stone, κυκλοφόρησε τον περασμένο Οκτώβριο ένα βιβλίο-όχι-ακριβώς-βιογραφία του Prince, μια και οι δυο τους γνωρίζονταν από τα μαθητικά τους χρόνια, αλλά μία ακτινογραφία της ψυχολογίας του σταρ, πριν ακόμα γίνει σταρ. Και μετά, αφού γίνει.
Στο βιβλίο, το οποίο έχει τίτλο «This Thing Called Life: Prince's Odyssey, On and Off the Record», γράφει ο συγγραφέας ότι, κάποτε, μόλις η καριέρα του Prince είχε αρχίσει να απογειώνεται, ο ίδιος αποφάσισε (και όχι η δισκογραφική του) να αποκτήσει έναν αντίπαλο, για να δώσει έτσι ακόμα μεγαλύτερη αξία στη δική του καλλιτεχνική ύπαρξη.
Ακριβώς όπως οι Beatles χρειάζονταν τους Rolling Stones – και το αντίθετο, γράφει ο Karlen, όπως ο Κάσιους Κλέι χρειαζόταν τον Σόνι Λίστον και ο Σούπερμαν χρειαζόταν τον Λεξ Λούθερ, έτσι και ο Prince χρειάστηκε έναν «αντάξιο γαμημένο αντίπαλο». Και επειδή ήταν ο Prince και μπορούσε, αποφάσισε να τον δημιουργήσει ο ίδιος:
Διάλεξε έναν από τους μουσικούς της εταιρείας του, ένα όνομα άγνωστο και αρκετά ταλαντούχο ώστε να είναι υπό-τη-σκέπη του Prince, τον Morris Day, και του έχτισε ένα ολόκληρο προφίλ. Χωρίς να αλλάξει το όνομά του, τον έντυσε σαν slick κομψευόμενο κοστουμαρισμένο γκάνγκστερ, τον έκανε σέξι, τον έκανε αρχηγό σε ένα techno-funk γκρουπ (ό,τι νά 'ναι), του έδωσε το περπάτημα cool cat, και τον έβαλε να υποδυθεί τον αντίπαλό του, στο σχεδόν αυτοβιογραφικό φιλμ Purple Rain.
Ο Prince, θεωρώντας κανέναν άξιο να σταθεί απέναντί του, έζησε το σχιζοφρενικό τέχνασμα να αντιμετωπίσει έναν αντίπαλο δικής του επινόησης, μέσα σε αεροστεγές bubble όπου ήταν μόνοι οι δυο τους και μάχονταν για το ποιος θα νικήσει.
Τα media δεν μάσησαν.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Ο Prince αποτρελάθηκε, τον Morris Day τον έφαγε η μαρμάγκα και η εταιρεία συνέχισε να πουλάει αντίτυπα σαν να μη συνέβη τίποτα.
Γιατί, τελικά, η μουσική του ήταν που πουλούσε. Και όχι κανένα παιχνίδι δημοσιότητας.
Καλά, δε λέω ότι η Βίσση και η Βανδή είναι ο Κάσιους Κλέι ή ο Prince, είναι όμως και οι δύο θύματα του δισκογραφικού κόλπου της «αντιπαλότητας». Το λατρεύουν οι μάνατζερ των δημοσίων σχέσεων, το λατρεύουν τα μανταλάκια, το λατρεύει το πόπολο για να παίρνει το μέρος -όπως Βουγιουκλάκη και Καρέζη, Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός, οι ίδιες νομίζω ότι το βαριούνται και τα βράδια συναντιούνται κρυφά σε μπαρ ξενοδοχείων και τα πίνουν, τα λένε και γελάνε, αλλά άφησαν να τις παρασύρει η φήμη και το ρεύμα.
Μπορεί και να το πίστεψαν και λίγο.
Δοξασμένες και λαμπερές, μέσα στο κενό αέρος, στο στούντιο του Κοκλώνη, αντιμετώπισαν η μία την άλλη σαν ένα ψέμα, σαν να μην υπήρξε ποτέ τίποτα, σαν να ήταν αντιμέτωπες με τον ίδιο τους τον εαυτό.
Έτσι κι αλλιώς μοιάζουνε πια, έχουν γίνει ίδιες.