Δεν το έχω με την τεχνολογία...
Αν θέλετε να αλλάξετε σκληρό δίσκο, να σώσετε τα αρχεία σας, να χωρίσετε ένα ντόκουμεντ ή να αλλάξετε γλόμπο, ΔΕΝ είμαι ο άνθρωπός σας
Μια «τεχνοφοβική» καταγραφή στιγμών και σκέψεων για όσους δεν το έχουν με την τεχνολογία στη νέα εποχή που είναι εντελώς ηλεκτρονική, και φαίνεται υπέροχη.
Η «άλλη εποχή» που ξημέρωσε λίγο άγαρμπα με τα λοκντάουν, είναι μια εποχή που δυστυχώς δεν την παίζω στα δάχτυλα ούτε καν στα γόνατα: παιδεύομαι με οτιδήποτε «γίνεται σε δευτερόλεπτα ηλεκτρονικά». Για την ακρίβεια, τίποτε το ηλεκτρονικό δεν το καταφέρνω ούτε σε δευτερόλεπτα, ούτε σε ώρες/μέρες. Καταφέρνω να παραγγείλω (λίγο ιδρώνοντας) βιβλία από σαιτ βιβλιοπωλείων, αλλά μέχρι εκεί, άντε και να πληρώσω έναν απλό λογαριασμό με βοήθεια κοινού συνήθως. Μπαίνω στο ΤΑΧΙΣ με τις σφιχτές-σφιχτές σειρές μπλε γραμματάκια του που μοιάζουν με εξέλ και το κοιτάω όπως με κοιτάει κι αυτό, θολά – κυνηγάω τον άνθρωπό μου να μου πληρώσει αποτελεσματικά το ΕΝΦΙΑ, μια και μπορεί αν το παλέψω εγώ (ώρες όμως) να πληρώσω αλλουνού παπά ΕΝΦΙΑ, μέχρι και σε άλλη χώρα. Πάντα ξεχνάω τους κωδικούς για όλα, από τράπεζες και εφορίες μέχρι τημς, σκάυπ, ζουμ και φέησμπουκ, κι ας τους έχω σημειωμένους με συνθηματικά στην ατζέντα μου – τα συνθηματικά είναι τόσο αφηρημένα που δεν τα αναγνωρίζει ούτε η μάνα τους (=εγώ) αφού στεγνώσει η μελάνη. Εννοείται δεν μπορώ να διαβάσω εξέλ, κοιτάζω τις λάθος σειρές πάντα, ή, και καλά, ενοχλούμαι από το κακό ντιζάιν.
Τα βιβλία μου, ένα σωρό κι όλας, τα γράφω σε χωριστά αρχεία κεφάλαιο-κεφάλαιο. Στέλνω τα 22 ή 26 κεφάλαια στην αδερφή μου αριθμημένα ή στην φίλη μου την Έρση, και τις παρακαλάω/βάζω να μου τα κάνουν ένα ωραίο ενιαίο αρχείο με περιεχόμενα και τίτλους κεφαλαίων. Τα γράφω μια κι έξω τα κεφάλαια, με προσθήκες, αφαιρέσεις και διορθώσεις «μετά», επί του συναρμολογημένου μεγάλου αρχείου – όταν ξεκίνησα να γράφω την δεκαετία του ’80, οι γραφομηχανές δεν άφηναν περιθώρια να ξαναδουλέψεις ένα κείμενο παρά μόνο με χαρτοκολλητική, σελοτέηπ και πολύ μπλάνκο (=άσπρο διορθωτικό που άμα το μύριζες πολλή ώρα, έκανες κεφάλι, το προτιμούσαμε στη δημοσιογραφία). Ενώ παρακολούθησα τα απαραίτητα σεμινάρια κατά καιρούς, για το πώς δουλεύεται αριστοτεχνικά το οτιδήποτε σε ένα λαπτοπ/ντεσκτοπ, κι ενώ έχω κρατήσει σημειώσεις με οδηγίες… δεν καταλαβαίνω τι σκατά λένε οι οδηγίες, και τα έχω ξεχάσει όλα λες και δεν υπήρξαν ποτέ. Σίγουρα υπάρχουν κι άλλοι σαν εμένα…; Όχι; Σε παράπλευρη κατηγορία, υπάρχουν, μάλιστα έχω μαρτυρίες:
Ο Πέτρος Ευθυμίου (ο αδερφός της Μαρίας) όταν ήταν μικρός στην πατρίδα του τη Λάρισα πήγε να φτιάξει μια πρίζα με ένα ΠΙΡΟΥΝΙ, έπαθε παρα-λίγο-μοιραία ηλεκτροπληξία, και βύθισε στο βαθύ σκοτάδι όλη τη Λάρισα για πολλές ώρες. Όταν μας είπε την ιστορία, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν «Πωωωω, κι εγώ έτσι είμαι!» Σε Ενεστώτα χρόνο, γιατί αν ήμουν κάποτε έτσι, σε Παρατατικό, εξακολουθώ στην ίδια ρότα: οι μισές λάμπες γύρω μου είναι καμένες ανεπανάληπτα, όταν τις αλλάζω καίγονται τα ντουι-ά, το «άσε θα το φτιάξω εγώ» σημαίνει «ξέχασέ το», δεν έχω συναρμολογήσει ποτέ σωστά ούτε κουβαδάκι από το ΙΚΕΑ, γενικά η κατηγορία μου είναι «δεν πιάνει το χέρι λέμε».
Υπάρχουν άνθρωποι που κεντάνε σε τικ-τοκ, πόντκαστ, ηλεκτρονικές συναλλαγές, αλλά αυτοί μένουν σε άλλα σπίτια, σίγουρα.
Υπάρχουν βέβαια άνθρωποι που δεν αλλάζουν γλόμπους αλλά «πετάνε», απογειώνονται στις ηλεκτρονικές συναλλαγές, ξέρω τέτοιους, μερικοί ζούνε μέσα στο σπίτι μας (εξ ού και οι καμένες λάμπες). Υπάρχουν άνθρωποι που κεντάνε στο λαπτοπ/άιφον/κινητό, δουλεύουνε με μαεστρία τα κλάουντ, τικ-τοκ, πόντκαστ, τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, και τους γλόμπους παράλληλα, αλλά αυτοί μένουν σε άλλα σπίτια, σίγουρα. Τους θαυμάζω, όπως θαυμάζω και αυτούς που μπορούν να παρκάρουν ένα φορτηγό σε θέση για Μίνι Κούπερ. Κατά καιρούς ο άνθρωπος και τα παιδιά μου μου δείχνουν εκνευρισμένοι ένα-δυο στοιχειώδη πραγματάκια (όχι για το παρκάρισμα), μη ξέροντας ή υποψιαζόμενοι ότι θα τα ξεχάσω μόλις γυρίσουν την πλάτη τους…
Το οποίο και συμβαίνει με μαγικό τρόπο: ενώ θυμάμαι λέξη λέξη την ιστορία του Ευθυμίου, πχ, από ένα τραπέζι στη Στυλίδα 25 χρόνια πριν, δεν θυμάμαι τις οδηγίες για να βρω τις ρυθμίσεις του ΤΑΧΙΣ, από τραπέζι σπιτιού μας σήμερα το πρωί. Θυμάμαι ολόκληρες συζητήσεις, κουβέντες με φίλες/ους, γενέθλια και ανέκδοτα παιδιών μου, υποθέσεις βιβλίων, παραγράφους που μου άρεσαν, θεατρικά έργα, διαλόγους ταινιών, πρόσωπα και πράγματα, αλλά ξεχνάω ότι κατεβάζεις ασφάλεια πριν βάλεις, αν όχι πιρούνι, τουλάχιστον κατσαβίδι στη πρίζα.
Τα καταφέρνω σε άλλους τομείς, π.χ. «κεράκι» γιόγκας αλλά μόνο Χάθα, ρεβίθια φούρνου, τάσκεπμπαπ, κέικ σοκολάτα, γράψιμο βιβλίων, θεατρικών, άρθρων και οτιδήποτε γράφεται, σίγουρα τα καταφέρνω και σε μερικά πραγματάκια ακόμα που δεν μου έρχονται τώρα, ίσως και ποτέ. Όπως και να έχει, δεν νιώθω τρελές ενοχές που μου ξεφεύγει μια πλευρά της ζωής, εντάξει, ας μην αγχωνόμαστε, την μαθαίνω σιγά σιγά. Ή όχι. Την παιδεύω πάντως, ποτέ δεν ξέρεις, μικρή είμαι ακόμα κλπ.
Η νέα εποχή που είναι εντελώς ηλεκτρονική, από τη μία πλευρά μου φαίνεται υπέροχη, ουάου, σαν ταινία επιστημονικής φαντασίας που δεν έχω γράψει το σενάριό της, με όλα αυτά τα πλήκτρα που κάνουν τα πάντα, τον αυτοματισμό στην εκπλήρωση των πρακτικών μας υποχρεώσεων, τις κάρτες που δεν τις αγγίζεις και τα αυτόματα ταμεία που δεν έχουν ταμία-ανθρωπάκο. Από τη μία, είναι σούπερ, και μπράβο, και ξανάουάου.
Από την άλλη, μερικοί από εμάς εξακολουθούμε να κρατάμε ένα πιρούνι κοιτάζοντας μαγεμένοι τη χαλασμένη πρίζα. Και απλώς, να, ας ξέρουμε ότι δεν είμαστε οι μόνοι…