Framing Britney Spears: Πώς τα media παγίδευσαν το pop είδωλο
Το χρονικό της άνοδου και της πτώσης μιας pop star και η ανθρωποφαγία των ΜΜΕ
«Framing Britney Spears»: Ένα ντοκιμαντέρ-απολογισμός των New York Times για το πώς έγινε σύμβολο και θύμα των μέσων ενημέρωσης και του διάχυτου μισογυνισμού.
«Όσα έχουν συμβεί στην Britney Spears δεν θα μπορούσαν να συμβούν σε έναν άνδρα στην Αμερική», λέει μια θαυμάστρια της ποπ τραγουδίστριας στις πρώτες στιγμές του «Framing Britney Spears», ενός ντοκιμαντέρ των New York Times. Ο τίτλος είναι εύγλωττος: παγιδεύοντας την Britney Spears. Η Spears έχει κηρυχθεί ακατάλληλη να διαχειρίζεται τις υποθέσεις της: μετά από απόφαση του δικαστηρίου τα χρήματά της ελέγχει ο πατέρας της, ο Jamie Spears, ο οποίος φέρεται να έχει πει «Η κόρη μου θα γίνει τόσο πλούσια ώστε θα μου αγοράσει ένα καράβι». Οι θαυμαστές της τραγουδίστριας υποθέτουν ότι η απόφαση είναι συνδυασμός άπληστου πατέρα και μισογυνικού δικαστικού συστήματος: η Britney έχει παγιδευτεί στον ιστό της δικαστικής πατριαρχίας. Η ίδια λέει σήμερα ότι φοβάται τον πατέρα της.
Φαίνεται ότι όλες οι πτυχές της ζωής και της καριέρας της πάσχουν από την ίδια κοινωνική κατάρα. Το ντοκιμαντέρ είναι ένας απολογισμός του πώς έγινε σύμβολο και θύμα των μέσων ενημέρωσης και του διάχυτου μισογυνισμού. Η ταινία ακολουθεί την Britney από τις απαρχές ως ταλαντούχο παιδί στη μικρή πόλη Κέντγουντ της Λουιζιάνας μέχρι το απόγειο της φήμης της ως σταρ της teen pop και την κατάρρευση της ψυχικής της υγείας, τα νομικά προβλήματα και την αργή ανάκαμψη. Στη διαδρομή, βρέθηκε μπροστά σε ένα αμερικανικό κοινό πρόθυμο να κάνει ένα νεαρό κορίτσι σύμβολο και στόχο όλων του των ανησυχιών για το σεξ και τη θηλυκότητα στις αρχές του 21ου αιώνα.
Η ταινία ζωγραφίζει την εικόνα ενός ασυνήθιστα χαρισματικού κοριτσιού, με καλοσυνάτο χαμόγελο και δυνατή φωνή, πράγμα που οι γονείς της είδαν σαν χρυσή ευκαιρία. Τη βλέπουμε σε διαγωνισμούς ταλέντων και σε οντισιόν στο Mickey Mouse Club στην Ατλάντα, σε ηλικία μόλις οκτώ ετών. Στη συνέχεια τη βλέπουμε να υπογράφει συμφωνία ρεκόρ με μια εταιρεία στη Νέα Υόρκη και αρχίζει να παίζει τα πρώτα της singles στα μεγάλα shopping malls της δεκαετίας του 1990, όπου συγκεντρώνονταν μικρά πλήθη καταναλωτών. Σε ένα κάπως θολό αρχειακό βίντεο από το 1998, βλέπουμε μια ενθουσιώδης έφηβη που τραγουδάει με αυτοπεποίθηση, κουνώντας το δεξί της χέρι στον αέρα ―μια απλή χορογραφία που έγινε αναγνωρίσιμη: με την ίδια χειρονομία έκανε το πρώτο της μουσικό βίντεο το 1999, «Baby One More Time», όπου χόρευε στις αίθουσες και στους διαδρόμους ενός λυκείου. Ήταν 16 ετών, με κοτσιδάκια.
Από εκείνο το κομμάτι εκτοξεύτηκε σε ένα είδος φήμης που λίγοι ερμηνευτές έχουν επιτύχει και ακόμα λιγότεροι θα μπορούσαν να διαχειριστούν. Η Britney έγινε ταυτόχρονα ένα πρόσωπο και μια βιομηχανία, από την οποία εξαρτώνταν πολλοί άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένης της οικογένειάς της. Το σώμα και η ιδιωτική της ζωή έγιναν αντικείμενο περιέργειας για ανώνυμες μάζες ξένων: το κοινό ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τη σεξουαλική της ζωή. Σε αρχειακά βίντεο, το ντοκιμαντέρ τη δείχνει να προσπαθεί να απαντήσει σε ρωτήσεις δημοσιογράφων ―οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν τα τριπλά της χρόνια― για διάφορα μέρη του σώματός της κι αν «έκανε σεξ, με τι είδους άντρες θα έκανε σεξ». Το στήθος της, η ερωτική της ζωή, οι φίλοι της, έγιναν πράγματα που οι άνδρες ένιωθαν ότι δικαιούνται να ξέρουν. Απαντούσε υπομονετικά διότι πίστευε ότι έπρεπε να απαντήσει. Ακόμα και η έγκυρη δημοσιογράφος Diane Sawyer τής έκανε ενοχλητικές ερωτήσεις και της είπε ότι «αναστατώνει πολλές μητέρες σε αυτή τη χώρα».
Στο ντοκιμαντέρ κανείς δεν φαίνεται να πλησιάζει την Britney Spears με σεβασμό ή καλοσύνη. Οι περισσότεροι την αντιμετωπίζουν με συγκατάβαση, σαν ένα ανόητο κορίτσι που κέρδισε φήμη και επιτυχία χωρίς ωστόσο να έχει αξία: ήταν διάσημη αλλά απλοϊκή, πλούσια αλλά χωριατοπούλα, παρθενική αλλά ικανή για επιθετική σεξουαλικότητα, οικεία και προσιτή, αλλά και δασκαλεμένη από τους ατζέντηδες. Στις συνεντεύξεις μπορούμε σχεδόν να τη δούμε να υπολογίζει πώς να διατηρήσει αυτήν την ισορροπία: όσο περνάει ο καιρός φαίνεται όλο και περισσότερο αγχωμένη.
Στη βιομηχανία του θεάματος η θηλυκότητα δεν είναι μια φυσική, ασυνείδητη κλίση για τις γυναίκες. Είναι ένα σύνολο δεξιοτήτων. Για να γίνει τραγουδίστρια και διασημότητα, η Spears έπρεπε να συνδυάζει τη σχολαστική κατανόηση των δημοσίων σχέσεων με το ταλέντο της αποκλιμάκωσης των συγκρούσεων. Όλες οι γυναίκες έχουν αυτές τις δεξιότητες σε κάποιο βαθμό. Η Spears τις έμαθε νωρίς: όταν στο σόου Star Search τη ρώτησαν αν έχει αγόρι ―απαράδεκτη ερώτηση για δεκάχρονο―, εκείνη έκανε έναν μορφασμό λέγοντας ότι τα αγόρια είναι κακά. Οι προσπάθειες που απαιτούνται για τη διατήρηση της αποδεκτής, φιλόξενης, μη απειλητικής, δημόσιας θηλυκότητάς της συσσωρεύτηκαν σε ημέρες, μήνες και χρόνια. Σε ένα σημείο, έχασε την υπομονή και την ενέργειά της.
Αλλά πριν απ’ αυτό η σχέση της με τον Justin Timberlake θεωρήθηκε μια ωραία συνάντηση των δύο εφηβικών σταδιοδρομιών της ποπ και οι δυο τους εθεάθησαν σε απονομές βραβείων και σε εξώφυλλα περιοδικών. Όταν χώρισαν το 2002, ο Timberlake άρχισε να μιλάει στα ΜΜΕ για την προσωπική τους ζωή, για το πώς ήταν ο πρώτος της άνδρας και για ότι τον είχε απατήσει. Με το μουσικό βίντεο «Cry Me A River» ο Timberlake δραματοποίησε την εκδοχή για τη σχέση τους: η θηλυκότητα δεν είναι μόνο δεξιότητα, αλλά εργαλείο εξαπάτησης.
Από τότε τα πράγματα πήγαν από το κακό στο χειρότερο. Το ντοκιμαντέρ ακολουθεί τη Spears σε συμπλοκή με παπαράτσι, στον αποτυχημένο δεύτερο γάμο της με τον ράπερ Kevin Federline και στο πρώτο της παιδί, καθώς και σε όλα τα προβλήματα του κουτσομπολιού και της κακοήθειας των ΜΜΕ. Στις συνεντεύξεις της στα μέσα της δεκαετίας του 2000 φαίνεται κουρασμένη και απογοητευμένη. Σε μια συνέντευξη με τον Matt Lauer, από το NBC, ο οποίος αργότερα ντροπιάστηκε σε σκάνδαλο σεξουαλικής παρενόχλησης, η έγκυος Spears μασάει τσίχλα και εκείνος της μεταφέρει «ερώτηση του κοινού»: Είναι η Britney κακή μάνα; «Μμμ, χμμ», απαντά η τραγουδίστρια, κυλώντας την τσίχλα από τη μία πλευρά του στόματος στην άλλη. «Αυτό είναι η Αμερική για σένα».
Μετά τον τοκετό φημολογείται ότι έπασχε από κατάθλιψη και στράφηκε στα ψυχοφάρμακα, στα ναρκωτικά και στο αλκοόλ. Ο γάμος της κατέρρευσε δημοσίως κι εκείνη ξύρισε το κεφάλι της. Η γλυκιά θηλυκότητα πήρε τέλος και η δημόσια εικόνα αμαυρώθηκε ακόμα περισσότερο: ένα επεισόδιο με παπαράτσο ―του επετέθη με ομπρέλα― και φήμες ότι μπαινόβγαινε σε κέντρα αποτοξίνωσης.
Παραλλήλως, το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει τον πατέρα της ως άνθρωπο με πολλούς δαίμονες και λίγους ενδοιασμούς που εκμεταλλεύτηκε το παιδί του. Όχι ότι η Spears δεν είχε πραγματική επιθυμία να γίνει τραγουδίστρια απλώς, όπως πολλά παιδιά που ξεκινούν καριέρες τόσο νωρίς, έπεσε θύμα κατάχρησης εξουσίας. Η ιστορία είναι χιλιοειπωμένη: αυτό που ίσως δεν έχει ειπωθεί αρκετά είναι το τι χρειάζεται να αντέξει ένα κορίτσι μέσα στον σεξιστικό κόσμο των media.
H Spears ξεκίνησε μια μακρά, αργή διαδικασία ψυχικής και συναισθηματικής ανάκαμψης: αυτό τον καιρό μένει στο Λας Βέγκας, έχει ανακτήσει την επιμέλεια των παιδιών της και η ζωή της φαίνεται ήσυχη και γαλήνια. Φαίνεται να έχει ξαναβρεί εκείνη αυτό που της αρνήθηκαν κάποτε τόσο άγρια: την αξιοπρέπεια.
Οι φαν της έχουν δημιουργήσει το hashtag #FreeBritney για να ανακτήσει και τον έλεγχο των οικονομικών της εφόσον δεν μπορεί να θεωρηθεί πια ανόητο κορίτσι αλλά μια γυναίκα υπό αφόρητη πίεση που κάνει ό,τι μπορεί.
Μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ ο Justin Timberlake ζήτησε συγνώμη για τη συμπεριφορά του με ανάρτησή του στο Instagram.
To ντοκιμαντέρ σκηνοθέτησε η Samantha Stark και πρωτοπροβλήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2021 στο πλαίσιο του The New York Times Presents στο FX και στο Hulu. Πολλές διασημότητες στήριξαν το hashtag ενώ άλλες ζήτησαν συγνώμη από την Britney Spears για την πρότερη συμπεριφορά τους.