Της Βαρβάρας Καπογιαννοπούλου
Κυριακή 29 Ιουνίου και ώρα 10.00 το βράδυ. Η Αθήνα μοιάζει με καρέ από ταινία γουέστερν. Άδειοι δρόμοι, έρημα εστιατόρια και μπαρ και μια ησυχία στους δρόμους, που μοιάζουν να αναμένουν την επέλαση των κακών και ταυτόχρονα το σωτήρα αναβάτη που θα γλιτώσει την πόλη από τη χειρότερη καταστροφή της. Οι κακοί Κοσταρικανοί «μάχονται» τους καλούς Έλληνες σε μια μάχη νοκ-άουτ, κι όποιος αντέξει. Αλίμονο σε αυτόν που τόλμησε να διεκδικήσει το δικαίωμα στον ύπνο και να λιποτακτήσει από το στρατό των σουβλάκι-μπύρα σε μια τόσο κρίσιμη για την πατρίδα βραδιά. Ως άλλες Σουλιώτισσες, ελληνίδες κάθε ηλικίας, μόρφωσης και κοινωνικής θέσης, παρατάνε τα κυριακάτικα γυναικεία περιοδικά, παραιτούνται από το καταναγκαστικό αξίωμα της κουτάλας, αφήνουν για λίγο στην άκρη τα συγκριτικά τεστ για την πρόοδο του μαυρίσματος και πέφτουν με τα μούτρα στη «μάχη» με ιαχές, που σίγουρα θα κατατρόμαζαν και τον πιο επίδοξο κατακτητή, κάθε φορά που η μπάλα κατεβαίνει κάτω από τη σέντρα και με σχόλια που θα καταρράκωναν ακόμη και τον πιο έμπειρο και καταξιωμένο προπονητή… Μέχρι και η μανούλα μου που, επί τριάντα συναπτά έτη (όσο τουλάχιστον θυμάμαι εγώ), λιβανίζει τον πατέρα με το γνωστό ψαλμό «πάλι μπάλα θα δεις;» , ξεστόμισε στο κυριακάτικο τραπέζι (για τη γιορτή του μπαμπά, έχει σημασία) «Πέτρο, τι ώρα παίζουΜΕ σήμερα;»
Καημένε πατέρα… Την ημέρα της γιορτής σου και αντί οι φανατικοί ποδοσφαιρόφιλοι άγιοι –Πέτρος και Παύλος- να βοηθήσουν τους έλληνες πολεμιστές στη μάχη και να σου κάνουν και σένα ένα δώρο βρε αδερφέ, προτίμησαν τους έγχρωμους πολεμιστές από την άλλη άκρη του κόσμου. Μην το παίρνεις προσωπικά. Τι να πει και ο Φάνης Γκέκας; Είμαι σχεδόν βέβαιη ότι αν το αποτέλεσμα του παιχνιδιού ήταν αντίστροφο ο κύριος Γκέκας θα φιγουράριζε την επομένη στα εξώφυλλα και στα σαλόνια των εφημερίδων ως άλλος Βέλη-γκέκας, με εκείνη την ευκολία που μας διακρίνει ως λαό να αποθεώνουμε και αντίστοιχα να εξευτελίζουμε πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις.
Όχι, δεν είμαι ενημερωμένη για όλα τα πολιτικοκοινωνικά τεκταινόμενα στη χώρα μας ή/και αλλού στον κόσμο, ούτε και θέλω να μειώσω την αξία της προσπάθειας για την εθνική μας ομάδα. Δε βάζω τίτλο σε κανέναν και τίποτε, γιατί μετά από 37 παρά κάτι χρόνια «ελληνικής ζωής» το μόνο σίγουρο συμπέρασμα στο οποίο έχω καταλήξει είναι ότι η Ελλαδίτσα μας δε θα πάει ποτέ μπροστά, γιατί το μόνο που την ενδιαφέρει είναι ο «τίτλος».
Όλοι θέλουν έναν τίτλο, στη δουλειά, στο σπίτι, στην κοινωνική ζωή, στο αυτοκίνητο που οδηγούν, στο σχολείο που πάνε τα παιδιά τους, για τα παιδιά τους, την εκκλησία τους, το κουτουκάκι που συχνάζουν, τη μάνα τους και τον πατέρα τους. Μόνο θέλουν όμως, χωρίς να λογαριάζουν το χρονικό ορίζοντα, την προσπάθεια –ατομική ΚΑΙ συλλογική- τη συνέπεια και την αφοσίωση σε αυτό που ορίζουν ως τίτλο. Γιατί αγαπητοί μου, ο τίτλος ταυτίζεται με την έννοια του στόχου και ένας στόχος με τη σειρά του χρειάζεται σκληρή και σταθερή προπόνηση για να μπορέσει κανείς στο τέλος να σημαδέψει σωστά. Όλοι μας ονειρευόμαστε την πολυπόθητη «Ιθάκη» , μα ξεχνάμε από πολύ νωρίς αυτό που ο ποιητής ορίζει ως «πηγαιμό». Από την αρχή του ταξιδιού, ο Έλληνας ψάχνει να παρακάμψει, να μειώσει τον κόπο, το χρόνο και κυρίως να εξαλείψει τους υπόλοιπους συνταξιδιώτες του, ώστε στο τέλος του ταξιδιού η «Ιθάκη» να ανήκει αποκλειστικά και μόνον σε έναν. Και έτσι να πορευθεί, με τον «τίτλο» δικό του μέχρι –δυστυχώς σύντομα- να ανακαλύψει έναν άλλο παρόμοιο τιτλοφόρο και να ξαναρχίσει από την αρχή. Ίσως γι αυτό κάθε φορά που η εθνική μας ομάδα «βγαίνει» προς τα έξω μαζευόμαστε όλοι και όλες –ανεξαρτήτως τίτλου- και ζητωκραυγάζουμε με πάθος και ένταση που πολλές φορές είναι υπερβολικά και ανούσια. Ίσως επειδή δεν έχουμε γευτεί ως λαός την νοστιμιά του συλλογικού φαγητού και το μόχθο της κοινής προσπάθειας από τη σπορά μέχρι τη συγκομιδή, ίσως γι αυτό «τρώμε» με τόση βουλιμία την προσπάθεια έντεκα ανθρώπων μαζί να σπρώξουν το καράβι τους λίγο πιο κοντά στην «Ιθάκη».
Λες γι' αυτό οι Έλληνες να είναι οι πιο παχύσαρκοι της Ευρώπης;