Η δολοφονία του Τζιάνι Βερσάτσε από τον Άντριου Κιουνάναν

Δολοφονήθηκε σαν σήμερα 15 Ιουλίου 1997 - Η φονική μανία που άφησε νεκρούς πέντε ανθρώπους

Η δολοφονία του σχεδιαστή μόδας Τζιάνι Βερσάτσε από τον Άντριου Κιουνάναν, στις 15 Ιουλίου 1997, στη βίλα του στο Μαϊάμι -Το φονικό ξέσπασμα με τα πέντε θύματα.

Το καλοκαίρι του 1997 ο Τζιάνι Βερσάτσε στα 50 του χρόνια απολάμβανε τη ζωή στη Φλόριντα, έχοντας γύρω του αγάπη και εκτίμηση από γνωστούς, φίλους, συνεργάτες. Η καριέρα του στον χώρο της μόδας είχε απογειωθεί. Ο γιος της μοδίστρας από το Ρέτζιο της Νότιας Ιταλίας ζούσε τώρα στο Μαϊάμι, στο υπέροχο Art Deco αρχοντικό «Κάζα Καζουαρίνα» πάνω στην παραλιακή λεωφόρο του Όσιαν Μπητς, μαζί με τον σύντροφό του, από το 1982, Αντόνιο Ντ’ Αμίκο. Το πρωί της 15ης Ιουλίου βγήκε να αγοράσει καφέ και περιοδικά μόνος του - ενώ συνήθιζε να έχει πάντα μαζί κάποιον που τον συνόδευε – μη γνωρίζοντας ότι εκείνο το πρωί θα ήταν το τελευταίο του. Ενώ ο Βερσάτσε ζούσε ευτυχισμένος στην Ανατολική Ακτή των ΗΠΑ, ένας δυστυχισμένος άνθρωπος, ο Άντριου Κιουνάναν, είχε ξεκινήσει πριν τρεις μήνες από τη Δυτική Ακτή μια φονική πορεία με θύματα πέντε ανθρώπους, ο τελευταίος των οποίων θα ήταν ο Τζιάνι Βερσάτσε.

Ναόμι Κάμπελ, Τζιάνι Βερσάτσε, 19 Ιανουαρίου 1997, Ritz Hotel, Παρίσι © PIERRE VERDY

Ο Άντριου Κιουνάναν είχε γεννηθεί το 1969 σε ένα προάστιο του Σαν Ντιέγκο, στη Νότια Καλιφόρνια, από Φιλιππινέζο πατέρα και Ιταλοαμερικανίδα μητέρα. Ήταν ο βενιαμίν της οικογένειας, έχοντας τρία μεγαλύτερα αδέρφια, και ο πιο χαϊδεμένος. Ο πατέρας του είχε υπάρξει αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού το οποίο εγκατέλειψε και εργάστηκε ως χρηματιστής. Ο Άντριου φοίτησε στο δημόσιο τοπικό σχολείο έως το 1981 που ο πατέρας του τον έγραψε σε φημισμένο ιδιωτικό σχολείο στη Λα Χόγια –μια εύπορη περιοχή του Σαν Ντιέγκο. Εκεί ήταν πολύ αγαπητός και εξωστρεφής, είχε δείκτη νοημοσύνης 147, έκανε παρέα  με πλουσιόπαιδα και επινοούσε ιστορίες για την οικογένειά του, κρύβοντας την ταπεινή του καταγωγή. Ήταν παθολογικός ψεύτης κι άλλαζε συχνά την εμφάνισή του ως χαμαιλέοντας, για να εναρμονίζεται με το εκάστοτε περιβάλλον. Υπήρξε ανοιχτά γκέι στην εφηβεία και συναναστρεφόταν μεγαλύτερους γκέι άντρες που του εξασφάλιζαν πολυτελή ρούχα, γεύματα και  ταξίδια που λαχταρούσε. Μετά την αποφοίτησή του από το λύκειο, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Ντιέγκο για σπουδές Αμερικανικής Ιστορίας, που σύντομα εγκατέλειψε.

Όταν ο Άντριου ήταν 19 ετών, ο πατέρας του άφησε την οικογένεια και μετακόμισε στις Φιλιππίνες για να αποφύγει τη σύλληψη για υπεξαίρεση. Ο Άντριου πήγε να τον επισκεφθεί και σοκαρίστηκε από τις συνθήκες φτωχής διαβίωσης του πατέρα του που αντίκρισε. Όταν επέστρεψε, εγκατέλειψε τις σπουδές του και εγκαταστάθηκε στο Σαν Φρανσίσκο, στην γκέι περιοχή Κάστρο, και συνέχισε την αγαπημένη του πρακτική να συντηρείται από πλούσιους άντρες – επίσης πωλούσε ναρκωτικά, καταναλώνοντας μεθαμφεταμίνη κι ο ίδιος, και χρησιμοποιούσε διάφορα ψευδώνυμα.

Τον Δεκέμβριο του 1995, γνώρισε τον αρχιτέκτονα Ντέιβιντ Μάντσεν από τη Μιννεάπολη, σε ένα μπαρ του Σαν Φρανσίσκο και λίγο μετά άρχισαν μια σχέση από απόσταση, αλλά ο Μάντσεν την τερμάτισε την άνοιξη του 1996, διαισθανόμενος ότι ο Κιουνάναν είχε μια σκοτεινή πλευρά, όπως είχε πει στους φίλους του. Ο Κιουνάναν έλεγε ότι ο Μάντσεν ήταν «ο έρωτας της ζωής του». 

Ο δολοφόνος του Τζιάνι Βερσάτσε, Άντριου Κιουνάναν © AFP PHOTO/FBI

Τον Σεπτέμβριο του 1996, ο Κιουνάναν χώρισε από τον φίλο του, έναν πλούσιο άντρα μεγαλύτερης ηλικίας που τον φιλοξενούσε και τον στήριζε οικονομικά -του παρείχε 2.000 δολάρια τον μήνα, ένα φανταχτερό αυτοκίνητο, διακοπές στη Νέα Υόρκη και στη Νότια Γαλλία. Τότε ο Κιουνάναν άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα. Ένιωθε ότι μεγάλωνε και δεν ήταν πια περιζήτητος στους γκέι κύκλους, ούτε δεκτός από την υψηλή κοινωνία και τους πλούσιους άντρες που στόχευε. Η αυτοεκτίμησή του είχε κλονιστεί. Ζούσε από τις πιστωτικές του κάρτες και μέχρι τον Απρίλιο του 1997 έπαιρνε ναρκωτικά και έπινε πολύ.

Είχε αρχίσει να καταρρέει ψυχολογικά. Ο ναρκισσισμός ήταν ένα ολέθριο γνώρισμα της προσωπικότητάς του και έβλεπε ότι δε μπορούσε πια να ικανοποιήσει τις ναρκισσιστικές φαντασιώσεις του. Στις 24 Απριλίου ανακοίνωσε σε τέσσερις φίλους, στη διάρκεια δείπνου στο Σαν Ντιέγκο, ότι θα κάνει ένα ταξίδι στη Μιννεάπολη για να τακτοποιήσει κάποιες δουλειές με τον φίλο του Τζέφρι Τρέιλ –  ήταν η πρώτη φορά που ο Κιουνάναν δεν κερνούσε το δείπνο, αφού είχε ξεπεράσει το πιστωτικό όριο στις κάρτες του και χρειάστηκε να ζητήσει επέκταση πίστωσης ώστε να πληρώσει το αεροπορικό ταξίδι του για τη Μιννεάπολη.

Στη Μιννεάπολη έφτασε στις 25 Απριλίου και έμεινε στο διαμέρισμα του Ντέιβιντ Μάντσεν. Το βράδυ δείπνησαν σε πολυτελές ρεστοράν και πήγαν στο νυχτερινό κλαμπ «Γκέι 90». Ο 28χρονος Τζέφρι Τρέιλ ήταν κοινός τους φίλος και έλειπε σε ταξίδι με τον φίλο του, αλλά είχε δώσει την άδεια στον Άντριου να μείνει στο διαμέρισμά του. Την επομένη που ο Τρέιλ επέστρεψε στο διαμέρισμά του, καβγάδισε με τον Κιουνάναν ο οποίος έκλεψε το όπλο του και κατέφυγε ξανά στο διαμέρισμα του Μάντσεν. Από εκεί κάλεσε τον Τρέιλ να πάει να πάρει το όπλο του.

27 Απριλίου 1997 είναι η πρώτη δολοφονία του Κιουνάναν με θύμα τον Τζέφρι Τρέιλ. Μόλις ο Τρέιλ εμφανίστηκε στο διαμέρισμα του Μάντσεν, ο Κιουνάναν τον χτύπησε με σφυρί μέχρι θανάτου μπροστά στον Μάντσεν. Ο 33χρονος Μάντσεν ήταν το δεύτερο θύμα. Οι αρχές πιστεύουν ότι παρέμεινε στο διαμέρισμά του, ως όμηρος του Κιουνάναν, δύο ημέρες μετά τη δολοφονία του Τρέιλ, με το πτώμα του Τρέιλ τυλιγμένο σε ένα χαλί πίσω από τον καναπέ. Στις 2 Μαΐου ο Μάντσεν και ο Κιουνάναν πήγαν με το τζιπ του Μάντσεν βόρεια της Μιννεσότα, όπου τους είδαν να τρώνε μαζί το μεσημέρι. Την άλλη μέρα το πτώμα του Μάντσεν βρέθηκε στην όχθη μιας λίμνης. Έφερε τραύματα από πυροβολισμό στο κεφάλι με ημιαυτόματο όπλο – αυτό που είχε κλέψει ο Κιουνάναν από τον Τρέιλ.

Στις 4 Μαΐου ο Κιουνάναν οδήγησε το τζιπ του Μάντσεν μέχρι το Σικάγο, όπου σκότωσε τον βαθύπλουτο 72χρονο μεσίτη Λη Μίγκλιν και έκλεψε το αυτοκίνητό του, ένα πράσινο Lexus LS. Η οικογένεια του Μίγκλιν επιμένει ότι η δολοφονία ήταν τυχαία με κίνητρο την κλοπή, ωστόσο, επειδή το θύμα βρέθηκε δεμένο χειροπόδαρα και μαχαιρωμένο με κατσαβίδι, ο profiler του FBI  Γκρέγκ Μακ Κρέι θεωρεί απίθανο να μην γνωρίζονταν θύτης και θύμα και να μην υπήρχε άλλο κίνητρο. Επειδή το αμάξι του Μίγκλιν είχε τηλέφωνο που ενεργοποιήθηκε στις 4 Μαΐου, οι αρχές το παρακολουθούσαν και διαπίστωσαν ότι ενεργοποιήθηκε επίσης στις 8 Μαΐου στη Φιλαδέλφεια και στις 9 Μαΐου στο Νιου Τζέρσεϋ.

Στις 9 Μαΐου, ο Κιουνάναν πυροβόλησε και σκότωσε τον Γουίλιαμ Ρης, 45χρονο επιστάτη του νεκροταφείου Φινς Πόιντ, στο Νιου Τζέρσεϋ, με το ίδιο όπλο που είχε σκοτώσει τον Μάντσεν. Κίνητρο του φόνου ήταν το φορτηγό Chevrolet του θύματος, που ο Κουνάναν έκλεψε και οδήγησε μέχρι τη Φλόριντα. Μετά την τέταρτη δολοφονία του, ο Κιουνάναν είχε μπει στη λίστα με τους πιο καταζητούμενους φυγάδες των ΗΠΑ, ωστόσο κατάφερε να φτάσει στο Μαϊάμι, όπου έμεινε για δύο περίπου μήνες στο ξενοδοχείο Normandy Plaza, τέσσερα μίλια από το  αρχοντικό του Βερσάτσε, πληρώνοντας μετρητά για τη διαμονή του και αλλάζοντας συνεχώς την εμφάνισή του -φορώντας ακόμη και περούκες. Στις 14 Ιουλίου έκανε τσεκ άουτ χωρίς να πληρώσει την τελευταία νύχτα, έχοντας μείνει απένταρος. 

© R. DUARTE

Στις 15 Ιουλίου, στις 8.45’ πμ που ο Τζιάνι Βερσάτσε επέστρεφε με καφέ και περιοδικά στην «Κάζα Καζουαρίνα», ο Κιουνάναν τον πυροβόλησε μια φορά στο πίσω μέρος του κεφαλιού και μια στο αριστερό μάγουλο, με το όπλο που είχε σκοτώσει τον Μάντσεν και τον Ρης. Αυτόπτης μάρτυρας κυνήγησε τον Κιουνάναν, ο οποίος διέφυγε, ενώ ο Βερσάτσε μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και στις 9.20’ πμ ανακοινώθηκε ο θάνατός του. Η αστυνομία βρήκε το κλεμμένο φορτηγό του Ρης σε κοντινό γκαράζ. Περιείχε ρούχα του Κιουνάναν και αποκόμματα εφημερίδων για τις δολοφονίες του.

Το 1990 ο Βερσάτσε σχεδίαζε τα κοστούμια για το «Capriccio» του Ρίτσαρντ Στράους που θα ανέβαζε η Όπερα του Σαν Φρανσίσκο. Λέγεται ότι είχε συναντήσει εκεί τον  μελλοντικό δολοφόνο του, στο Colossus, ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης του Σαν Φρανσίσκο και ο Κιουνάναν είχε χαρεί που ο Βερσάτσε τον αναγνώρισε από ένα πάρτι στη λίμνη Κόμο. Το αν ο Κιουνάναν είχε πάει ποτέ στη λίμνη Κόμο είναι άγνωστο, αλλά ανέφερε τη συνάντηση στους κοινωνικούς του κύκλους, πετώντας το όνομα του Βερσάτσε.

Περιπολικό της αστυνομίας έξω από τη βίλα του Τζιάνι Βερσάτσε στο Μαϊάμι, 15 Ιουλίου 1997 © ROBERT SULLIVA

Στις 23 Ιουλίου 1997 η αστυνομία κλήθηκε σε πλωτό σπίτι, στο Μαϊάμι Μπητς - όταν ο επιστάτης ανέφερε ότι άκουσε πυροβολισμό, ενώ ετοιμαζόταν να μπει -  και εκεί βρήκε το πτώμα του Άντριου Κιουνάναν. Είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι, με το ίδιο όπλο που είχε χρησιμοποιηθεί στις δολοφονίες των Μάντσεν, Ρης και Βερσάτσε. Ο θάνατός του αποδόθηκε σε αυτοκτονία, αλλά αν και η αστυνομία ερεύνησε ενδελεχώς το πλωτό σπίτι, δεν βρέθηκε σημείωμα του αυτόχειρα.

Τα κίνητρα του Κιουνάναν για τις δολοφονίες παραμένουν άγνωστα. Οι εφημερίδες είχαν αφιερώσει πολλά ρεπορτάζ στην υποτιθέμενη ανακάλυψή του ότι είχε διαγνωσθεί με τον ιό του Έιτζ, ωστόσο η νεκροψία έδειξε ότι ήταν αρνητικός στον HIV.

Ο Άντριου Κιουνάναν είχε πολλά γνωρίσματα ψυχοπάθειας και διαταραχής αντικοινωνικής προσωπικότητας, αλλά (αφού αυτά εμφανίστηκαν μετά την ηλικία των 15 ετών) δε μπορεί να χαρακτηρισθεί ψυχοπαθής. Τα ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά του πάντως έπαιξαν ρόλο στην φονική του πορεία, κατά τον επίλογο της ζωής του, χαρίζοντάς του την αθανασία που κέρδισε στο νοσηρό μυαλό του ως «ο άνθρωπος που δολοφόνησε τον Βερσάτσε».

Πολλές κινηματογραφικές ταινίες, τηλεταινίες, δημοσιογραφικά ντοκιμαντέρ και επεισόδια εκπομπών αληθινού εγκλήματος έχουν ασχοληθεί με τη δολοφονία του Τζιάνι Βερσάτσε από τον Άντριου Κιουνάναν, με τελευταία την τηλεοπτική σειρά American Crime Story στη δεύτερη σεζόν.