Η πιο διάσημη ξανθιά των 50s είχε μια σύντομη αλλά πολυτάραχη ζωή
Μαίρη Τσαντίλη. Μια ιστορία, ένας μύθος, ένα παιδί της Πλάκας. Γέννημα, θρέμμα
Η συναρπαστική ζωή της γυναίκας που έγραψε ιστορία στον κλωστοϋφαντουργικό τομέα της Ελλάδος.
Μαίρη Τσαντίλη: Η αυτοκρατορία στον κλάδο των υφασμάτων, ο γάμος με τον Παναγή Ψωμόπουλο και οι παντοτινοί της φίλοι. Η ίδια διηγείται τη ζωή της.
Η Μαίρη Τσαντίλη γεννήθηκε στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1927. Μεγάλωσε στην Πλάκα. Ο πατέρας της ήδη από το 1925 διατηρούσε επί των οδών Μητροπόλεως και Αιόλου, κατάστημα με υφάσματα και είδη κλωστοϋφαντουργίας, όμως ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος θα υποχρεώσει τη μητέρα της να μεταβεί με τη Μαίρη και τον αδελφό της Τάκη για κάποιο διάστημα στη Θήβα. Ο πόλεμος τελειώνει, αρχίζει το δράμα του εμφυλίου, ώσπου το 1949 τα δύο αγαπημένα αδέλφια αποφασίζουν να αναλάβουν την επιχείρηση του πατέρα τους. Μία νέα ιστορία ξεκινά. Ο Τάκης ασχολείται με τα διοικητικά, η Μαίρη κατορθώνει να συνδέσει με τα υφάσματα της, τη λαϊκή παράδοση με τις ανάγκες της τότε σύγχρονης εποχής. Το υπηρετεί πιστά, με σεβασμό και περίσσια αξιοσύνη. Σε λίγα χρόνια όλη η Ελλάδα μιλάει με θαυμασμό για τα σπουδαία που παράγει και πουλάει το όνομα ΤΣΑΝΤΙΛΗΣ καθώς μέσα σε 3 δεκαετίες γίνεται συνώνυμο με την άριστη ποιότητα των υφασμάτων, την απόλυτη κομψότητα και το ωραίο.
Κολωνάκι, Άνοιξη 2022. Συναντώ τη Μαίρη Τσαντίλη. Σήμερα, 95 ετών. Ψιλή, ευγενέστατη. «Αρχοντογυναίκα» που λέμε. Έχει να μιλήσει δημόσια από το 1966, όταν η Μεσημβρινή την έκανε θέμα με τίτλο «Μπίζνες γούμεν». Στα χέρια μου κρατώ το ημερολόγιο των παιδικών της χρόνων και ξετυλίγω το κουβάρι της ζωής της. Ξεφυλλίζω και διαβάζω το χειρόγραφό της: «31 Ιανουαρίου 1945. Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος. Καιρός είναι πια να τελειώνουμε με τον πόλεμο. Χάσαμε τα καλά μας χρόνια».
Αμέσως ξεκινώ τις ερωτήσεις. Πέστε μου, ποια ιστορία θυμόσαστε από τα παιδικά σας χρόνια; Πού μεγαλώσατε; «Το πατρικό μου ήταν στη Μνησικλέους και Διογένους. Είχε μια αυλίτσα κι ένα κιούπι. Ο επάνω όροφος άνηκε στον Κώστα Τσαντίλη. Το ταβάνι του, ήταν ζωγραφισμένο και μια εποχή έγινε μπουάτ. Την είπανε «Τα ταβάνια». Όλοι οι γνωστοί της εποχής τραγούδησαν εκεί… Το τέλος της Διογένους βγάζει στην Πύλη του Αδριανού, στη μικρή πλατεία που ήταν η ταβέρνα «Στου Πλάτανου». Από εκεί φύγαμε το 1935 και εγκατασταθήκαμε στη Νικοδήμου 30. Είμαι παιδί της Πλάκας. Γέννημα, θρέμμα».
Μου δείχνει φωτογραφίες. Σήμερα η Νικοδήμου 30 έχει ανακαινιστεί. Δεν έχει την είσοδο από την οποία έμπαινε η κυρία Τσαντίλη. Τα σημάδια από τις σφαίρες της Κατοχής και των Δεκεμβριανών, ποτίστηκαν με νέο χρώμα.
Τι αναμνήσεις έχετε από αυτά τα χρόνια; Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια; «Δεν θέλω να θυμάμαι. Ο εμφύλιος είναι κακό πράγμα. Η Κατοχή το ίδιο. Ένα μόνο θα σου πω. Η μάνα μου πήγαινε στην κουζίνα και μας έβαζε γονατιστή φαγητό από την κατσαρόλα γιατί φοβόταν όρθια, γενικά «περπάταγε στα γόνατα» για να μην περάσει καμιά αδέσποτη σφαίρα από τα παράθυρα. Το σπίτι είχε γύρω – γύρω μεγάλα παράθυρα. Εμείς, πιτσιρίκια τότε, δεν καταλαβαίναμε γιατί το έκανε μέχρι που μία μέρα οι σφαίρες έσπασαν όλα τα τζάμια. Σε αυτό το σπίτι πέθανε η μάνα μου το 1949 και ο πατέρας μου το 1954. Είχα τρομερή αδυναμία στον πατέρα μου… Πολλές αναμνήσεις είχα αλλά ήταν όλες δυσάρεστες. Συχνά, άκουγα φωνές από απέναντι: Πεινάω! Πεινάω! Πονάω. Θα σου πω όμως ότι στη Νικοδήμου, η μάνα μου είχε στο υπόγειο το πλυντήριο με σκάφες και έπλεναν μια φορά την εβδομάδα με αλυσίβα. Ακόμη, θυμάμαι τη μυρωδιά από τα ρούχα! Είχαμε και μια αυλή και στην Κατοχή είχαμε εκεί κότες και κουνέλια. Ο αδελφός μου ο Τάκης, είχε μανία. Τις έκανε ιππόδρομο, τις πετούσε να περνάνε εμπόδια. Στην αυλή αυτή είχαμε στήσει και Καραγκιόζη. Παίζαμε για τα παιδιά της γειτονιάς. Τις φιγούρες τις φτιάχναμε μόνοι μας με κοψίδια από μεγάλες πρόκες. Βάζαμε τις πρόκες στις ράγες που περνούσαν τα τραμ και τις κάναμε αιχμηρές. Στο δρόμο περνούσαν μικροπωλητές. Η χορταρού που φώναζε: Χόρτα! Ωραία χόρτα! Ο γιαουρτάς με το ξύλο στον ώμο και τα γιαούρτια του κρεμασμένα. Ο παλιατζής και εμείς με τα ποδήλατα. Όλα τα παιδιά της Πλάκας μαζευόμασταν στο δρόμο! Από το σπίτι μας, περνούσαν τα βράδια και αυτοί που έφευγαν από την ταβέρνα της οδού Φλέσσα. Μας ξυπνούσαν… Είχαμε και μία ομάδα, τις «Προσκοπίνες». Δίναμε παραστάσεις θεάτρου με εισιτήριο και τις εισπράξεις τις δίναμε για τα «παιδιά». Σχολείο πήγα στη Χιλλ. Μου άρεσε πολύ το διάβασμα. Μου άρεσε και η μουσική. Μετά το κανονικό μάθημα, επειδή δεν είχαμε πιάνο στο σπίτι μας, πήγαινα δίπλα στο παρεκκλήσι του σχολείου για να κάνω practice. Είχε βγει φήμη όμως ότι εκεί κυκλοφορούσε ένα φάντασμα και περνούσε από το παράθυρο που ακριβώς δίπλα ήταν το πιάνο. Δεν έμαθα ποτέ πιάνο!».
Αρχίζει να μου δείχνει φωτογραφίες από τα μαθητικά της χρόνια. Το σπίτι στη Νικοδήμου. Ένα απίστευτο αρχείο που μαρτυρά το πνεύμα της εποχής. Από τις προσκλήσεις που λάμβανε από την εγγονή του Παπαφλέσσα μέχρι την απόδειξη από τις βέρες που παράγγειλε ο πατέρας της για το γάμο του. Τις ευχές που του έβαλε στην τσέπη του, τη φωτογραφία της μάνας της που έγινε θέμα στην εφημερίδα Εσπερινή το 1918. Μετά τη Χιλλ και το Αρσάκειο, ακολούθησε τη Σχολή Καλών Τεχνών.
Τι άλλαξε και δεν ασχοληθήκατε με τις τέχνες; «Ήμουνα γενικά της δράσης και της ενέργειας. Ακούραστη. Με ένα βιβλίο μεν έχοντας στο μυαλό μου «διαβάζω, άρα υπάρχω», αλλά από την άλλη ήθελα να βοηθήσω τον αδελφό μου. Θελήσαμε μαζί να στηρίξουμε αυτό που είχε φτιάξει ο πατέρας μας».
Είναι μια εποχή που η Ελλάδα των γραμμάτων και των τεχνών γράφει ιστορία. Μια εποχή που οι Έλληνες προσπαθούν να επιβιώσουν και στρέφονται στις πρώτες ύλες που έχει αυτός ο ευλογημένος τόπος. Η Μαίρη θέλησε να αξιοποιήσει την καλαισθησία της μπλέκοντας τις κλωστές, μπλέκοντας τα χρώματα. Ντρίλια, αλατζάδες, κιλίμια και λαϊκά υφαντά πηγαινοερχόντουσαν επί της Αιόλου και Ντέκα. Ο αργαλειός ήταν στα φόρτε του. Γύρναγε από επαρχία σε επαρχία, αργότερα στο εξωτερικό. Μέχρι και τις φλοκάτες έφερε στη μόδα! Τα πιο ευφάνταστα κομμάτια για διακόσμηση στα ξενοδοχεία «Ξενίας», υφάσματα για τις κομψές κυρίες της Αθηναϊκής ελίτ! Εκεί που ανώνυμοι επαρχιώτες επισκέπτονταν το μαγαζί, τώρα θα πήγαιναν πρώτοι πρώτοι καλλιτέχνες, ηθοποιοί, κυρίες, αρχιτέκτονες και σκηνοθέτες.
Πώς κατάφερε ο ΤΣΑΝΤΙΛΗΣ να διεισδύσει παντού; «Ούτε εγώ φανταζόμουν ποιες προεκτάσεις μπορούσε να έχει ως υλικό το λαϊκό υφαντό. Ένας αλατζάς γίνεται φόρεμα, ένα σαμαροσκούτι, ένα σαν τουλουπάνι το οποίο χρησιμοποιούσαν για το τυρί γίνονταν στόρια για παράθυρα. Από ένα στρωσίδι γίνεται με τις νέες ρίγες ένα ωραιότατο κάλυμμα. Με ενδιέφερε ό,τι καλλιτεχνικό, λογοτεχνικό, κινηματογραφικό και θεατρικό θέμα και όλοι μου οι φίλοι ανήκαν εκεί. Είμαι παιδί του Ίκαρου, του Πατιφά, του Καρύδη, του Κουν, του Σπύρου Βασιλείου, του Κωστή Σκαλιόρα και φίλη του Γιώργου και της Λένας Σαββίδη. Καθόλου του εμπορικού κόσμου και της οικονομίας. Δημιουργούσα με γνώμονα την ανάγκη και το ωραίο».
Το πως γινόντουσαν οι παραγγελίες ήταν και αυτό αξιοθαύμαστο. Μου φέρνει τα χειρόγραφά της. Τότε ούτε υπολογιστές υπήρχαν, ούτε ίντερνετ. Κάθε σελίδα, είχε ένα σχεδιάκι, τα νούμερα, τις διαστάσεις… όλα στο χέρι!
Κυρία Τσαντίλη, εσείς τα γράφατε αυτά; «Βέβαια! Ποιος θα το έκανε; Μετά το πήγαινε – έλα στις επαρχίες και στις Ινδίες, έφτιαχνα στο μπλοκ τι θέλουν οι πελάτες μας. Πόσα κομμάτια, χρώματα, νούμερα. Όλα. Από αυτά τα μπλοκ γινόταν η δουλειά. Τα οικονομικά δεν με ενδιέφεραν προσωπικά. Ύστερα βρέθηκα με τον Παναγή».
Η Μαίρη έχει ταλέντο στο να δημιουργεί, αλλά και να αποκτά παντοτινούς φίλους. Λένα Σαβίδη, Γιάννης Μόραλης, Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ…η λίστα ατελείωτη όπως και οι φωτογραφίες που μου δείχνει. Γιορτές, τραπέζια, αποκριές, ταξίδια, πάρτυ στο σπίτι της στην Επίδαυρο που έφτιαξε ο άντρας της και σπουδαίος Αρχιτέκτων, Παναγής Ψωμόπουλος.
Παναγής Ψωμόπουλος. Ενας σπουδαίος Αρχιτέκτων – Πολεοδόμος, μαθητής του Μιχελή και του Πικιώνη. Πόσα χρόνια γνωρίζατε τον Παναγή; «Αν και γεννηθήκαμε με ένα χρόνο διαφορά, δεν γνωριστήκαμε μικροί. Ο Παναγής γεννήθηκε το 1926, εγώ το 1927. 21η Ιουνίου. Μεσολάβησε ένας γάμος, ένα διαζύγιο και βρεθήκαμε μετά».
Μιλάει ελάχιστα για τον Παναγή και στα μάτια της διακρίνει κανείς τον ορισμό του έρωτα. Μιλά συνεσταλμένα χωρίς να αποκαλύπτει προσωπικά στοιχεία, με θαυμασμό και ταυτόχρονα θλίψη, καθώς ο Παναγής έφυγε μόλις το 2017.
«Μετά από όλα αυτά, γνώρισα τον Παναγή και όλα πήραν το δρόμο τους…».
Αυτή είναι η Μαίρη Τσαντίλη. Ένα αυτόφωτο πλάσμα γύρω από σπουδαίους φίλους που κράτησε δίπλα της για πάντα. Από τον Μανόλη Ανδρόνικο, τον Αντώνη Τρίτση, τον Χρίστο Καρρά. Μία γυναίκα που δούλεψε σκληρά και είχε συνεργασίες με τον Σπύρο Βασιλείου, τον Χατζηκυριάκο – Γκίκα, τον Λευτέρη Βογιατζή, το Εθνικό του Κουν, τον Αντώνη Φωκά και τον Διονύση Φωτόπουλο για όλα τα θέατρα. Μία συναρπαστική πορεία με ατέλειωτες πρωτόγνωρες εμπειρίες. Μια άλλη εποχή σε μία άλλη Ελλάδα. Η Μαίρη Τσαντίλη απέδειξε περίτρανα πώς η θέληση δείχνει τον προορισμό. Και πώς η ομορφιά της ψυχής είναι το απαραίτητο συστατικό για να θεμελιωθεί μία αυτοκρατορία ή ένας έρωτας. Φεύγοντας, μου έδειξε το πορτραίτο της, όταν ο Γιάννης Μόραλης θέλησε να τη ζωγραφίσει.
© Όλες οι φωτογραφίες είναι από το προσωπικό αρχείο της Μαίρης Τσαντίλη.Την ευχαριστούμε για την παραχώρηση.