Tο Casa Susanna είναι ένα φωτογραφικό άλμπουμ που βρέθηκε χαμένο σε κάποιο παλιατζίδικο της Nέας Yόρκης.
Burnout: Η επαγγελματική εξουθένωση, οι συνέπειές της και πώς πρέπει να την αντιμετωπίσουμε.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), η επαγγελματική εξουθένωση (burnout) είναι ένα σύνδρομο που προκύπτει από χρόνιο εργασιακό στρες, με συμπτώματα την εξάντλησης της ενέργειας, την πνευματική απόσταση από τη δουλειά («τι κάνω εδώ;») ή τον αρνητισμό και τον κυνισμό που οδηγούν σε αδράνεια, κατάθλιψη και χαμηλή επαγγελματική αποδοτικότητα. Αν και το burnout μπορεί να επηρεάσει την υγεία, o ΠΟΥ δεν το ταξινομεί ως ιατρική κατάσταση ή ψυχική διαταραχή. Το 1974, ο Αμερικανός ψυχολόγος Ηerbert Freudenberger χρησιμοποίησε τον όρο «burnout» στο επιστημονικό του άρθρο «Staff Burn-Out». Η εργασία βασίστηκε στις παρατηρήσεις του για το εθελοντικό προσωπικό (συμπεριλαμβανομένου του ίδιου) σε μια δημόσια κλινική για τοξικομανείς. Χαρακτήρισε το burnout ως σύνολο συμπτωμάτων που περιλαμβάνει εξάντληση που προκύπτει από τις υπερβολικές απαιτήσεις της εργασίας καθώς και σωματικές ενοχλήσεις όπως πονοκεφάλους και αϋπνία. Παρατήρησε ότι ο εργαζόμενος που πάσχει από burnout φαίνεται και ενεργεί ως καταθλιπτικός. Μετά τη δημοσίευση της αρχικής εργασίας του Freudenberger, το ενδιαφέρον για την επαγγελματική εξουθένωση αυξήθηκε και συνδέθηκε με τον τίτλο ενός μυθιστορήματος του Graham Greene «A Burnt-Out Case», το οποίο αφορούσε έναν γιατρό που εργαζόταν στο Βελγικό Κονγκό με ασθενείς που έπασχαν από λέπρα. Στη συνέχεια, η Christina Maslach το περιέγραψε ως συναισθηματική εξάντληση, αποπροσωποποίηση (μεταχείριση πελατών, μαθητών, πελατών ή συναδέλφων με απόμακρο και/ή απαθή τρόπο) και μειωμένα συναισθήματα προσωπικών επιτευγμάτων που σχετίζονται με την εργασία. Το 1981, η Maslach και η Susan Jackson δημοσίευσαν ένα σύστημα για την αξιολόγηση της επαγγελματικής εξουθένωσης, το Maslach Burnout Inventory (MBI) που επικεντρώθηκε αρχικά σε επαγγελματίες του ανθρώπινου δυναμικού (π.χ. δασκάλους, κοινωνικούς λειτουργούς). Από τότε, το MBI έχει χρησιμοποιηθεί για μια ευρύτερη ποικιλία εργαζομένων (π.χ. εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας). Αν και η Maslach προώθησε την ιδέα ότι η επαγγελματική εξουθένωση δεν πρέπει να θεωρείται μια καταθλιπτική κατάσταση, πρόσφατα στοιχεία, βασισμένα σε παραγοντικά αναλυτικά και μετα-αναλυτικά ευρήματα, αμφισβητούν αυτή την υπόθεση. Οι Shirom και Melamed έχουν προτείνει το Shirom-Melamed Burnout Measure (SMBM) το οποίο εκτιμά το burnout με όρους σωματικής εξάντλησης, διανοητικής κούρασης και συναισθηματικού «αδειάσματος».
Το burnout θεωρείται ένα από τα προβλήματα διαχείρισης της ζωής, κάτι που στον 19ο αιώνα ονομαζόταν νευρασθένεια. Σήμερα μιλάμε περισσότερο για το αποτέλεσμα χρόνιου και έντονου στρες στον χώρο εργασίας που μπορεί να συμβεί εκτός του αυστηρά εργασιακού περιβάλλοντος: μια μητέρα μπορεί να πάθει burnout μετά από περίοδο έντονου στρες και κόπωσης με τα παιδιά και τη φροντίδα του σπιτιού —υπό την έννοια ότι το νοικοκυριό και η μητρότητα είναι εργασία πλήρους απασχόλησης. Ανεξάρτητα από τις διαφορετικές προσλήψεις και εκτιμήσεις του burnout, το πάσχον άτομο χάνει το σθένος του, την αφοσίωσή του και τη δυνατότητα απορρόφησης στην εργασία του. Το burnout οφείλεται συνήθως στο ότι οι άνθρωποι νιώθουν ότι εργάζονται όλο και πιο σκληρά και όλο και μικρότερη υλική ή ηθική ανταμοιβή. Πολλοί εργαζόμενοι σε θέσεις «ανθρώπινου δυναμικού» ―στην υγεία, στην παιδεία, στη φροντίδα των ηλικιωμένων― νιώθουν ότι ο κόπος τους πάει χαμένος· ασθενείς δεν αναρρώνουν, παιδιά δεν μαθαίνουν τίποτα, ηλικιωμένοι πεθαίνουν: η εργασία φαντάζει μάταιη και εντέλει ο δάσκαλος, ο νοσοκόμος ή ο φροντιστής σε γηροκομείο εμφανίζει συμπτώματα κατάθλιψης: το burnout καθιστά δύσκολα καθήκοντα που προηγουμένως γίνονταν με εύκολο και φυσικό τρόπο· το άτομο νιώθει πλήρη έλλειψη δημιουργικότητας.
Αν και η επαγγελματική εξουθένωση και η κατάθλιψη έχουν αλληλοκαλυπτόμενα συμπτώματα, τα ενδοκρινικά στοιχεία υποδηλώνουν ότι οι βιολογικές βάσεις των διαταραχών είναι διαφορετικές. Έτσι, φαίνεται πως τα αντικαταθλιπτικά δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται από άτομα σε burnout, επειδή τα φάρμακα μπορούν να επιδεινώσουν την υποκείμενη δυσλειτουργία του άξονα υποθαλάμου–υπόφυσης–επινεφριδίων. Εξάλλου, πρέπει να συνυπολογίζονται κάποιοι παράγοντες, αν, για παράδειγμα, το άτομο πάσχει ταυτοχρόνως από σύνδρομο χρόνιας κόπωσης (CFS), μια πολυσυστημική κατάσταση χωρίς ψυχολογικά αίτια.
Η επαγγελματική εξουθένωση συμβαίνει όταν υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ της φύσης της εργασίας και της εργασίας που το άτομο κάνει στην πραγματικότητα. Μια κοινή ένδειξη αυτής της αναντιστοιχίας είναι η υπερφόρτωση εργασίας, η οποία μερικές φορές αφορά έναν εργαζόμενο που επιβιώνει από έναν γύρο απολύσεων, αλλά μετά τις απολύσεις διαπιστώνει ότι έχει επιφορτιστεί με τη δουλειά των απολυμένων. Συχνά, η μείωση προσωπικού σε επιχειρήσεις έχει καταστροφικές επιπτώσεις στην υγεία των εργαζομένων που επιβιώνουν από τις απολύσεις. Αυτές οι επιπτώσεις στην υγεία περιλαμβάνουν αυξημένα επίπεδα ασθένειας και μεγαλύτερο κίνδυνο θνησιμότητας. Οι Maslach, Schaufeli και Leiter εντόπισαν έξι παράγοντες κινδύνου για burnout: αναντιστοιχία στον φόρτο εργασίας, αναντιστοιχία ελέγχου, έλλειψη επιβραβεύσεωνν, συγκρουσιακές σχέσεις στον χώρο εργασίας, έλλειψη δικαιοσύνης και αξιοκρατίας.
Αν και το εργασιακό άγχος θεωρείται από καιρό ως καθοριστικός παράγοντας της επαγγελματικής εξουθένωσης, τα πρόσφατα μετα-αναλυτικά ευρήματα δείχνουν ότι η επαγγελματική εξουθένωση σχετίζεται με μειωμένη εργασιακή απόδοση, στεφανιαία νόσο και προϋπάρχοντα προβλήματα ψυχικής υγείας. Με λίγα λόγια, συχνά, η ψυχική διαταραχή προηγείται των προβλημάτων στην εργασία και πιθανώς τα δημιουργεί ή τα οξύνει: αν ο εργαζόμενος βλέπει εξαρχής την εργασία του σαν μια αγγαρεία και την επιχείρηση στην οποία έχει προσληφθεί αδιάφορη ή εχθρική, έχει πολλές πιθανότητες να πάθει burnout. Δημιουργείται έτσι φαύλος κύκλος: ο εργαζόμενος δεν θέλει να πάει στη δουλειά ―για παράδειγμα καθυστερεί και νιώθει τρόμο κατά την άφιξή του― κι όταν πηγαίνει δεν μπορεί να συγκεντρωθεί, έχει υπερένταση και προσπαθεί να λουφάρει. Οι έρευνες δείχνουν ότι η επαγγελματική εξουθένωση μπορεί να εκδηλωθεί διαφορετικά μεταξύ των φύλων, με υψηλότερα επίπεδα αποπροσωποποίησης μεταξύ των ανδρών και αυξημένη συναισθηματική εξάντληση στις γυναίκες.
Συνήθως χρειάζεται οργανωτική αλλαγή: αλλαγή θέσης εργασίας ή ακόμα και επαγγελματικού πεδίου. Οι «διακοπές» δεν είναι λύση αν και κάποιου είδους ξεκούραση θα μπορούσε να βοηθήσει. Το μείζον θέμα είναι η διασφάλιση μιας ικανοποιητικής ισορροπίας μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής, κάτι που εξαρτάται τόσο από τα άτομα όσο και από τις επιχειρήσεις. Υπάρχουν επιχειρήσεις με τόσο κακή διαχείριση ώστε οδηγούν τους εργαζομένους ολοταχώς στο burnout. Απαραίτητος είναι και ο καθορισμός ορίων: το να υπάρχει σαφές εργασιακό ωράριο, να μην εισβάλλει η εργασία στην προσωπική ζωή. Aν και γενικά η μάθηση αντιμετώπισης του στρες και οι τεχνικές χαλάρωσης μπορούν να βοηθήσουν, στην πραγματικότητα χρειάζεται αλλαγή «προγράμματος», κατά κάποιον τρόπο αλλαγή λογισμικού στο μυαλό του ατόμου. Επειδή ένα σύμπτωμα του burnout είναι ο κυνισμός ―δουλεύω για τα λεφτά, ας πάνε όλοι στον διάολο!― έχει σημασία η μετάβαση σε μια εργασία που ο εργαζόμενος να νιώθει ότι ελέγχει, ότι τον αφορά προσωπικά. Το εργασιακό ήθος, αντίθετα με ό,τι πιστεύουμε, δεν προκαλεί burnout: η εστίαση στην αξία της εργασίας και η εύρεση καλύτερων τρόπων για την εκτέλεση της δουλειάς, μπορούν να είναι χρήσιμα για να το αποφύγουμε. Επίσης, κάποιες βιταμίνες και μέταλλα που έχουν ζωτική σημασία για την αντιμετώπιση της δυσλειτουργίας των επινεφριδίων και του άξονα HPA, ίσως βοηθήσουν. Αλλά πάνω απ’ όλα, το burnout αποφεύγεται ή θεραπεύεται με εργασιακή δέσμευση η οποία εξαρτάται από την αξιοκρατία και τη δικαιοσύνη στον χώρο της εργασίας. Όταν οι εργαζόμενοι νιώθουν «παραβίαση συμβολαίου» το επίπεδο του στρες αυξάνεται, η εργασιακή συμπεριφορά γίνεται αντιπαραγωγική και ανοίγει ο δρόμος για το burnout.