Η φωτογραφία στα social media από τον γάμο του
Τι νυφικά φορούσαν οι Ελληνίδες τις προηγούμενες δεκαετίες;
Από τα παραδοσιακά περίτεχνα νυφικά των βλάχικων γάμων μέχρι τα εκκεντρικά νυφικά του 21ου αιώνα, των σύγχρονων σχεδιαστών στην έκθεση "Νύφες Παράδοση και Μόδα στην Ελλάδα"
Ελληνικά νυφικά από περασμένες δεκαετίες στην έκθεση "Νύφες Παράδοση και Μόδα στην Ελλάδα"
Μέσα σε σεντούκια, ντουλάπες και αποθήκες, κοιμούνται εδώ και δεκαετίες πολύτιμα νυφικά κειμήλια που καταλήγουν από γενιά σε γενιά. Οι οικογένειες που τα διαδέχονται στην κατοχή τους, γνωρίζουν καλά πως το καθένα από αυτά συνοδεύεται κι από μια ξεχωριστή ιστορία, χαρράς ή δακρύων, γιορτής ή υποχρέωσης, που ανοίγουν μικρά παράθυρα στο παρελθόν. Με επίκεντρο τον γάμο, η έκθεση "Νύφες Παράδοση και Μόδα στην Ελλάδα" το ίδρυμα Βασίλη Παπαντωνίου, φιλοδοξεί να αναδείξει την ποικιλία των σχημάτων και των διακοσμητικών στοιχείων που παρουσιάζουν τα νυφικά ενδύματα διαφόρων περιόδων αλλά και τόπων της χώρας.
Όπως μαθαίνουμε από την Ιωάννα Παπαντωνίου που επιμελήθηκε την έρευνα, τα νυφικά ενδύματα, στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας πρέπει να είναι καινούργια, αφόρετα, στη Φλώρινα άλλωστε λέγονται «καινούργια ρούχα». Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν χωριά, όπως το Μενίδι, όπου το νυφικό πουκάμισο, το «φούντι», το δανείζονταν οι νύφες χωρίς οικονομική ευχαίρεια από τις ευπορότερες. Στις αρχές του 20ού αιώνα τη θέση του παλιότερου νυφικού κεφαλόδεσμου την πήρε στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας το λευκό τούλινο πέπλο, σουρωμένο πάνω από το τοπικό κεφαλόδεμα, συνδυασμένο κάποτε με λευκό διάδημα, κόκκινα ή άλλα ψεύτικα άνθη, ροζέτες. Το πρόσωπο το σκέπαζε ολόκληρο ένα κόκκινο πέπλο ή τσίπα και η αποκάλυψη της νύφης γινόταν μετά την τελετή από την πεθερά. Πολλά από τα νυφικά πάντως που εκθέτονται δεν έχουν πέπλο καθώς οι νύφες συνήθιζαν να κρατούν τα πέπλα ως οικογενειακά κημήλια ή κρατούσαν το πέπλο ως κουνουπιέρες για τις κούνιες των μωρών.
Το λευκό νυφικό καθιερώθηκε στην Ελλάδα, όπως και σε όλες τις χώρες του δυτικού κόσμου από τη βασίλισσα Βικτωρία της Μεγάλης Βρετανίας. Το 1840 παντρεύτηκε τον πρίγκιπα Αλβέρτο της Σαξονίας και θέλησε ν’ αξιοποιήσει τις αγαπημένες της πολύτιμες λευκές δαντέλες, έγινε τάση στην αυλή κι έπειτα διαδόθηκε παντού. Ως το 1960 οι νύφες μετέτρεπαν το νυφικό τους σε βραδινό φόρεμα. Στα χωριά τα νυφικά αναλάμβανε να φτιάξει η μοδίστρα του χωριού, γι΄αυτό και η μόδα που συναντά κανείς σε αυτά είναι ανάλογη, τα υφάσματα δεν είναι εξηζητημένα, για παράδειγμα δεν θα δεις μετάξι. Στα νυφικά του ’40 τα υφάσματα και τα σχέδια είναι εξίσου απλά, αντανακλούν την κοινωνική κατάσταση της εποχής ενώ έντονα είναι και τα στοιχεία της στρατιωτικής μόδας, όπως οι μεγάλες βάτες. Τη δεκαετία του 1970 η γραμμή των νυφικών είχε νοσταλγικό ύφος με λαογραφικά στοιχεία, κεντημένα μοτίβα που συναντάμε σε τοπικές φορεσιές και αυθεντικούς τσεβρέδες επιραμμένους στο μπούστο ή τη ζώνη.
Η συλλογή των νυφικών ξεκίνησε το 1985, μέχρι το 2014 μετρούσε μόλις 78 νυφικά και σήμερα φτάνει τα 250 που προέρχονται από δωρεές. Στην έκθεση φιλοξενούνται 41 νυφικά πό το 1898 ως το 2009. Θα δει κανείς αντιπροσωπευτηκά νυφικά από κάθε περιοή της Ελλάδας, με έμφαση στις δεκαετίες του 1910, 1920 και 1930, ανάμεσά τους παραδοσιακά αλλά και από δημοφιλής ελληνικούς οίκους του τότε και της μετέπειτα εποχής, όπως του Νίκου Τάκη ή του ατελιέ Λουκία. Το νυφικό της Ελένης Τσίτουρα στον γάμο της το 2008, δωρεά του Δημήτρη Τσίτουρα, εσωτερικά είναι από tyvek και εξωτερικά από συνθετικό αραχνούφαντο υλικό και διακοσμητικά πούπουλα, του οίκου Etienne Brunel.
Εντυπωσιάζει η αναπαράσταση της Αθηναίας νύφης, εμπνευσμένη από τη λιθογραφία του Louis Dupré. Πριν από την άφιξη του βασιλικού ζεύγους, του Όθωνα και της Αμαλίας, στην Ελλάδα το 1837 και την καθιέρωση της αστικής φορεσιάς «Αμαλία», επικρατούσαν διάφοροι ενδυματολογικοί τύποι στην Αθήνα και στα περίχωρα. Η γιορτινή φορεσιά από την Κηφισιά Αττικής στις αρχές 20ου αιώνα αποτελείται από το βαμβακερό αμάνικο πουκάμισο, γνωστό ως «φούντι», με πολύχρωμο κεντητό ποδόγυρο, που το ύψος του ξεπερνούσε πολλές φορές τα γόνατα. Το κορμί σφίγγει ο «τζάκος με τα κατωμάνικα», ενώ τη μέση ζώνει ένα κόκκινο ζωνάρι. Ακολουθεί η «γιούρδα», το αμάνικο πανωφόρι με τα μάλλινα σκούρα κεντήματα. Τα μαλλιά χωρίζονται στη μέση σε δύο κοτσίδες, από τις οποίες κρέμονται αργυρά κοσμήματα, οι «μασούρ’ πλεξίδες». Από τους ώμους κρέμονται σειρές από αλυσίδες με φλουριά.
Στην αναπαράσταση του γλεντιού μετά από γάμο στο χωριό Κεφαλόβρυσο της Αργολίδας στις αρχές του 20ου αιώνα, ο γαμπρός φοράει φουστανέλα με μεταξωτά μαντίλια, η νύφη έχει στο κεφάλι τέλια, πλακέ μεταλλικές χρυσαφί κλωστές και στην κορυφή καρφιτσωμένα ανθάκια από χαρτί, τα φλερτούρια. Ο κουμπάρος κρατάει το φλάμπουρο του γάμου δίπλα στην κουμπάρα και το παρανυφάκι κερνάει κρασί τους καλεσμένους. Την πομπή συνοδεύουν οι μουσικοί με νταούλι και πίπιζα.
Θα παρατηρήσει κανείς και δύο νυφικά, ένα κυπριακό και ένα από την Καλαμάτα που είναι στο ίδιο ύφος, με φούστα και εφαρμοστό ζακετάκι με την διαφορά ότι στο πρώτο η νύφη φορά μαντίλι εμπνευσμένο από τοπικές παραδοσιακές φορεσιές ενώ στο δεύτερο η νύφη φορά φεση που παραπέμπει στις φορεσιές της Αμαλίας. Η έκθεση ολοκληρώνεται με τους νεόνυμφους από την Κύπρο που κατά το παραδοσιακό έθιμο, οι καλεσμένοι την στιγμή των συγχαρητηρίων τους καρφιτσώνουν χαρτονομίσματα στα ρούχα. Τα νυφικά του 70 έχουν ένα έντονα νοσταλγικό ύφος, με λαογραφικά στοιχεία, κεντημένα μοτίβα που συναντάμε σε τοπικές φορεσιές και αυθεντικούς τσεβρέδες επιραμμένους στο μπούστο ή τη ζώνη.
Η έκθεση πραγματοποιείται στο Στασινοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο (κτίριο Β), Στάδιο Τεγέας, Αρκαδία με διάρκεια ως τις 18 Δεκεμβρίου 2022. Πληροφορίες εδώ και στα τηλέφωνα 2710 -557111 & 2710 -556835.