Τι ακριβώς είναι η αναβλητικότητα, από πού πηγάζει, συν δύο έξυπνοι τρόποι για να την ξεπεράσετε
Angelo Mitakos: Μια μέρα στα γραφεία του βρετανικού GQ με τον Έλληνα Fashion Editor του περιοδικού
«Τα περιοδικά έχουν ακόμη μέλλον. Μπορεί να έχει μειωθεί η αγορά, αλλά υπάρχει πολύς κόσμος που εξακολουθεί να τα αγοράζει..»
Angelo Mitakos: Συνέντευξη με τον Έλληνα Fashion Editor του βρετανικού περιοδικού GQ.
Οι άνθρωποι που διαβάζουμε περιοδικά, προσέχουμε ακόμα και τους συντελεστές. Έτσι, την περασμένη άνοιξη, καθώς ξεκοκάλιζα το μεγαλύτερο ανδρικό περιοδικό του πλανήτη, το GQ (Gentlemen’s Quarterly) που εκδίδει η Condé Nast το μάτι μου έπεσε σε ένα όνομα ασυνήθιστα ελληνικό και εντυπωσιακά ψηλά στην ιεραρχία του περιοδικού που κράταγα στα χέρια μου: Fashion Editor: Angelo Mitakos. Μετά από πολύωρο stalking στο διαδίκτυο, εμφανίζεται στην οθόνη μου ένας πολύ όμορφος, αλλά και στιλάτος νεαρός με μαλλιά που μου θυμίζουν τον George Michael στα νιάτα του. Του στέλνω μήνυμα και ξεκινάμε -προς μεγάλη μου έκπληξη- να μιλάμε. Του λέω πως θέλω να μου μιλήσει για τη δουλειά του στο περιοδικό. Προτείνει κλήση zoom, αντιπροτείνω διά ζώσης. Δεν είχα ήδη προγραμματισμένο ταξίδι στο Λονδίνο, αλλά δεν θα έχανα με τίποτα την ευκαιρία να πάω στα γραφεία ενός τέτοιου περιοδικού.
Νοέμβριος. Το ταξί με κατεβάζει στην Hanover Square του Λονδίνου. Στο νούμερο 1 της πλατείας υψώνεται ένα εξαώροφο κτίριο που θυμίζει ξενοδοχείο πολυτελείας. Πάνω από την κύρια είσοδο αναγράφεται με χρυσά γράμματα «VOGUE HOUSE», ενώ στα δεξιά «CONDÉ NAST | WORLDWIDE NEWS».
Μπαίνω στον χώρο της ρεσεψιόν και στέλνω μήνυμα στον Άγγελο πως έφτασα. «Είμαι σε σύσκεψη, έρχομαι σε 10’. χχ». Περιμένω πλησίον της ρεσεψιόν. Εκεί υπάρχει χώρος διαμορφωμένος σαν βιβλιοπωλείο, όπου μπορεί να αγοράσει κανείς όλες τις εκδόσεις της Condé Nast, απ’ όλο τον κόσμο: ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο, Ινδία και Βραζιλία, Γαλλία, Γερμανία ακόμα και την ελληνική VOGUE.
Σε λίγα λεπτά το ασανσέρ πίσω από τον ρεσεψιονίστ ανοίγει και εμφανίζεται ο Άγγελος, ψηλόλιγνος, κεφάτος, φορώντας μαύρη μπλούζα και ασορτί παντελόνι, μποτάκια και έχει μισοριγμένο πάνω του ένα δερμάτινο τζάκετ “Chicago Bulls». «Έτσι ντυνόμαστε στα γραφεία», μου λέει, «άνετα». Ανεβαίνουμε στον πρώτο όροφο, όπου στεγάζεται το GQ. «Τώρα είναι ήρεμα τα πράγματα. Αν ήσουν εδώ πριν μια εβδομάδα θα είχες διαρκώς πονοκέφαλο». Μόλις έχει κυκλοφορήσει το τεύχος Φθινόπωρο-Χειμώνας του «GQ Style», ενός μεγαλύτερου σχήματος περιοδικού, στα πρότυπα ενός coffee table book που κυκλοφορεί δύο φορές τον χρόνο. «Η διαφορά μεταξύ του κανονικού, μηνιαίου GQ και του GQ Style, πέραν της περιοδικότητας, του σχήματος και της αντιμετώπισης του περιεχομένου, είναι ότι η μόδα που περιέχει το Style είναι πιο προχωρημένη, πιο τολμηρή. Το GQ είναι για τους καθημερινούς άνδρες που θέλουν να ακολουθήσουν τις τάσεις. Το GQ Style είναι πιο τολμηρό, γι’ αυτό κι εκεί έχω την ευκαιρία να δώσω μια “γκέι” πινελιά. Δεν θα το έλεγα “εικαστικά γκέι”, αλλά πιο ανοιχτό σε μια fem νότα».
Διασχίζουμε έναν μεγάλο διάδρομο για να φτάσουμε στο γραφείο του. Στα μισά διαπιστώνω ότι είμαστε περιτριγυρισμένοι από γραφεία με δημοσιογράφους - πάνω από διακόσιοι άνθρωποι δουλεύουν γύρω μας. Σαράντα από αυτούς είναι στην άκρη και κάνουν σύσκεψη. Πλησιάζω και τους παρατηρώ. «Είναι το newsroom του ορόφου αυτού», με πληροφορεί, «εδώ δουλεύουν δημοσιογράφοι του GQ και του WIRED». Το γραφείο του Άγγελου, στο τέλος της αίθουσας, θυμίζει αποθήκη. Κούτες, βαλίτσες, κρεμάστρες, ντουλάπες, ρούχα, παπούτσια και αξεσουάρ σε πλήρη πανζουρλισμό. Κομμάτια σχεδιασμένα από την Vivienne Westwood ως τον Yohji Yamamoto μέχρι την Levi’s, την Diesel, την Balenciaga και την Gucci. Είναι τα ρούχα, με τα οποία έντυσε ο Άγγελος το* Sam Smith για το cover story του GQ Style.
«Στις περισσότερες φωτογραφίες που βγάζει το Sam Smith είναι πιο ρευστή και θηλυπρεπής η εικόνα του. Εγώ ήθελα να του δώσω ένα πιο grunge στιλ. Έκανα έρευνα πάνω στην grunge και την goth κουλτούρα και κατόπιν έψαξα τις τελευταίες πασαρέλες οίκων που βγάζουν ρούχα ταιριστά στην περίσταση και τους ζήτησα να μου στείλουν δείγματα. Κάπως έτσι πάει συνήθως. Εγώ εμπνέομαι και δουλεύω πάνω στην εικόνα που θα προβάλει το άτομο που μου αναθέτουν και ο φωτογράφος έχει εποπτεία του σκηνικού και της οπτικοποίησης αυτής της εικόνας. Σε αυτό το θέμα, ο φωτογράφος μας, επέλεξε ένα πάρκινγκ αυτοκινήτων γεμάτο υγρασία, με πολύ τσιμέντο, πολύ γκρι, μαύρο και άσπρο χρώμα».
Πήραμε από μια coca-cola light από το ψυγείο του γραφείου του και ανεβήκαμε στον δεύτερο και στον τρίτο όροφο, όπου στεγάζεται η Βρετανική VOGUE. (σ.σ. η VOGUE κυκλοφόρησε πρώτα στην Αγγλία. Στα 106 χρόνια παρουσίας του, το περιοδικό έχει γίνει συνώνυμο της μόδας.) Οι διάδρομοι που οδηγούν στα γραφεία της Βίβλου της Μόδας, είναι καλυμμένοι με κορνιζαρισμένα εξώφυλλα του περιοδικού και φωτογραφίες γνωστών σχεδιαστών. Μπροστά από ένα εξώφυλλο της Ριάνα, ο Άγγελος μου διηγείται πώς ασχολήθηκε με τη μόδα.
«Η πρώτη ανάμνηση που έχω, σχετίζεται με μόδα. Ήμουν τριών ή τεσσάρων ετών και φόραγα ένα σετ φόρμα-μπλούζα κόκκινου χρώματος, από κοτλέ ύφασμα με τον Μίκυ Μάους στην πλάτη. Θυμάμαι το πόσο ευτυχισμένος ένιωθα φορώντας το. Ένιωθα ωραίος, μοδάτος και ήμουν απλά ένα μωρό. Πάντα με απασχολούσε η μόδα, να είναι μοδάτο αυτό που φοράω».
«Στα 18 μου κατάλαβα πως με ενδιέφερε περισσότερο να είμαι στιλίστας ή να γράφω για μόδα, από το να σχεδιάζω ρούχα. Σπούδασα, λοιπόν, Προώθηση Μόδας και αποφοιτώντας εργάστηκα σε διαφημιστικές καμπάνιες. Κατόπιν μια φίλη που είχα και δούλευε στο GQ, μου είπε πως υπάρχει μια θέση για πρακτική άσκηση ενός μήνα. Πήγα και πλέον εργάζομαι οκτώ χρόνια για το περιοδικό».
Στο fashion room της VOGUE επικρατεί επίσης ακαταστασία. Εμφανώς μεγαλύτερο από το αντίστοιχο του GQ εκτείνεται σε μια ολόκληρη πτέρυγα του ορόφου που βρισκόμαστε. Ανάμεσα στα αντικείμενα που υπάρχουν διάσπαρτα μπροστά μου, πιάνω έναν ατσάλινο κορσέ - συνεργασία του οίκου Dolce & Gabbana με την Kim Kardashian. Κάπου εκεί, δεν μπορώ να μην τον ρωτήσω τι έχει να προσφέρει σήμερα -κατά τη γνώμη του- ένα τυπωμένο editorial μόδας - σε μια εποχή που τα κοινωνικά δίκτυα αλλάζουν τα πάντα τόσο γρήγορα, ακόμα και στην βιομηχανία της μόδας.
«Θα σου απαντήσω με ένα παράδειγμα: σκέψου την Τζούλια Φοξ ή την Κιμ Καρντάσιαν. Φορούν ένα ωραίο κομμάτι, τραβούν μια φωτογραφία και την ποστάρουν στα κοινωνικά τους δίκτυα. Πόση σκέψη περιείχε αυτή η διαδικασία. Όχι πολλή, νομίζω. Για το εξώφυλλα του Sam Smith στο GQ Style, δούλεψαν από κοινού το πρόσωπο της φωτογράφησης, ο μάνατζέρ του, οι δημόσιες σχέσεις του, η δισκογραφική του, ο ατζέντης του, ο κομμωτής, ο μακιγιέρ του, ο αρχισυντάκτης μου, εγώ ως στιλίστας, ο Fashion Director του περιοδικού, ο φωτογράφος, ο δημοσιογράφος που του πήρε συνέντευξη αλλά και οι βοηθοί όλων αυτών. Βλέπεις δηλαδή την τελική φωτογραφία στο εξώφυλλο και από πίσω υπάρχει δουλειά είκοσι ατόμων, τα οποία εργάστηκαν για κάποιες εβδομάδες πάνω σε αυτό το πρότζεκτ. Μπορεί η φωτογραφία που θα ανεβάσει η Καρντάσιαν στα σόσιάλ της να είναι ωραία, αλλά δεν είναι το ίδιο με το εξώφυλλο που έκανε η ίδια για το περιοδικό Interview τον περασμένο Σεπτέμβριο. Προτιμώ τη φωτογράφιση σε ένα περιοδικό γιατί υπάρχει από πίσω της η προσπάθεια πολλών ανθρώπων να δημιουργήσουν μια εικόνα. Αυτό, αυτομάτως, κάνει την εικόνα πιο αξέχαστη, πιο διαχρονική. Ό,τι εσωκλείει περισσότερη σκέψη και μεθοδικότητα, είναι, για μένα καλύτερο. Τα περιοδικά έχουν ακόμη μέλλον. Μπορεί να έχει μειωθεί η αγορά, αλλά υπάρχει πολύς κόσμος που εξακολουθεί να τα αγοράζει. Αρέσουν τα iconic εξώφυλλα. Για παράδειγμα, όταν η Κέιτλιν Τζένερ έκανε come out ως γυναίκα, δεν το πόσταρε στο Instagram, το έκανε στο εξώφυλλο του Vanity Fair. Στο μέλλον, μπορεί να περάσουν στο ίντερνετ, στα κοινωνικά δίκτυα, αλλά πιστεύω ότι η λογική που έχει ένα editorial μόδας, θα επιβιώσει και εκεί».
Ανεβήκαμε και στους υπόλοιπους ορόφους, διασχίζοντας τα γραφεία περιοδικών όπως το Vanity Fair, το Tattler και το Condé Nast Traveller. Ο Άγγελος μου μίλησε για τις αλλαγές στον περιοδικό Τύπο την τελευταία δεκαετία.
«Πολλά περιοδικά έκλεισαν την τελευταία δεκαετία. Ο λόγος δεν ήταν μόνο η μείωση της αγοράς, αλλά το ότι δεν προσαρμόστηκαν με τις αλλαγές που συνέβησαν στην κοινωνία. Τα κοινωνικά δίκτυα και ειδικά το Instagram, επέδρασαν τόσο έντονα στους ανθρώπους, τους έκαναν να νιώθουν ότι έχουν μια συγκεκριμένη ταυτότητα περισσότερο από ποτέ. Οι άνθρωποι νοιάζονται, όσο ποτέ άλλοτε, για την προσωπική ιστορία ενός άλλου ανθρώπου και τα περιοδικά προσαρμόστηκαν και αξιοποίησαν το εργαλείο του storytelling που διαθέτουν ώστε, σε συνδυασμό με την υψηλή αναγνωσιμότητά τους, να έχουν την πρωτοκαθεδρία στο να μοιράζονται αυτές τις ιστορίες. Αυτό, συνεπάγεται και τεράστια ευθύνη για τα περιοδικά. Πρέπει να σέβεσαι και την ιστορία που μοιράζεσαι, αλλά και τον αναγνώστη: να είναι η ιστορία μοναδική, ενδιαφέρουσα και να έχει κάτι να του πει».
*Το Sam Smith αυτοπροσδιορίζεται ως non binary (μη δυαδικό άτομο), εξ’ ου και η χρήση του ουδετέρου γένους από τον συντάκτη.