Brands μόδας όπως η adidas, η Lululemon ή η North Face αναζητούν στη φύση βιώσιμα υλικά για τα προϊόντα τους
H Mαρία Μουρίκη περιγράφει τη νομαδική ζωή της μελισσοκόμου
«Το γοητευτικό βουητό του μελισσιού κάτω από τον ήλιο είναι στοιχείο μοναδικό, κάνει την μελισσοκομία ένα από τα πιο ελκυστικά επαγγέλματα που έχουν να κάνουν με την φύση. Όμως υπάρχει και η άλλη πλευρά του νομίσματος.»
Μαρία Μουρίκη: Μια γυναίκα νομάς - μελισσοκόμος μιλάει για τη ζωή και τα ταξίδια στην ελληνική ύπαιθρο μαζί με εκατοντάδες μελίσσια.
Στη χώρα μας σήμερα υπάρχουν 15.000 περίπου μελισσοκόμοι, που διαχειρίζονται πάνω από 1.200.000 κυψέλες, κατανεμημένες σε όλο τον ελλαδικό χώρο. Ανάμεσά τους εκατοντάδες γυναίκες με ενεργό ρόλο, που μάλιστα αποτελούν μεγάλο ποσοστό στα σεμινάρια μελισσοκομίας και τις βλέπουμε πλέον συχνά σε εκθέσεις, πίσω από τους πάγκους και τα περίπτερα να παρουσιάζουν το μέλι της περιοχής τους. Τι συμβαίνει λοιπόν με την γυναικεία επιχειρηματικότητα στον τομέα της μελισσοκομίας; Η Mαρία Μουρίκη, μας περιγράφει την καθημερινότητα της, αυτή της νομαδικής μελισσοκομίας, μια ζωή με προοπτικές αλλά και δυσκολίες, που κάθε γυναίκα όμως, μπορεί να ξεπεράσει. H ενασχόληση της με την μελισσοκομία ξεκίνησε το 2016 αποκτώντας 200 δικά της μελίσσια.
«Έχοντας μεγαλώσει σε μια παραδοσιακή, μελισσοκομική οικογένεια, πάντα υπήρχαν οι εικόνες του πατέρα μου, του παππού μου αλλά και αργότερα του μικρότερου αδερφού μου, να μελισσοκομούν, να ταξιδεύουν με ένα φορτηγό γεμάτο μελίσσια όλη την Ελλάδα. Η μυρωδιά από το καπνιστήρι και το καθαρό κερί της μέλισσας πάντα μοσχοβολούσε στα ρουθούνια μου από παιδάκι, θυμάμαι τα παιδικά μου καλοκαίρια και τους τρύγους του μελιού όπου η γιαγιά μου χειροκίνητα σε μια παλιά μηχανή έβγαζε το μέλι, όμως ποτέ έως τα 35 μου χρόνια δεν είχα σκεφτεί ότι θα μπορούσα να ασχοληθώ με την μελισσοκομία επαγγελματικά. Τελείωσα τις σπουδές μου στη διοίκηση επιχειρήσεων και τα λογιστικά και από νεαρή ηλικία δούλευα σε λογιστήρια εταιρειών, ως υπεύθυνη επικοινωνίας σε ανώνυμες εταιρείες και αργότερα δημιούργησα την δική μου οικογένεια. Όμως όσο μεγάλωνα ένιωθα ότι ήθελα να ασχοληθώ με ένα επάγγελμα που να μου παρέχει μεγαλύτερη ψυχική και σωματική ελευθερία, δεν μπορούσα να με «εγκλωβίσω» πια στους τοίχους ενός γραφείου. Ήταν σαν το πεπρωμένο της οικογενειακής παράδοσης να με ακολουθεί. Έτσι, αποφάσισα να ασχοληθώ με την μελισσοκομία, έχοντας όραμα να μεταδώσω τη φιλοσοφία και τη κουλτούρα της μέλισσας σε περισσότερους ανθρώπους και ιδιαίτερα τα παιδιά... Φόρεσα την μελισσοκομική μου στολή, το καπέλο, πήρα στα χέρια το δικό μου καπνιστήρι και άρχισα να μελισσοκομώ.»
Τα ταξίδια είναι συνυφασμένα με την καθημερινότητα των νομάδων μελισσοκόμων και εξίσου σημαντικά για την προβολή του μελιού με τους μελισσοκόμους να παίρνουν τα βάζα τους σε μία τσάντα, μπαίνουν σε πλοία με προορισμό τα ελληνικά νησιά και να προσπαθούν να τα προωθήσουν στην αγορά, από μαγαζί σε μαγαζί και γειτονιά σε γειτονιά. Εδώ και αρκετές δεκαετίες η Μαρία και οι δικοί της άνθρωποι, η οικογένεια Μουρίκη, ξεκινούν από τα Δερβενοχώρια της Βοιωτίας όπου είναι η έδρα τους και φθάνουν στα νησιά της Θάσου και των Κυκλάδων. Από τη Χαλκιδική και την Μακεδονία, πηγαίνουν στην Ευρυτανία, την Φωκίδα, τα βουνά της Γκιώνας και καταλήγουν να ξεχειμωνιάζουν στην Μεσσηνία. Διανύουν χιλιάδες χιλιόμετρα ετησίως για να πετύχουν την ποιότητα που θέλουν στο μέλι τους - για την οποία μάλιστα έχουν διακριθεί- ακόμα κι αν αυτό σημαίνει οτι πρέπει να βρεθούν στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της Ελλάδας. Παρά την ομορφιά των ταξιδιών όμως, οι απαιτήσεις είναι πολλές για τους μελισσοκόμους που είναι συνεχώς εν κινήση.
«Οι μελισσοκομικοί χειρισμοί ανάλογα με την εποχή και την ανθοφορία απαιτούν πολλά ταξίδια, να διανύεις αμέτρητα χιλιόμετρα. H περίοδος της άνοιξης είναι η πιο απαιτητική καθώς χρειάζεται τις συχνότερες μετακινήσεις, το καλοκαίρι συνήθως πρέπει να τρυγήσεις το μέλι σου και τον χειμώνα να παρακολουθείς τα μελίσσια σου στο ξεχειμώνιασμα, να οργανώσεις την αποθήκη σου, να φτιάξεις τα νέα σου τελάρα, να τα βάψεις ώστε όλα να είναι έτοιμα για την άνοιξη και την αναγέννηση της φύσης. Το αγαπημένο κομμάτι στην ενασχόληση μου με την μελισσοκομία είναι η επαφή με την φύση στη πιο ακατέργαστη μορφή της. Ζεις και αναπνέεις μαζί με τις μέλισσες, βλέπεις τα πιο όμορφα ηλιοβασιλέματα, τις καλύτερες ανατολές του ήλιου, περπατάς μονοπάτια στην άγρια ελληνική φύση που ίσως είναι ακόμη απάτητα! Η εναλλαγή της θάλασσας και του βουνού όπως και το γοητευτικό βουητό του μελισσιού κάτω από τον ήλιο είναι στοιχεία μοναδικά που κάνουν την μελισσοκομία ένα από τα πιο ελκυστικά επαγγέλματα που έχουν να κάνουν με την φύση. Όμως πάντα υπάρχει και η άλλη πλευρά του νομίσματος. Μια μελισσοκόμος είναι εκτεθειμένη στη ζέστη, στο κρύο, τη βροχή, τη σωματική κόπωση, το άγχος για τις καιρικές συνθήκες, την ανασφάλεια για την νέα σοδειά μελιού. Το χειμώνα οι πλημμύρες, το καλοκαίρι οι φωτιές και γενικά όλες οι περιβαλλοντικές καταστροφές επηρεάζουν το έργο μας. Χαριτολογώντας θα προσθέσω ότι από τότε που ξεκίνησα να μελισσοκομώ, σταμάτησα το γυμναστήριο καθώς η καλύτερη και κοπιαστικότερη άσκηση είναι αυτή που κάνω μέσα στο βουνό. Το φυσικό γυμναστήριο μου είναι η ίδια η ελληνική φύση!» Θα μας πει η Μαρία.
Για να ασχοληθεί μια γυναίκα με την μελισσοκομία τι χρειάζεται; Σύμφωνα με όσα περιγράφει, η καθημερινότητα της γυναίκας μελισσοκόμου δεν διαφέρει από εκείνη ενός άντρα μελισσοκόμου: «Όσα μελισσοκομικά σεμινάρια να παρακολουθήσει κανείς, το καλύτερο σχολείο στην μελισσοκομία είναι η έμπειρη συμβουλή και καθοδήγηση ενός εμπειρότερου μελισσοκόμου κι έπειτα όσον αφορά το ξεκίνημα, μια γυναίκα που θέλει να ασχοληθεί με τη μελισσοκομία θα πρέπει να αγοράσει το στοιχειώδη εξοπλισμό, κάποια μηχανήματα και να αποκτήσει μελισσοκομικό κωδικό - μοναδικό για κάθε μελισσοκόμο. Ίσως τις προηγούμενες δεκαετίες να ήταν λίγο θέμα ταμπού μια γυναίκα να ασκεί «επίσημα» την μελισσοκομική τέχνη, αν και οι περισσότερες γυναίκες «of the record» ακολουθούσαν τους άνδρες τους στα μελισσοκομικά ταξίδια, όπως και στις γεωργικές δουλειές. Τα τελευταία χρόνια αυτό έχει αλλάξει. Όλο και περισσότερες γυναίκες ψάχνουν εναλλακτικούς τρόπους βιοπορισμού κι έχοντας μεγάλη ανάγκη για επιστροφή στη φύση, αναζητούν την λύση του επαγγελματικού προσανατολισμού στην ελληνική ύπαιθρο. Ακόμη και μετά από πανεπιστημιακές σπουδές, πολλές νέες γυναίκες θεωρώ έχουν αρχίσει να επιστρέφουν στους τόπους καταγωγής τους, να γίνονται αγρότισσες, μελισσοκόμοι και κτηνοτρόφοι. Δεν υπάρχουν ανδρικά επαγγέλματα, άλλωστε και μέσα στο μελίσσι τόσο η βασίλισσα όσο και οι εργάτριες που ευθύνονται για όλες τις δουλειές είναι γένος θηλυκού. Αν εξαιρέσουμε το κομμάτι της σωματικής δύναμης, στο οποίο οι άνδρες υπερτερούν και είναι συχνά αναγκαίο για την εξάσκηση του επαγγέλματος της μελισσοκομίας - ειδικά αν σκεφτείς ότι μια κυψέλη το καλοκαίρι γεμάτη μέλι ζυγίζει 50 κιλά αλλά ακόμη και άδεια μπορεί να φθάσει τα 30 κιλά - ναι σίγουρα χρειαζόμαστε λίγη βοήθεια. Έπειτα, είναι δύσκολο μια γυναίκα να ανταποκρίνεται στις οικογενειακές υποχρεώσεις κυρίως όταν υπάρχουν μικρά παιδιά καθώς το επάγγελμα απαιτεί συχνά ταξίδια και απουσία από το σπίτι.
Όμως, στο κομμάτι της έμπνευσης και της εξέλιξης της μελισσοκομικής τέχνης θεωρώ ότι οι γυναίκες έχουμε λόγους να υπερηφανευόμαστε! Για παράδειγμα εγώ, τα τελευταία δύο χρόνια έχω εξελίξει το μέλι της οικογένειας ως προς την συσκευασία και του έχω δώσει τη μορφή ενός μικρού, σύγχρονου έργου τέχνης. Θεωρώντας την μελισσοκομία ως ανώτερη μορφή τέχνης, καθώς η μέλισσα με ένα μαγικό τρόπο «κεντάει» και χτίζει την κυψέλη, προσπάθησα να αποτυπώσω στο βάζο του μελιού έντονα στοιχεία γεωμετρίας, αρχαιοελληνικές αλλά και μοντέρνες γραμμές, χρώματα και πρωτότυπα σχήματα, που σου δημιουργούν την αίσθηση ότι η μελισσοκομία μπορεί να προάγει τον πολιτισμό!»
Σήμερα η Μαρία είναι κάτοχος 300 μελισσιών και μαζί με τα υπόλοιπα μελίσσια της οικογένειας της αριθμούν συνολικά 2.500 παραγωγικά μελίσσια που παράγουν περισσότερες από 6 ποικιλίες μελιού όπως πευκόμελο από το νησί της Θάσου, μέλι καστανιάς και ερείκης από την Χαλκιδική, θυμαρίσιο μέλι από την Φωκίδα και τις Κυκλάδες, μέλι ελάτης από τα βουνά της Γκιώνας και τέλος μέλι βελανιδιάς από την Ευρυτανία. Οι ιστορίες που έχουν προκύψει μέσα από το ταξίδι της μελισσοκομίας και που έχει να διηγηθεί, είναι πολλές, και κάποιες από αυτές τις ξεχωρίζει σαν πολύτιμες αναμνήσεις.
«Τα τελευταία δύο χρόνια έχει ξεκινήσει η προσπάθεια να φέρουμε τα παιδιά της πόλης κοντά στο θαυμαστό κόσμο των μελισσών. Επειδή τα δικά μου παιδιά μπορούν να έρθουν σε επαφή με τις μέλισσες δεν σημαίνει ότι όλα τα παιδιά στα αστικά κέντρα μπορούν. Κατόπιν έντονου ενδιαφέροντος από σχολεία και εκπαιδευτικές μονάδες, οργανώνουμε επισκέψεις σε σχολεία όπου ενημερώνουμε τους νέεους για την τέχνη της μελισσοκομίας, μελετούμε μαζί τους το μελίσσι και απαντούμε σε ερωτήσεις και απορίες σχετικά με την τέχνη της μελισσοκομίας. Δεν θα ξεχάσω την πρώτη φορά που πήγαμε σε ένα σχολείο με μαθητές ηλικίας νηπιαγωγείου έως δημοτικού. Η γοητεία, η έκπληξη και το ενδιαφέρον των μικρών παιδιών για τη μέλισσα και τη φύση ήταν τέτοια που μας συγκίνησε βαθύτατα. Τα παιδιά είχαν γουρλώσει τα μάτια τους και παρατηρούσαν με έντονο θαυμασμό τις μέλισσες μέσα στην ειδική γυάλινη κυψέλη, διψούσαν για γνώση, οι ερωτήσεις και οι απορίες τους ήταν γεμάτες φαντασία και το χαμόγελο τους τεράστιο. Δεν θα ξέχασω ποτέ πόσο ευτυχισμένη ένιωσα που είδα τόσο ικανοποιημένα καθώς «η φύση τα επισκέφθηκε» στο σχολείο τους!»
Πως μπορεί να ξεχωρίσει κάποιος το αγνό και ποιοτικό μέλι; Ρωτάμε την μελισσοκόμο για να μας απαντήσει: «Το μέλι που παράγει ένας μελισσοκόμος με αγάπη, σεβασμό στη φύση και τη μέλισσα αλλά και υπευθυνότητα απέναντι στο καταναλωτή δεν μπορεί παρά να είναι αγνό και ποιοτικό. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός μελιού όπως το άρωμα ή η γεύση ανάλογα την ποικιλία είναι υποκειμενικά. Για μένα προσωπικά, το αντικειμενικότερο κριτήριο για την επιλογή ενός μελιού είναι η εμπιστοσύνη που σου εμπνέει ο μελισσοκόμος.»
Τα μέλια Μουρίκη μπορεί να βρει κανείς εδώ, όπου επίσης θα ενημερωθεί και για τα επιλεγμένα σημεία πώλησης.