Η συναισθηματική σαβούρα είναι η χειρότερη
Οι γκουρού γενικής φύσης προτείνουν να πετάμε όλα τα άχρηστα από τα σπίτια μας
Συναισθηματική σαβούρα: Τι να κάνεις άχρηστα αντικείμενα με συναισθηματική αξία.
Ενώ δεν έχω «καλές» πετσέτες και κεντημένα σεντόνια τα οποία κρατάω για σπέσιαλ περιπτώσεις, ενώ τα πάντα όλα χρησιμοποιούνται καθημερινά… χρησιμοποιούνται επίσης και τα λιωμένα, μισο-κατεστραμμένα, παμπάλαια σεντονο-πετσετικά: τα χρησιμοποιώ εγώ, επειδή δεν αντέχω να τα πετάξω κι ας έχουν το χάλι τους το μαύρο. Έχουν συναισθηματική αξία, μερικές φορές θολή (δεν θυμάμαι πάντοτε ακριβώς ποιος μου χάρισε τι). Μερικά είναι ξεκάθαρης προέλευσης, πχ τα σεντόνια ΑΕΚ και Εθνικής Πόλο, που πήραν οι δύο παππούδες, αμφότεροι Πέτροι, στον μεγάλο μου γιό όταν γεννήθηκε. Ο ένας παππούς βρήκε σεντόνια κανονικά με δικέφαλο, ο άλλος αισθάνθηκε προδομένος επειδή η Εθνική Ομάδα Πόλο, της οποίας διετέλεσε για χρόνια πρόεδρος, δεν είχε σεντόνια δικά της, οπότε βρήκε κάπου στον Πειραιά γαλαζόλευκα σεντονάκια-μινιόν, ιδανικά για πορτ μπεμπέ και αργότερα, για μικρό παιδικό κρεβατάκι. Η χαμογελαστή, καθόλου επιθετική κόντρα ανάμεσα στους δύο αγαπημένους παππούδες, με κάνει ακόμα να χαμογελάω κι εγώ, όταν βλέπω τα σεντονάκια τους, κι ας έχουν συγχωρεθεί και οι δύο χρόνια τώρα.
Δηλαδή, πως ξεφορτώνεσαι δύο σετ παιδικών σεντονιών τέτοιας σημασίας; Αν είσαι σαν εμένα, δεν τα ξεφορτώνεσαι: ενώ έχω χαρίσει δεκάδες σεντόνια σε άλλες μαμάδες, ενώ έχω δώσει σε φίλες και γνωστές τα πάντα όλα, από κουβέρτες, μαξιλαράκια, παπλωματοθηκούλες, ρούχα, παιχνίδια και αξεσουάρ… όποτε γεννούσε κάποια φίλη κι άνοιγα το συρτάρι με τα σεντόνια, η εικόνα των δύο παππούδων ερχόταν στο νου μου και με άρπαζε από τα μούτρα. Έβρισκα δικαιολογίες για να μην τα δώσω – τα σεντόνια ΑΕΚ, μάλιστα, επειδή είναι για μονό κρεβάτι, τα στρώνω ακόμα στο μικρότερο γιο μου που ευτυχώς είναι βολικός, και δεν διαμαρτύρεται. Έχω παπλωματοθήκες με φούξια Τουίτι, με ροζ καμήλες και με ακόμα πιο ροζ πριγκίπισσες της ανιψιάς μου, τις οποίες έβαζα στο κρεβάτι της κόρης μου μέχρι προχθές, που ήταν παιδί (τώρα είναι έφηβη, ούτε να την δει την Τουίτι. Που σίγουρα είναι κοριτσάκι, Η και όχι Ο Τουίτι, δεν εξηγείται αλλιώς τόσο ροζ).
Έχω παιδικές πετσέτες με μπαρμπαδάκια που έσυρα στην Καβάλα, στην Ερέτρια, στη Θάσο και σε άλλα μέρη με θάλασσα μέχρι που ξεθώριασαν τα χρώματά τους κι έγιναν λεπτές σαν χαλκομανίες: μα πώς να τις φουντάρω; Θυμίζουν διακοπές γεμάτες τρυφερότητα, παιχνίδια σε παραλίες, κουβαδάκια και μικρά παιδάκια (μου). Δεν κρατάω εισιτήρια από συναυλίες και θεάματα επειδή τον χώρο τον καταλαμβάνουν χιλιάδες τετράδια, των παιδιών και δικά μου, πιάνουν ντουλάπια και ράφια χωρίς καμία ταξινόμηση, άλλα αντ’ άλλων, μαζί με λευκώματα, χύμα φωτογραφίες, γράμματα (από την εποχή της αλληλογραφίας), καρτ ποστάλ που μου έστειλαν αγαπημένα πρόσωπα, σημειώματα από τον μπαμπάκα μας πάνω σε άσχετα χαρτιά, συχνά σε αποδείξεις, μέχρι που έχασε το φως του κι έπαψε να μας γράφει, παλιά μου διαβατήρια, κι άλλες φωτογραφίες, μπλοκάκια, χαρτάκια και σαχλαμαράκια κάθε είδους. Ο μικρός γιος μου είχε για χρόνια μανία με τα (αυτοκίνητα) Fiat, έχουν ξεμείνει μερικά διαλυμένα Fiat-τάκια στα ράφια του αλλά δεν τα πετάω ακόμα κι όταν μου λέει «αυτά πέτα τα ρε μαμά, δεν τα θέλω».
Για κάθε βιβλίο που γράφω, παίρνω ένα παλιό τετράδιο με πολλά καθαρά φύλλα, κάποιου παιδιού. Γράφω χρονολόγιο στο πρώτο δισέλιδο και στα επόμενα δισέλιδα, ένα-ένα όλα τα κεφάλαια καθώς προχωράω. Στις πίσω σελίδες σημειώνω πληροφορίες που μαζεύονται όσο δουλεύω το βιβλίο. Εκτός από τα τετράδια των βιβλίων, 18 μέχρι στιγμής… υπάρχουν άλλα τόσα τετράδια βιβλίων που δεν έχω τελειώσει, ή αρχίσει, θεατρικών και σεναρίων που έγραψα αλλά κάθονται ήσυχα περιμένοντας να έρθει η ώρα τους, ονείρων που είδα και ερμηνεύονται δύσκολα οπότε καταγράφονται, αποσπασμάτων άλλων βιβλίων ή άρθρων που με ενθουσίασαν - γενικά το τετράδιο πάει σύννεφο. Όταν κολλάω, ξεφυλλίζω τις πρώτες σελίδες του εκάστοτε τετραδίου και πάλι χαμογελάω, διαβάζοντας τα κολυβογράμματα των παιδιών μου από την Πρώτη Δημοτικού.
Δεν συλλέγω χρήσιμα πράγματα. Δεν μαζεύω μπιζού, τσάντες, αξεσουάρ, λεφτά καθόλου, δεν κρατάω καν βιβλία (τα διαβάζω και μετά τα προωθώ σε φίλες/ους). Δεν κρατάω τίποτε επειδή «είναι καλό». Κρατάω χιλιάδες άχρηστα φαινομενικά πράγματα, ένα βουναλάκι συναισθηματικής κουρελαρίας, που… η αλήθεια είναι, με κάνει να χαμογελάω.
Έχω τέσσερα ποτήρια από το παλιό μπαρ «Graffiti» που μου είχε χαρίσει ο ιδιοκτήτης του και αγαπημένος φίλος (που δεν ζει πια), μαζί με μια μικρή ξύλινη τουαλετίτσα με καθρέφτη «μπιζουτέ». «Μπορεί να κάνεις κόρη μια μέρα και να την χρειαστείς!» μου είχε πει. Η κόρη μου, που γεννήθηκε μετά, δεν χρειάστηκε ποτέ την ρουστίκ τουαλέτα, αλλά την στόλισα σε ένα δωμάτιο στην Καβάλα και την ξεσκονίζω όποτε έρχομαι. Θυμάμαι τον φίλο, αλλά και το τρελό κλαμπ του, τους χορούς, τα γλέντια, τις συζητήσεις και τις νύχτες μας, όταν πίνω με ένα από τα ποτήρια του, και κάπως αισθάνομαι σαν να τον έχω φέρει στην Καβάλα, που την αγαπούσε πολύ, με την ωραία τουαλετίτσα του.
Τα θυμόμαστε όλα όσα έχουν σημασία για εμάς και χωρίς συναισθηματική σαβούρα. Απλώς η σαβούρα αυτού του είδους, συναισθηματικής φύσης, μας υπογραμμίζει ότι υπήρξαν πραγματικά οι άνθρωποι που αγαπήσαμε, άφησαν τα ίχνη τους στη ζωή μας, θεωρητικά και πρακτικά. Ότι περάσαμε ωραία με τα παιδάκια μας ή με συγγενείς, φίλες και φίλους σε διακοπές, θάλασσες, νησιά και εκδρομές. Και κάπως είναι σαν να γίνεται μικρότερο το κενό, πιο ελαφριά η στεναχώρια. Η οποία έτσι κι αλλιώς δίνει τη θέση της σε χαμόγελο, τελικά.
Άρα η συναισθηματική σαβούρα έχει σημασία, καλά κάνουμε και δεν την ξεφορτωνόμαστε, τουλάχιστον όχι ακόμα.