Lifestyle

Anita Pallenberg: Η γυναίκα που ερωτεύτηκαν (σχεδόν) όλοι οι Rolling Stones

Ένα ταξίδι στη ζωή της, γεμάτο σεξ, ναρκωτικά, ροκ εν ρολ και ανατροπές
Γιάννης Νένες
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Το ντοκιμαντέρ «Catching Fire: The Story of Anita Pallenberg» παρουσιάζει τη θυελλώδη ζωή της ηθοποιού και μοντέλου Ανίτα Πάλενμπεργκ - Οι σχέσεις της με τα μέλη των Rolling Stones, Κιθ Ρίτσαρντς, Μικ Τζάγκερ και Μπράιαν Τζόουνς

Το ντοκιμαντέρ «Catching Fire: The Story of Anita Pallenberg» των Alexis Bloom και Svetlana Zill είναι η ιστορία της Ανίτα βασισμένη στις σημειώσεις του προσωπικού της ημερολογίου που έρχεται τώρα, για πρώτη φορά στη δημοσιότητα, μέσω των δύο παιδιών της -και κληρονόμων της- του Μάρλον και της Άντζελα Ρίτσαρντς που απέκτησε με τον μεγάλο της έρωτα, τον Κιθ Ρίτσαρντς, κιθαρίστα των Rolling Stones και ίσως τον πιο ανθεκτικό-άνθρωπο-που-έκανε-καταχρήσεις-εν-ζωή στον πλανήτη.

Το φιλμ πρόκειται να βγει στους κινηματογράφους την άνοιξη του 2024.

Η Anita εδώ και καιρό ετοίμαζε (κρυφά) ένα βιβλίο βασισμένο στις σημειώσεις που κρατούσε από τα νεανικά της χρόνια. Το βιβλίο δεν πρόλαβε να εκδοθεί. Η Ανίτα έφυγε από τη ζωή το 2017 και το υλικό αυτό βρέθηκε μέσα σε ένα κουτί παπουτσιών στο διαμέρισμά της στο Τσέλσι, από τον γιό της Μάρλον. Μάλιστα, είναι τόσο πλούσιο σε φιλμάκια super-8 όχι μόνο σε προσωπικά και οικογενειακά βίντεο αλλά και από γεγονότα της κάθε εποχής που θεωρείται ένα κανονικό ντοκουμέντο ολόκληρης γενιάς. Το κυριότερο, δεν έχει να κάνει μόνο με το κλισέ «σεξ – ναρκωτικά – ροκ – εν – ρολ» αλλά και με το πώς μία παντοτινά ελεύθερη και ανεξάρτητη γυναίκα επέζησε και βίωσε στα άκρα την επανάσταση, το φύλο της, τη μητρότητα και την «ολική της επαναφορά» με γενναιότητα και θράσος.

Στην ταινία, οι σελίδες του ημερολογίου ξεφυλλίζονται καθώς αφηγείται τη ζωή της, σε πρώτο πρόσωπο, η Σκάρλετ Γιοχάνσον. Οι σκηνοθέτες λένε ότι επέλεξαν την ηθοποιό όχι επειδή είναι διάσημη αλλά επειδή η φωνή της είναι βαθειά και σέξι και έχει μία βραχνάδα σαν να έχει καπνίσει χιλιάδες τσιγάρα στη ζωή της.

Άλλωστε και η Ανίτα είχε μία ασαφή, κοσμοπολίτικη, Ευρωπαϊκή προφορά polyglot, μίας περιηγήτριας που μάζευε προφορές και γλώσσες όπου κι αν πήγαινε. Μάθαινε μανταρίνικα και ρωσικά στα εβδομήντα της και περνούσε με άνεση κεντροευρωπαίας δούκισσας από τα ιταλικά στα γαλλικά αν ήθελε. Έζησε στην Ελβετία, μεγάλωσε στη Ρώμη, πήγε σχολείο στη Γερμανία και εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο. Όταν οι Stones ήταν στο Villefranche, στην Côte d’Azur ηχογραφώντας το πιο drug-fuelled άλμπουμ τους, το «Exile on Main Street», ήταν η μόνη που μιλούσε γαλλικά, οπότε έγινε απαραίτητη για τη ζωή τους σε εκείνη την ιστορική βίλα και όλων όσων μπαινόβγαιναν. Εκείνη φρόντιζε για τα πάντα. Βασικά για την ηρωίνη δηλαδή.

Ποια ήταν η Annita Pallenberg – Οι σχέσεις της με τα μέλη των Rolling Stones

Η Anita είχε μία ασαφή παιδική ηλικία. Γεννήθηκε, πιθανώς, στη Ρώμη σε μία Γερμανο-Ιταλική οικογένεια μποέμ αριστοκρατών που ήταν όλοι καλλιτέχνες. Ο παππούς της και ο προπάππος της ήταν ζωγράφοι που τους άρεσε να ζωγραφίζουν σάτυρους και νύμφες, έλεγε η ίδια. Μια οικογένεια που, κατά τις φήμες, έπεσε σε παρακμή όταν χτυπήθηκε από τη σύφιλη και την παράνοια. Και η Ανίτα είχε ταλέντο – αγαπούσε πολύ την τέχνη, ζωγράφιζε καλά, έκανε παρέα με πολλούς μοντέρνους καλλιτέχνες και ήταν απόλυτα μέσα στον κόσμο της pop art. Μεγάλωσε στο τεράστιο σπίτι του παππού της στη Ρώμη αλλά πέρασε τα εφηβικά της χρόνια στο Μόναχο, σε ένα παρακμιακό, «κυριλέ σχολείο για αριστοκράτες» απ’ όπου την έδιωξαν επειδή έπινε, κάπνιζε και –το χειρότερο απ’ όλα– έκανε οτοστόπ. Στα δεκαέξι της πήρε υποτροφία για μια σχολή γραφιστικής στη Ρώμη κοντά στην Πιάτσα ντελ Πόπολο κι εκεί ήταν που άρχισε, σε αυτή την τρυφερή ηλικία, να συχνάζει στα καφέ με όλη την ιντελιγκέντσια της Ρώμης, «ξέρεις τώρα, τον Φελίνι και όλους αυτούς», όπως έλεγε. 

Η Ανίτα είχε πολύ στιλ. Επίσης είχε μια αξιοθαύμαστη ικανότητα να κινεί νήματα, να συνδέεται με ανθρώπους. Και μάλιστα στη Ρώμη της εποχής της Dolce Vita. Ήταν φίλη με όλους τους σκηνοθέτες – Φελίνι, Βισκόντι, Παζολίνι· στη Νέα Υόρκη έγινε κολλητή με τον Γουόρχολ, με όλο το κύκλωμα της pop art και με τους μπίτνικ ποιητές. Κυρίως χάρη στις δικές της ικανότητες, η Ανίτα είχε μια εξαιρετική σχέση με πολλούς διαφορετικούς χώρους και ανθρώπους. Ήταν ένας καταλυτικός παράγοντας σε πάρα πολλά από τα όσα συνέβαιναν εκείνες τις μέρες.

Ο Keith Richards, στην αυτοβιογραφία του «Life», την περιγράφει ως εξής:

Η Ανίτα. Πόσο σέξι και όμορφη, η άθλια. Μια από τις πιο ξεχωριστές γυναίκες στον κόσμο. Ήταν αστεία. Ήταν η πιο κοσμοπολίτισσα γυναίκα που είχα συναντήσει στη ζωή μου. Αγαπούσα το χαρακτήρα της παρόλο που ήταν ανακατώστρα και της άρεσε να έχει εκείνη τον έλεγχο. Δε σε άφηνε σε ησυχία ούτε λεπτό. Αν, για παράδειγμα, έλεγα εγώ «Πολύ όμορφο αυτό…», εκείνη θα έλεγε: «Όμορφο; Τη σιχαίνομαι αυτή τη λέξη. Σταμάτα, ρε, να είσαι τόσο μικροαστούλης.» Ναι, ήταν έτοιμη να μαλώσουμε για τη λέξη «όμορφο». Τι να πω; Τα αγγλικά της ήταν ακόμα κάπως σπαστά γι’ αυτό και συχνά, όταν ήθελε να ξεσπάσει, ειδικά όταν ήθελε να πει κάτι συγκεκριμένο, το έλεγε στα γερμανικά. «Συγγνώμη. Μισό λεπτό, περιμένετε να δω πώς μεταφράζεται αυτό.»

Εάν υπήρχε ένα όνομα που έπαιζε παντού στη μοντέρνα σκηνή του Λονδίνου και της δυτικής Ευρώπης στα 60s, τότε αυτό ήταν της Ανίτα. Το μόντελινγκ, το οποίο έκανε περιστασιακά, την είχε οδηγήσει στο Μόναχο το 1965, όπου και πήγε σε μια συναυλία των Rolling Stones. «Ο Κιθ ήταν πολύ ντροπαλός και ο Μικ δεν χόρευε, απλώς έπαιζε τις μαράκες” έλεγε για εκείνη την πρώτη συνάντηση. Παρ' όλα αυτά, κατέληξε στα παρασκήνια και κάπνισε χασίς με τον Μπράιαν Τζόουνς και αυτό ήταν όλο. Ήταν πλέον μέρος του συγκροτήματος, για να μη πούμε ότι επρόκειτο να γίνει “σχεδόν το πέμπτο μέλος τους».

Εκείνη την εποχή ο Μικ Τζάγκερ ήταν ζευγάρι με τη Μάριαν Φέιθφουλ και πήγαιναν για προσκύνημα στο Χέρφορντσαϊρ, με έναν συγγραφέα, τον Τζον Μίτσελ, ο οποίος είχε έναν ρόλο «μάγου-δρυίδη» στην παρέα, για να δουν ιπτάμενους δίσκους, γεωενεργειακές γραμμές και άλλα παρόμοια ψυχεδελικά. Η Ανίτα ζούσε τη ζωή της στο Παρίσι χορεύοντας κάθε νύχτα ντυμένη με διάφανα φορέματα στο κλαμπ της Regine’s, όπου βέβαια είχε μονίμως ελεύθερη είσοδο· εκτός αν βρισκόταν στη Ρώμη, όπου κι εκεί ζούσε μια εξίσου λαμπερή ζωή. Δούλευε ως μοντέλο και έπαιρνε ρόλους και σε ταινίες. Οι άνθρωποι που συναναστρεφόταν ήταν σκληροπυρηνικοί αβανγκάρντ καλλιτέχνες, την εποχή ακόμα που το σκληροπυρηνικό με δυσκολία υπήρχε.

Anita Pallenberg & Brian Jones 

Ο Μπράιαν Τζόουνς ήταν ιστορικά ο ιδρυτής των Rolling Stones όταν ήταν ακόμα μία μπάντα που έπαιζαν blues. Εκρηκτική προσωπικότητα κι εκείνος, με πολλές διακυμάνσεις στη συμπεριφορά του, ξεσπάσματα και, μοιραία όπως αποδείχθηκε τελικά, έφεση στο αλκοόλ και στα ναρκωτικά. Από τη στιγμή που γνωρίστηκαν με την Ανίτα έγιναν αχώριστοι. Άλλωστε έμοιαζαν, ήταν ίδιοι, ίδια μαλλιά, ίδιο σαγόνι, ακόμα και ίδια ρούχα – η ομοιότητα στις φωτογραφίες είναι εκπληκτική. Η σχέση τους ήταν βίαιη και τρομερά αυτοκαταστροφική.

Ο Κιθ Ρίτσαρντς γράφει:

«Εκείνη την εποχή εγώ ήμουν ελεύθερο πουλί, μόλις είχα χωρίσει με την Λίντα Κιθ. Ο Μπράιαν όταν δε δούλευε ήταν πιο υποφερτός. Πήγαινα και άραζα πολύ συχνά στο σπίτι του –και σπίτι της Ανίτα τώρα πια– στην οδό Κόρτφιλντ.

Περνούσαμε καλά, κάναμε πολύ πλάκα, η φιλία μας ξαναγεννιόταν και μαστουρώναμε όλοι μαζί. Τον πρώτο καιρό ήταν τέλεια. Καθώς περνούσαν οι μέρες άρχισα σιγά-σιγά να μετακομίζω εκεί. (…) Τον πρώτο καιρό έφευγα στις έξι το πρωί, περπατούσα μέσα από το Χάιντ Παρκ, πήγαινα στο Σεν Τζονς Γουντ μόνο και μόνο για να αλλάξω κανένα καθαρό πουκάμισο και μετά επέστρεφα. Μετά το έκοψα κι αυτό, δεν πήγαινα καν στο σπίτι μου. 

(…) Κάτι είχε αρχίσει να συμβαίνει λοιπόν στο σπίτι της οδού Κόρτφιλντ. Μερικές φορές ο Μπράιαν λιποθυμούσε, έπεφτε ξερός στον ύπνο, και τότε εγώ με την Ανίτα κοιταζόμασταν. Μέχρι εκεί όμως. Ήταν η γυναίκα του Μπράιαν. Τελεία. Το να κλέψω την γκόμενα ενός άλλου από το συγκρότημα δεν ήταν στα σχέδιά μου. Κι έτσι, περνούσαν οι μέρες.

Η αλήθεια είναι ότι κοίταζα την Ανίτα, μετά κοίταζα τον Μπράιαν και μετά ξανακοίταζα την Ανίτα και μετά έλεγα από μέσα μου: «Μπα, δεν πάει άλλο, δεν αντέχω. Πρέπει να γίνει δική μου. Ή να γίνω εγώ δικός της. Κάτι τέλος πάντων. (…) Επίσης είχα αρχίσει να καταλαβαίνω τι συνέβαινε μεταξύ τους. Κάποιες νύχτες άκουγα γδούπους από το δωμάτιό τους και το επόμενο πρωί ο Μπράιαν εμφανιζόταν με μαυρισμένο μάτι. Ο Μπράιαν γούσταρε να δέρνει γυναίκες. Η μόνη γυναίκα στον κόσμο όμως που δεν έπρεπε να τη χτυπήσει ήταν η Ανίτα Πάλενμπεργκ. Κι αυτός το έκανε. Κάθε φορά που είχαν έναν καβγά, ο Μπράιαν έβγαινε με μώλωπες και επιδέσμους. Αυτό όμως δεν είχε να κάνει με εμένα, έτσι δεν είναι;».

Η σχέση αυτών των δύο είχε αρχίσει να διαλύεται. Ο Μπράιαν της πετούσε μαχαίρια, ποτήρια, τη γρονθοκοπούσε κι εκείνη κρυβόταν πίσω από καναπέδες για να τον αποφύγει. Η Ανίτα όμως είχε μεγαλώσει αθλούμενη διαρκώς – έκανε ιστιοπλοΐα, κολύμβηση, σκι, όλα τα είδη των υπαίθριων σπορ. Ο Μπράιαν δεν της ταίριαζε ούτε από άποψη φυσικής κατάστασης ούτε από άποψη πνεύματος. Εκείνη ήταν πάντα αποπάνω. Κι εκείνος πάντα ήταν ο χαμένος. Εκείνη, στην αρχή τουλάχιστον, έβρισκε τα έξαλλα ξεσπάσματά του πολύ αστεία αλλά πολλές φορές είχαν ως κατάληξη να μπαίνει ο Μπράιαν στη φυλακή – όπως και η Ανίτα μια φορά, όταν, βγαίνοντας από ένα κλαμπ, έφυγε με ένα αυτοκίνητο που δεν ήταν δικό της. Συχνά προσπαθούσε να τον βγάλει από τις φυλακές ουρλιάζοντας στους φρουρούς: «Δεν μπορείτε να τον έχετε στο κελί. Βγάλτε τον έξω.»

Anita Pallenberg & Keith Richards

Κι έτσι, το 1967, η Ανίτα έγινε το κορίτσι του Κιθ. Ο ίδιος το περιγράφει λιγότερο ρομαντικά στο βιβλίο του:

«Στο πίσω κάθισμα της Μπέντλεϊ, κάπου ανάμεσα στη Βαρκελώνη και τη Βαλένθια, η Ανίτα κι εγώ κοιταχτήκαμε στα μάτια, η ένταση είχε φτάσει στο κατακόρυφο, και το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι την Ανίτα να μου παίρνει πίπα. Ο πάγος έσπασε. Ουφ. Επιτέλους.»

Ο Μπράιαν έγινε έξαλλος φυσικά. Το μίσος ανάμεσα στους δύο κιθαρίστες των Stones έγινε ένας από τα θρυλικά beef στην ιστορία του ροκ.

Η Ανίτα και ο Κιθ έκαναν μαζί τρία παιδιά. Και η δική τους σχέση ήταν επίσης πολύ βίαιη και αυτοκαταστροφική, αλλά ήταν και βαθιά ερωτευμένοι.

Το 1969, ο Τζόουνς μπήκε στο περίφημο «κλαμπ των 27»: βρέθηκε νεκρός στην πισίνα του. Ήταν 27 ετών και ροκ σταρ. Εδώ υπάρχει μία άλλη θρυλική ιστορία γύρω από τον μυστήριο θάνατο του Μπράιαν και έχουν γραφτεί άπειρα βιβλία και υποθετικά σενάρια για αυτό. Η Ανίτα και ο Κιθ πάντως ήταν συντετριμμένοι.

Το Λονδίνο συνέχισε να σουινγκάρει απτόητο. Η Ανίτα μέσα στη δίνη του ροκ και της διασημότητας, άρχισε να γίνεται επιθετική και προκλητική. Ο γιος της Μάρλον λέει στην ταινία ότι της άρεσε να τινάζει προκλητικά με το δάχτυλο τα τσιγάρα της επάνω στους ανθρώπους μόνο και μόνο για να γελάσει. Ήταν η εποχή που άρχισαν να διαδίδονται παντού και ελεύθερα οι ψυχεδελικές ουσίες και η Ανίτα έγινε η Νούμερο Ένα Φαν τους: «Άρχισα να παίρνω άσιντ» λέει η σέξι φωνή της Ανίτα/Γιοχάνσον. «Και σταμάτησα το μόντελινγκ. Δεν μπορούσες να κάνεις και τα δύο κι εγώ λάτρευα το άσιντ».

Anita Pallenberg & Mick Jagger

To 1968 o Ροζέ Βαντίμ γύρισε στα στούντιο της Ρώμης την καλτ ταινία pop-επιστημονικής φαντασίας «Barbarella» με την Τζέιν Φόντα στον κεντρικό ρόλο και την Ανίτα στο ρόλο της Κακιάς Τυραννικής Βασίλισσας. Εκείνη την περίοδο, η Ανίτα κατέληξε μια νύχτα στη φυλακή όταν ήταν μαζί μέσα σε ένα αυτοκίνητο με τα παιδιά του Λίβινγκ Θίατερ, μιας αναρχοειρηνιστικής ομάδας που έδιναν προκλητικές παραστάσεις, και τους σταμάτησαν για να τους ψάξουν για ναρκωτικά. Οι αστυνομικοί πέρασαν την Ανίτα για τραβεστί και, πηγαίνοντας να τη βάλουν στην κλούβα, αμέσως μόλις άνοιξε η πόρτα όλοι όσοι ήταν μέσα άρχισαν να τη χαιρετούν και να φωνάζουν «Ανίτα! Ανίτα!». Την ήξεραν όλοι – αυτό θα πει να έχεις γνωριμίες. Εκείνη τους έκανε νόημα να ησυχάσουν, «Σκάστε, καλέ!, γιατί στους αστυνομικούς είχε πει ότι ήταν η Μαύρη Βασίλισσα και ότι δεν είχαν το δικαίωμα να τη συλλάβουν. Βλέπετε, όταν τους έπιασαν, είχε επάνω της ένα ολόκληρο μπαλάκι χασίς το οποίο κατάπιε, οπότε όταν έφτασε η ώρα της κλούβας ήταν ήδη μαστουρωμένη. Την έβαλαν σε ένα δωμάτιο μαζί με όλες τις υπόλοιπες «βασίλισσες». Τελικά, την επόμενη μέρα, κάποιος πλήρωσε την εγγύησή της και την αφήσανε να φύγει.

«Ωραίες εποχές τότε, όταν η αστυνομία ακόμα δεν ήξερε πώς να χειριστεί τις παραλλαγές ανάμεσα στα δύο φύλα. Δεν μπορούσαν ακριβώς να καταλάβουν τι γινόταν» γράφει ο Κιθ. «Οι φίλοι της Ανίτα ήταν, όπως πάντα, όλο το μοντέρνο κύκλωμα της εποχής – άνθρωποι όπως ο ηθοποιός Κρίστιαν Μαρκάντ, που σκηνοθέτησε το Candy, το επόμενο φιλμ στο οποίο δούλεψε η Ανίτα εκείνο το καλοκαίρι και στο οποίο πρωταγωνιστούσε ανάμεσα σε άλλους σταρ και ο Μάρλον Μπράντο. Ο Μπράντο ένα βράδυ έκλεψε την Ανίτα και την πήγε κάπου να της διαβάσει ποίηση και, όταν αυτό απέτυχε, προσπάθησε να μας την πέσει – και στην Ανίτα και σ’ εμένα. “Άσε, άλλη φορά, φίλε.”»

Εκείνη την περίοδο βρισκόταν και ο Κιθ στη Ρώμη, έχοντας κουβαλήσει την αγαπημένη του Μπέντλεϊ την οποία αποκαλούσε Μπλε Λίνα. Το αυτοκίνητο είχε δύο εξωτερικά ηχεία μπροστά στη μάσκα και αυτό ήταν ένα θαυμάσιο παιχνίδι για την Ανίτα που της άρεσε να τρομοκρατεί τους περαστικούς στους δρόμους της Ρώμης κάνοντας στο μικρόφωνο φωνή γυναίκας αστυνομικού που διάβαζε δυνατά τα νούμερα πινακίδων και διέταζε τους οδηγούς να κάνουν αμέσως δεξιά. Και βέβαια στο αμάξι υπήρχαν πάντα ανεβασμένα στις κεραίες τα σημαιάκια του Βατικανό με το θυρεό, τα κλειδιά του Αγίου Πέτρου.

Αλλά η πιο διάσημη εμφάνιση της Ανίτα είναι στο φιλμ «Performance» (1970) του Νίκολας Ρεγκ, μία avant-garde ταινία τόσο ουσιαστικά αληθινή για την έκλυτη, μποέμικη σκηνή του Λονδίνου που μοιάζει με ντοκιμαντέρ και στην οποία πρωταγωνιστεί ο Μικ Τζάγκερ σαν ένα έκφυλο, ανδρόγυνο πλάσμα. Η Ανίτα όχι απλώς έπαιζε δίπλα στον Μικ αλλά έκανε και έρωτα μαζί του στα γυρίσματα. Όπως λέει η φωνή της Γιοχάνσον «Ποτέ δεν τρελαινόμουν για τον Μικ, αλλά όταν ξαπλώνεις μαζί στο κρεβάτι για οκτώ μέρες καπνίζοντας χόρτο για να πάρεις δύο λεπτά ταινίας, τι να περιμένεις να συμβεί…;». Ο Κιθ, έξαλλος, έφυγε και έγραψε το «Gimme Shelter» για να ξεσπάσει. (Για την ιστορία: ο Μικ έγραψε για αυτήν το «You Can’t Always Get What You Want»).

Τελικά κανένας δεν κρατούσε κακία σε κανέναν, ίσως γιατί όλα χάνονταν στη θολούρα της κάθε περασμένης μέρας. Όλοι είχαν γίνει μία ευτυχισμένη οικογένεια, Ανίτα & Κιθ, Μικ & Μάριαν.

Η Μάριαν Φέιθφουλ θυμάται τις μέρες στη Ρώμη: «Αυτό το ταξίδι δε θα το ξεχάσω ποτέ. Εγώ, ο Μικ, ο Κιθ, η Ανίτα και ο Στας. Με πολύ LSD, νύχτα με πανσέληνο στη Βίλα Μέντιτσι. Ήταν η απόλυτη ομορφιά. Θυμάμαι έντονα το χαμόγελο της Ανίτα. Ένα υπέροχο χαμόγελο που υποσχόταν τα πάντα. Εκείνο τον καιρό, όταν η Ανίτα περνούσε καλά, γενικά ήταν γεμάτη υποσχέσεις. Σου χάριζε εκείνο το καταπληκτικό χαμόγελο που ήταν και αρκετά τρομαχτικό με όλες εκείνες τις δοντάρες της. Γελούσε σαν λύκος, σαν τη γάτα που έπιασε το χρυσόψαρο. Αυτό πρέπει να είχε μεγάλη επίδραση στους άντρες. Η Ανίτα ήταν εκθαμβωτική γιατί πάντα ντυνόταν με πολύ ωραία ρούχα, είχε πάντα το τέλειο ντύσιμο.»

«Ποτέ δεν τρελαινόμουν για τον Μικ, αλλά όταν ξαπλώνεις μαζί στο κρεβάτι για οκτώ μέρες καπνίζοντας χόρτο για να πάρεις δύο λεπτά ταινίας, τι να περιμένεις να συμβεί…;».

Anita Pallenberg: Η ηθοποιός που δημιουργούσε μόδες

Ανέκαθεν ήταν μία γυναίκα που δημιουργούσε μόδες. Όχι μόνο στα 60s και στα 70s αλλά ακόμα και μεγαλύτερη, στα 90s, στη hip σκηνή του Λονδίνου. Η Κέιτ Μος, καλή της φίλη, τη θυμάται να κυριαρχεί στα πάρτι της πόλης, δείχνοντας στα παιδιά του Britpop κινήματος
«πώς γίνεται», φορώντας φόρμες εργασίας και τεράστια γυαλιά ηλίου. Το μότο που δίδασκε στους μικρούς fans ήταν πάντα μπροστά, μην εξηγείσαι, μην παραπονιέσαι».

Ο γιος της Μάρλον, στο ντοκιμαντέρ λέει ότι η μητέρα του ήταν περισσότερο αναρχική παρά χίπστερ - μια επαναστάτρια, ουσιαστικά. Εκείνη την εποχή υπήρχαν ελάχιστες διέξοδοι για τις γυναίκες με ομορφιά και ευφυΐα. Απολάμβανε την εξουσία που είχε πάνω στους άντρες, αλλά και την εξουσία που είχε διανοητικά.

Μεταξύ των άλλων είχε και τη φήμη της «μάγισσας», κάτι που την ίδια τη διασκέδαζε και μάλιστα είναι δική της η φωνή που μιμείται την κουκουβάγια στο τραγούδι των Stones, «Sympathy for the Devil». Της άρεσε να μπερδεύει τα στιλ και τα φύλα. Όπως έκανε με τον Μπράιαν, το ίδιο έκανε και με τον Κιθ, δίνοντάς του να φοράει τα ρούχα της -είχαν το ίδιο μέγεθος- και να βγαίνει στη σκηνή ή στις συνεντεύξεις του. Αναμφίβολα ήταν η γυναίκα που άλλαξε το στιλ των Stones και μιας ολόκληρης γενιάς μέσω αυτών.

Η Ανίτα, προσπαθώντας να καθαρίσει από τα ναρκωτικά, αποφάσισε να σπουδάσει τη μόδα που, άλλωστε, τόσο καλά γνώριζε από ένστικτο. Το 1994 αποφοίτησε από το Central Saint Martins στο Λονδίνο παίρνοντας πτυχίο στη μόδα και στα υφάσματα. Με το πάθος που τη διέκρινε, συνεργάστηκε με την Vivienne Westwood, μια σχεδιάστρια που μοιραζόταν την αισθητική της. Ωστόσο, η Ανίτα αποφάσισε να μην προχωρήσει σε μια καριέρα στη μόδα, θεωρώντας την πολύ ανταγωνιστική και σκληρή.

Anita Palleberg & Keith Richards: Ο θάνατος του γιου τους, Tara

Η Ανίτα και ο Κιθ απέκτησαν τρία παιδιά. Τον Μάρλον (1969), την Νταντέλιον Άντζελα (1972 – για την οποία ο Κιθ έγραψε και το υπέροχο, θρυλικό τραγούδι «Angie») και τον Τάρα (1976) που έζησε μόνο δέκα εβδομάδες μετά τη γέννησή του. Ο Τάρα πέθανε στην κούνια του. Η αιτία θανάτου έχει αναφερθεί ως SIDS ή πνευμονία.

Το SIDS (Σύνδρομο Αιφνίδιου Βρεφικού Θανάτου) είναι μια ανεξήγητη αιφνίδια βρεφική θνησιμότητα που συμβαίνει σε βρέφη ηλικίας κάτω του ενός έτους, συνήθως κατά τη διάρκεια του ύπνου. Η αιτία του SIDS είναι άγνωστη, αλλά υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες που μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο, όπως το κάπνισμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ο ύπνος πιέζοντας στομάχι και η υπερβολική ζέστη.

Ο Κιθ στο βιβλίο του, περιγράφει με ανατριχιαστικό τρόπο εκείνη την περίοδο:

«Σχεδόν ένα μήνα αφού γεννήθηκε ο Τάρα άφησα την Ανίτα κι έφυγα σε μια μεγάλη περιοδεία στην Ευρώπη. Για παρέα στο δρόμο πήρα μαζί μου τον Μάρλον. Ήταν επτά χρονών. Η Ανίτα κι εγώ όλο αυτό το διάστημα είχαμε αποξενωθεί, είχαμε γίνει δυο πρεζόνια που ζούσαμε εντελώς ξεχωριστά τη ζωή μας με μοναδικό κοινό μας σημείο το ότι προσπαθούσαμε να μεγαλώσουμε και κάτι παιδιά. Η ατμόσφαιρα στο σπίτι δεν ήταν καλή. Είναι πολύ δύσκολο να ζεις με μια γυναίκα που είναι κι αυτή πρεζόνι, και μάλιστα μεγαλύτερο πρεζόνι από σένα. Το μόνο πράγμα που μου έλεγε τότε η Ανίτα όταν μου απηύθυνε το λόγο ήταν: “Ήρθε;” Το μόνο σημαντικό πράγμα στη ζωή της ήταν η πρέζα. Και είχε αρχίσει να χάνει το μέτρο. Μπορεί να άκουγα ξαφνικά μες στη νύχτα έναν κρότο, ένα σπάσιμο, θα ήταν η Ανίτα που είχε πετάξει ένα μπουκάλι χυμό βατόμουρο ή κρασί στον τοίχο του καινούριου σπιτιού που είχαμε μόλις νοικιάσει. Τώρα πια είχε πάψει να έρχεται μαζί μας στις περιοδείες ή στις ηχογραφήσεις των δίσκων· κλεινόταν όλο και περισσότερο στον εαυτό της.»

Εκείνο το πρωί η Ανίτα βρήκε τον μικρό Τάρα νεκρό. Ο Κιθ γράφει ότι δεν ήθελε να κάνει ερωτήσεις εκείνη τη στιγμή. Μόνο η Ανίτα γνώριζε την αλήθεια.

«Αλλά το να αφήσω ένα νεογέννητο και να φύγω είναι κάτι για το οποίο δεν μπορώ να συγχωρήσω τον εαυτό μου. Ήταν σαν να άφησα το πόστο μου. Με την Ανίτα μέχρι και σήμερα δεν το έχουμε συζητήσει ποτέ. Το άφησα, δεν ήθελα να ανοίξω παλιές πληγές. Αν η Ανίτα ήθελε να καθίσει δίπλα μου και να μιλήσουμε γι’ αυτό, μπορεί να το έκανα, αλλά εγώ δεν μπορούσα να το θέσω το θέμα. Πονούσε πολύ. Κανείς απ’ τους δυο μας –είμαι σίγουρος και για εκείνη– δεν το έχει ξεπεράσει. Δεν τα ξεπερνάς αυτά τα πράγματα. Εκείνη την εποχή όμως, αυτό που συνέβη σίγουρα διέβρωσε τη σχέση μας και την έκανε να βυθιστεί ακόμα πιο βαθιά στο φόβο και στην παράνοια.»

Η ανεξέλεγκτη Ανίτα

Η Ανίτα είχε αρχίσει να έχει παραισθήσεις, είχε γίνει παρανοϊκή. Ήταν μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ζωής της και η κατάσταση με την ηρωίνη χειροτέρευε. Οπουδήποτε και να πήγαινε να ζήσει με την οικογένειά της ήταν σίγουρη ότι όποιος έμενε εκεί πριν από αυτούς και είχε αναγκαστεί να φύγει εσπευσμένα έχοντας ξεχάσει κάπου κρυμμένο ένα τσιγάρο μαριχουάνας. Σχεδόν ξήλωνε όλο το μέρος για να βρει τη μαριχουάνα. Όλο το μπάνιο στο ξενοδοχείο Ritz, καναπέδες, ταπετσαρίες τοίχου, ξύλινες επενδύσεις. Με τον Κιθ είχε κάνει ένα επίσημο συμφωνητικό, κατόπιν δικής της επιθυμίας, ότι ποτέ δεν θα την πήγαινε σε ψυχιατρείο. Εκείνος την περιγράφει ως μια Βαλκυρία, μια μυθολογική θεότητα από εκείνες που αποφάσιζαν ποιος θα σφαγιαζόταν στη μάχη. Είχε εκτροχιαστεί εντελώς, είχε γίνει θανατηφόρα. Ήταν έξαλλη έτσι κι αλλιώς, είτε υπήρχε ηρωίνη είτε όχι, αν όμως δεν υπήρχε, τότε πραγματικά τρελαινόταν. Η μικρή Άντζι έμενε με τους παππούδες της αλλά ο Κιθ είχε πάντα κοντά του τον Μάρλον με τον οποίον είχαν συνηθίσει να ζουν με το φόβο ότι η Ανίτα μπορεί να έκανε κακό στον εαυτό της, ακόμα και σε αυτούς τους ίδιους.

«Τον έπαιρνα κάτω στην κουζίνα, κουρνιάζαμε σε μια γωνιά και του έλεγα: “Ας περιμένουμε εδώ μέχρι να ηρεμήσει λίγο η μαμά.” Εκσφενδόνιζε ό,τι έβρισκε μπροστά της και μπορεί να χτυπούσε το παιδί. Γύριζα σπίτι κι έβλεπα τους τοίχους γεμάτους αίματα ή κρασί. Δεν ήξερες τι θα ήταν το επόμενο που θα μπορούσε να συμβεί. (…) Όχι, εκεί, στα μέσα της δεκαετίας του ‘70, δεν είχε πια πλάκα να είμαι με την Ανίτα.»

Τελικά η Ανίτα βρέθηκε να ζει σε ένα προάστιο βόρεια της Νέας Υόρκης και να έχει ερωτική σχέση με έναν 17χρονο από την περιοχή, ο οποίος κατέληξε κι αυτός νεκρός στο κρεβάτι της. Έχοντας πάρει ναρκωτικά και οι δυο τους.

Ο Κιθ γράφει: «Με την Ανίτα η κατάσταση είχε ξεφύγει σε ένα σημείο χωρίς επιστροφή· ο νεαρός της φίλος τίναξε τα μυαλά του στον αέρα μες στο σπίτι μας, επάνω στο κρεβάτι μας. Ήμουν τρεις χιλιάδες μίλια μακριά, στο γαμημένο το Παρίσι, κι έκανα το γαμοδίσκο, κι ο Μάρλον ήταν εκεί, άκουσε την Ανίτα να ουρλιάζει και μετά την είδε να κατεβαίνει τις σκάλες σε αλλόφρονα κατάσταση γεμάτη αίματα. Ο νεαρός είχε αυτοπυροβοληθεί στο πρόσωπο. Παίζανε, λέει, ρώσικη ρουλέτα. Τον είχα γνωρίσει, ήταν ένας τρελαμένος πιτσιρικάς, δεκαεφτά χρονών, γκόμενος της Ανίτα. Της είχα πει τότε: “Άκου, βρε κούκλα μου, εντάξει, φεύγω, τελειώσαμε, αυτό ήταν, αλλά αυτό το παιδάκι δεν είναι για σένα.” Και το απέδειξε.»

Η Ανίτα και ο Κιθ χώρισαν το 1980. Παρέμειναν όμως φίλοι μέχρι το τέλος της ζωής της, το 2017.

Ο Κιθ, έγραφε στο βιβλίο του:

«Σήμερα πια, μπορούμε με την Ανίτα να καθόμαστε δίπλα-δίπλα τα Χριστούγεννα, με τα εγγόνια μας γύρω μας, και να χαμογελάμε ήρεμα ο ένας στον άλλο· “Τι γίνεται, μωρή παλιόγρια; Τι κάνεις;” Η Ανίτα τώρα είναι μια χαρά στην υγεία της. Έχει ηρεμήσει, είναι γλυκιά και έχει γίνει μια καταπληκτική γιαγιά. Επιβίωσε. Τα πράγματα όμως θα μπορούσαν να είχαν πάει πολύ καλύτερα για εμάς τους δυο, γλυκιά μου….»

* Τα αποσπάσματα που χρησιμοποιήθηκαν είναι από την αυτοβιογραφία “Life” του Keith Richards (κυκλοφορεί στα ελληνικά, σε μετάφραση του Γιάννη Νένε, από τις εκδόσεις Ροδακιό).