40+ και «κρασάρω»… Γιατί άραγε;
Τι μας πιάνει και θέλουμε σιέστα στη μέση της ημέρας όταν είμαστε μεγαλούτσικες.
Η σημασία της ξεκούρασης και του μεσημεριανού ύπνου για τα άτομα άνω των 40 ετών.
Αν έχω ξυπνήσει νωρίς, αν έχω φάει κάμποση ώρα σε κίνηση, αν έχω έστω βγει από το σπίτι ενώ ξύπνησα νωρίς… έρχεται μια στιγμή μέσα στην ημέρα κατά την οποία κρασάρω. Κατεβάζω διακόπτες και ονειρεύομαι το κρεβάτι μου.
Με το ρήμα «κρασάρω» εννοώ ότι σταματάει να λειτουργεί το σύστημα. Το μυαλό μου γίνεται θολό (αν υποθέσουμε ότι είναι τζάμι τις άλλες ώρες), οι κινήσεις μου μπαίνουν σε σλόου μόσιον, οι ικανότητές μου πέφτουν κοντά στο μηδέν σε όλους τους τομείς. Δεν καταλαβαίνω τι μου λένε, δεν θέλω να πω τίποτα απολύτως, σκέφτομαι μήπως βάλω τα κλάματα και αν είμαι μακριά από κρεβάτι ή έστω από αναπαυτική πολυθρόνα, αρχίζει να με πιάνει πονοκέφαλος ή/και ψιλή ναυτία.
Όλα αυτά διορθώνονται με 20-30’ ύπνο, ή ακόμα καλύτερα, με σιέστα για μία ώρα ολόκληρη, στρογγυλή. Αν τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι στο πρόγραμμα… σέρνομαι χωρίς καμία δημιουργικότητα, με λειψή ενέργεια και άσχημη διάθεση μέχρι να νυχτώσει, κυρίως μέχρι να βρεθώ στο κρεβάτι μου. Το φαινόμενο το παρατηρώ σποραδικά τα τελευταία δέκα χρόνια, που έχει νορμαλο-ποιηθεί: όσο απέφευγα τον υποχρεωτικό μεσημεριανό ύπνο όταν ήμουν παιδί, τόσο τον χρειάζομαι τώρα. Όχι πάντα, όχι όταν κοιμηθώ καλά τη νύχτα ή όταν ξυπνήσω με την άνεσή μου – αλλά όταν έχεις παιδιά που πάνε ακόμα στο Λύκειο και σκυλί που θέλει να βγει πρωινή βόλτα, αναγκαστικά ΔΕΝ ξυπνάς με την καμία άνεσή σου. Οι άνθρωποι χωρίς παιδιά ή με μεγάλα παιδιά, που έχουν ξεχάσει τα πάντα, σου λένε «Μα γιατί τα ξυπνάς εσύ τα παιδιά σου; Άσ’ τα να ξυπνήσουν μόνα τους, εγώ στην ηλικία τους πεταγόμουν από το κρεβάτι σαν ελατήριο με το πρώτο φως!» Πάντα τις ακούω με μισό αυτί τέτοιου είδους ηρωικές αφηγήσεις («Εγώ πήγαινα με τα πόδια στο σχολείο περνώντας μέσα από χείμαρρο! Εγώ ανέβαινα τον Όλυμπο κάθε πρωί για να πάω σχολείο! Εγώ διάβαζα εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, στον Όλυμπο, που είχα ανέβει με τα πόδια μέσα από χείμαρρο!» κ.λπ.) Έτσι κι αλλιώς, και τα τρία παιδιά μου, ζωή να έχουν, δεν ξυπνάνε με κανένα πρώτο, δεύτερο ή δέκατο τρίτο φως, κι αν δεν τα τραβήξω με το ζόρι (όσο πάνε σχολείο) θα σηκωθούν στις δύο το μεσημέρι. Θα χάσουν πάρα πολλές πρώτες ώρες μαθημάτων, θα φτάσουν στο όριο απουσιών, και δεν θα αναγνωρίζουν την καθηγήτρια που διδάσκει την πρώτη ώρα, έτσι και την πετύχουν στον δρόμο.
Τον έχω στο τσεπάκι μου τον ύπνο, ευτυχώς: μόλις φύγουν τα παιδιά, ξανακοιμάμαι. Για λίγο, δυστυχώς, επειδή γαυγίζει το σκυλί, με αποτέλεσμα να σέρνομαι από τις 10 και να περιμένω με αγωνία να γυρίσουν τα παιδιά από το σχολείο, να φάνε αυτό που ρημαδο-μαγείρεψα, για να πέσω να κοιμηθώ κατά τις 3 - 4, ώρα κατά την οποία κρασάρω κανονικά, πέφτουν όλα τα συστήματα, δεν λειτουργεί τίποτα. Το επισημαίνω επειδή είναι ηλικιακό θέμα, όπως η μυρωδιά μας που αλλάζει όσο μεγαλώνουμε και οι διάφορες καταστροφές που μας πέφτουν στο κεφάλι μετά τα 50-60-70: χρειάζεσαι ενέργεια για να βγάλεις τη μέρα σου, κι αν δεν έχεις μαζέψει αυτήν την ενέργεια με ένα καλό οκτάωρο ύπνου, κανένας καφές και καμία πολυβιταμίνη δεν θα σου την χαρίσουν. Μόνον η σιέστα μπορεί να σε σώσει, ή τουλάχιστον να σώσει εμένα και κάμποσες συνομήλικες φίλες, που ορκίζονται στον μεσημεριανο-απογευματινό υπνάκο.
Δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Αγαπημένος φίλος κοντά-εξηντάρης, τη βγάζει με 4-5 ώρες ύπνο το 24ωρο, και «αρρωσταίνει» έτσι και κοιμηθεί μεσημερο-απόγευμα. Τον θαυμάζω, όπως θαυμάζω τις (λιγοστές, και νεότερες) φίλες με την τρελή ενέργεια, που ξεκινάνε από το σπίτι τους στις 8 πμ και γυρνάνε μετά τα μεσάνυχτα, έχοντας σφάξει κάμποσα ποτά μετά τη δουλειά, σερί, χωρίς να ρίξουν λίγο νερό στη μούρη τους. Μπορώ να το κάνω, στην μεγάλη ανάγκη – σε ταξίδια, σεμινάρια, εργαστήρια, σε δουλειές που υπόσχονται πολλά και κάνω την καρδιά μου πέτρα, και μετά σιχτιρίζω γιατί κανείς δεν παραδίδει αυτά που υπόσχεται, οπότε τζάμπα έχω χάσει το ριλάξ μου. Θυμάμαι παππούδες και γονείς που εξαφανιζόντουσαν ξαφνικά από οικογενειακά γεύματα για να «φρεσκαριστούν» σε μια ήσυχη κρεβατοκάμαρα, και πόσο περίεργο μου φαινόταν όταν ήμουν 25-35 χρονών. Πόσο γελούσαμε κρυφά με τον μπαμπάκα μας που κοιμόταν στην πολυθρόνα του όταν τραβούσε πολύ κάποια επίσκεψη. Κι όλα όσα κορόιδευες νέος, τα λούζεσαι αν έχεις την καλή τύχη να μεγαλώσεις και συ με τη σειρά σου: μου έχει συμβεί σε μίτινγκ γύρω στις 4 -5 να παρακαλάω μέσα μου να με σκεπάσει κάποιος με ένα σεντόνι εκεί που κάθομαι, για να κοιμηθώ ένα εικοσάλεπτο, πραγματικά σαν καναρίνι στο (σκεπασμένο) κλουβί του.
Γενικά τα βγάζω πέρα, καταφέρνω να βολεύω υπνάκους σε οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, αρκεί να μη με παίρνει πρέφα κανείς. Ποτέ δεν παραδέχομαι ότι, όντως, είχα ξεραθεί – απαντάω στο τηλέφωνο με ζωηράδα, λες και θα μου βάλει πρόστιμο όποιος τηλεφώνησε στις 4.30, Κυριακή μεσημέρι, ή λες και φταίω εγώ που μεγαλώνω με την απαραίτητη βαρύτητα και όχι το άτομο στο τηλέφωνο, που δεν έχει περάσει τα 25 και δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει «κρασάρω».
Εύχομαι σε αυτό και σε όλα τα άτομα που τηλεφωνούν μεσημεριανές ώρες, να καταλάβει μια μέρα και να πει «α-χά! Αυτό εννοούσε η γιαγιάκα μου τελικά…»