Το πιο φαν χριστουγεννιάτικο δώρο είναι by Anima Theca
Αυτή είναι η ιστορία της Μαριάνε, της γυναίκας που ερωτεύτηκε ο Λέναρντ Κοέν, κάποτε στην Ύδρα, της γυναίκας που σημάδεψε τη ζωή και την τέχνη του. Γι’ αυτήν έγραψε και το διάσημο τραγούδι «So Long, Marianne».
Στα 22 της χρόνια, η Μαριάνε Ιλέν εγκαταλείπει το παγωμένο Όσλο και μετακομίζει στην Ύδρα, μαζί με τον αγαπημένο της Άξελ Γιένσεν, ήδη καταξιωμένο συγγραφέα. Αυτός γράφει· η Μαριάνε ασχολείται με το νοικοκυριό, μέχρι την ημέρα που ο Άξελ θα την αφήσει για χάρη μιας άλλης γυναίκας, στο μικρό ελληνικό νησί, μ’ ένα νεογέννητο μωρό στην αγκαλιά.
Μία από τις γκρίζες εκείνες μέρες, η Μαριάνε βρίσκεται στο μπακάλικο του νησιού. Ένας γοητευτικός άνδρας εμφανίζεται μπροστά της από το πουθενά και της ζητάει να καθίσει με τον ίδιο και την παρέα του στα λιγοστά τραπεζάκια της αυλής. Της συστήνεται ως Λέναρντ Κοέν. Η συνάντηση σηματοδοτεί την αρχή ενός μεγάλου έρωτα, που θα διαρκέσει όλη την ταραγμένη δεκαετία του ’60 και θα τους ταξιδέψει στο Όσλο, στο Μόντρεαλ, στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι και ξανά πίσω στην Ύδρα. Την ίδια περίοδο, ο Κοέν θα δει την καριέρα του ως τραγουδοποιού να απογειώνεται και θα γράψει ένα από τα ωραιότερα τραγούδια αγάπης, το «So Long, Marianne», για την όμορφη Μαριάνε.
Τώρα, έρχεται η σειρά της Μαριάνε να πει την ιστορία της σε ένα βιβλίο με τον ίδιο τίτλο, που έγραψε σε συνεργασία με την Kari Hesthamar. Όχι μόνο μια ιστορία αλλά και η εικόνα μιας άλλης εποχής, ιχνηλατώντας το πορτρέτο της διεθνούς, καλλιτεχνικής «αποικίας» της Ύδρας στη δεκαετία του ’60. Οι πρωταγωνιστές του είναι όμορφοι, νέοι και ανήσυχοι, υπέρμαχοι μιας ζωής αντισυμβατικής, αφιερωμένης στην τέχνη και την αναζήτηση της εσωτερικής ελευθερίας. Διαβάστε μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο, πριν το αγοράσετε.
H πρώτη συνάντηση
Ένα ζεστό πρωινό του Μαΐου, σχεδόν μεσημέρι, η Μαριάνε ζητάει από μία γειτόνισσα να προσέξει για λίγο το μικρό Άξελ, ώστε να πάει για ψώνια. Τριγύρω της άνθη κόκκινα και ροζ· όλη η Ύδρα είναι έτοιμη να ανθίσει. Κατεβαίνει γρήγορα τα απότομα σκαλιά από το σπίτι κι ακολουθεί την παλιά κοίτη του ποταμού προς το λιμάνι, χαιρετώντας λιγοστούς γνωστούς καθ’ οδόν.
«Γεια σου, παιδί μου».
«Γεια σου».
Στο λιμάνι, μπαίνει στου Κάτσικα κρατώντας το καλάθι της, για να αγοράσει εμφιαλωμένο νερό και γάλα για το μωρό. Φοράει ένα ζευγάρι τσόκαρα και μια χειροποίητη ριγέ φούστα, με φαρδιές πιέτες και πολύχρωμες ρίγες σε γαλάζιο φόντο. Ένας άνδρας που δεν έχει ξαναδεί, έρχεται και στέκεται στην πόρτα του καταστήματος, με τον ήλιο ξοπίσω του, ντυμένος μ’ ένα χακί παντελόνι κι ένα πουκάμισο με σηκωμένα τα μανίκια. Φοράει ελβιέλες και τραγιάσκα. Η Μαριάνε δεν μπορεί να δει το πρόσωπό του, μόνο το περίγραμμα της φιγούρας του, μα τον ακούει να λέει στα αγγλικά: «Θα θέλατε να έρθετε να καθίσετε μαζί μας; Είμαστε έξω».
Η Μαριάνε αποδέχεται την πρόσκλησή του ντροπαλά και τελειώνει με τα ψώνια της. Παίρνει το καλάθι της, βγαίνει έξω και κάθεται στο τραπέζι του άνδρα, όπου βρίσκονται κι άλλοι τρεις-τέσσερις ξένοι. Κάθονται σε κάτι μικρές, ξύλινες καρέκλες, με ψάθινα καθίσματα και ίσιες πλάτες. Μερικοί πίνουν ρετσίνα. Η Μαριάνε παραγγέλνει χυμό, αποφεύγοντας να πιει αλκοόλ τόσο νωρίς το πρωί. Είναι ανήσυχη, ξέροντας ότι πρέπει σύντομα να γυρίσει σπίτι, να απαλλάξει τη γειτόνισσα από το μωρό. Συνεσταλμένη, μην ξέροντας τι να πει, αποστρέφει το βλέμμα της από την ήσυχη και ειρηνική ατμόσφαιρα του τραπεζιού. Ο άνδρας δεν λέει πολλά, κοιτάζει μόνο τη Μαριάνε. Κι όταν τα βλέμματά τους συναντιούνται, το σώμα της όλο τρέμει.
Η Μαριάνε σηκώνεται. Αποχαιρετά τους παρευρισκόμενους και τρέχει με ανάλαφρο βάδισμα μέχρι το σπιτάκι στα Καλά Πηγάδια.
Το καλάθι της είναι βαρύ αλλά δεν νιώθει το βάρος. Φτάνει σπίτι και νιώθει σχεδόν μεθυσμένη. Ξεπροβοδίζει στα γρήγορα τη νεαρή γειτόνισσα και βάζει μουσική. Χορεύει μες στο δωμάτιο. Σκέφτεται πόσο όμορφα είναι που βρίσκεται εκεί μαζί με το μικρό Άξελ, δίχως να τη νοιάζει που ο μικρός δεν θέλει να πάει κατευθείαν για ύπνο. Νιώθει ανάλαφρη, ξαλαφρωμένη.
Νυχτερινή βόλτα στα σοκάκια της Ύδρας. Ένας έρωτας που φούντωσε καλοκαίρι.
Η Μαριάνε και το παιδί ξεκουράζονται το απομεσήμερο, όταν ο ήλιος βρίσκεται στο ζενίθ του. Η Μαριάνε ξυπνάει και νιώθει να σφύζει από ενθουσιασμό. Θέλει να ξανακατέβει στο λιμάνι, γνωρίζοντας πως όλοι όσοι ξέρει βρίσκονται εκεί. Σκέφτεται ότι ίσως και να ξανασυναντήσει εκεί τον Καναδό που γνώρισε το πρωί. Το μαυρομάλλη ποιητή με την τραγιάσκα και το έντονο βλέμμα.
Φοράει ένα καπελάκι στο μωρό και τσουλάει το καρότσι στην κατηφόρα από τα Καλά Πηγάδια, έχοντας ξεχάσει, έστω και για λίγο, τον Άξελ.
……
Ο Λέναρντ Κόεν θυμάται ότι είχε δει πολλές φορές τη Μαριάνε με τον Άξελ και το μωρό, πριν τον πρωτοπαρατηρήσει εκείνη. Τους είχε δει να καταπλέουν στο λιμάνι –ξανθοί, όμορφοι και μαυρισμένοι– σκεφτόμενος, τι όμορφη Αγία Τριάδα, σκεφτόμενος πως η μικρή αυτή νορβηγική οικογένεια ταίριαζε απόλυτα με την εικόνα που είχε στο μυαλό του για την Ύδρα.
Το γεγονός ότι ο Λέναρντ είχε βρεθεί στην Ύδρα ήταν, εν ολίγοις, τυχαίο. Είχε φύγει ταξίδι στο Λονδίνο για να δουλέψει πάνω στο πρώτο του μυθιστόρημα, αλλά ένιωσε πως η λονδρέζικη βροχή δεν επρόκειτο ποτέ να σταματήσει. Είχε μεγαλώσει στο Μοντρεάλ, όπου χιονίζει και κάνει κρύο μα οι άνθρωποι ξέρουν να ζεσταίνουν τα σπίτια τους. Στο Λονδίνο υπήρχαν ατελείωτες βροχερές ημέρες, μα καθόλου εσωτερική θέρμανση. Όση ώρα και να έβαζε τη θερμοφόρα στο κρεβάτι, τα ρούχα του και τα κλινοσκεπάσματά του παρέμεναν συνεχώς υγρά.
Μια μέρα πήγε στην Τράπεζα της Ελλάδος για να εξαργυρώσει μια επιταγή. Στο ταμείο καθόταν ένας ηλιοκαμένος, χαμογελαστός νεαρός. Ο Λέναρντ τον ρώτησε: «Πώς αποκτήσατε αυτή την έκφραση στο πρόσωπό σας; Όλοι εδώ γύρω είναι κατάλευκοι και σκυθρωποί». Ο νεαρός τού απάντησε ότι μόλις είχε επιστρέψει από την Ελλάδα, όπου ο ήλιος έλαμπε κι είχε μπει η άνοιξη. Την επομένη κιόλας ο Λέναρντ βρισκόταν στο αεροπλάνο για την Αθήνα. Από την Αθήνα πήρε το πλοίο για την Ύδρα κι από εκεί έγραψε στη μητέρα του στο Μοντρεάλ, σε μια καρτ ποστάλ: Δεν νιώθω κανένα πολιτισμικό σοκ. Νιώθω σαν να ήρθα σπίτι μου.
Ο Λέναρντ Κοέν με τη Μαριάνε και τον μικρό Άξελ σε υδραίικη ταβέρνα.
Το αργό βαλς
Η γνωριμία του Λέναρντ και της Μαριάνε ήταν σαν ένα αργό βαλς. Άρχισαν να συναντιούνται κατά τη διάρκεια της μέρας. Δεν έπαυε να της λέει πως ήταν η ομορφότερη γυναίκα που είχε δει στη ζωή του. Η Μαριάνε έτρεμε, ταρασσόταν, αδυνατώντας να κατανοήσει πώς ο Λέναρντ μπορούσε να είναι τόσο υπομονετικός και φιλικός απέναντί της. Ένα μέρος της κατάφερε να σπρώξει μακριά την ντροπή και τον πόνο που της είχε προκαλέσει ο Άξελ. Για χάρη του παιδιού της, μάζεψε τα κομμάτια της και τα ξανακόλλησε, έτσι ακριβώς όπως την είχε συμβουλέψει η μητέρα της. Αντί να σέρνεται κλαίγοντας στα σεντόνια της, ανέβηκε στο βράχο, δέκα μέτρα ψηλό και βούτηξε στο κενό, προς τη θάλασσα: dance macabre.
Ο Λέναρντ καθόταν στη στεριά και την παρατηρούσε. Ύστερα, την πήρε από το χέρι και τη συνόδευσε σπίτι. Η Μαριάννε ήθελε να ξεχάσει όλες τις σκέψεις που την πονούσαν, ήθελε να χαθεί μέσα σ’ έναν καινούργιο έρωτα. Όταν έπινε ρετσίνα και σηκωνόταν και συνόδευε τους Έλληνες στο χορό τους, ο Λέναρντ την περίμενε υπομονετικά. Εκείνη δεν ήθελε να σταματήσει το χορό, γινόταν όμορφη κι επικίνδυνη, χόρευε, χόρευε για να βγει έξω απ’ το σώμα της. Ο Λέναρντ, που σχεδόν δεν άγγιζε το ποτό, εν αντιθέσει με τους περισσότερους ξένους του νησιού, την κοιτούσε. Και περίμενε. Κι ύστερα, την έπαιρνε και πήγαιναν μαζί στο σπίτι.
Γυρίζοντας την Ελλάδα με ένα «σκαθάρι».
Η Μαριάνε ένιωθε ότι ο Λέναρντ την προστάτευε και τη φρόντιζε. Ήταν το ακριβές αντίθετο του Άξελ: ο Άξελ ήταν απρόβλεπτος κι εκρηκτικός· ο Λέναρντ, ήρεμος και ήπιων τόνων. Ήταν ευγενής, με ολίγον παλιομοδίτικους τρόπους, μεγαλωμένος σε μια παραδοσιακή εβραϊκή οικογένεια του Μοντρεάλ. Παρατηρώντας τον, η Μαριάνε αναγνώριζε όσα είχε μάθει στο σπίτι της γιαγιάς της: την ευγένεια μιας άλλης εποχής, την ευγένεια που σπάνια συναντούσε κανείς σε ανθρώπους της γενιάς τους. Ήταν ο τύπος του ανθρώπου που, βλέποντας μια γυναίκα να μπαίνει στον ανελκυστήρα, έβγαζε το καπέλο του σε ένδειξη σεβασμού.
Ο Λέναρντ συμπαραστάθηκε στη Μαριάνε όταν ο Άξελ έφυγε με την Πατρίσια. Πήγαιναν βόλτες κατά μήκος της ακτής του νησιού. Φορώντας το λευκό του καπελάκι, ο μικρούλης Άξελ ερχόταν μαζί τους στο καροτσάκι του, πάνω από τις πέτρες που οδηγούσαν στον όρμο στο Καμίνι, εκεί που οι βάρκες κούρνιαζαν σφιχτά και τα βότσαλα της παραλίας ήταν λεία και ζεστά κάτω από το πέλμα. Έτρωγαν μεσημεριανό σ’ ένα εστιατόριο στο χρώμα της ώχρας, με τα παραθυρόφυλλα βαμμένα κόκκινα. Όταν το μωρό κοιμόταν τ’ απογεύματα, ο Λέναρντ διάβαζε στη Μαριάνε τα ποιήματά του. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, «Let Us Compare Mythologies», είχε εκδοθεί τέσσερα χρόνια πριν κι ο Λέναρντ είχε έρθει στην Ύδρα για να δουλέψει πάνω στη δεύτερη, «The Spice-Box Of Earth».
Τα βράδια, όταν ο μικρούλης Άξελ πήγαινε για ύπνο, η Μαριάνε έπρεπε να μένει σπίτι. Τότε ερχόταν ο Λέναρντ να τη βρει. Κάθονταν στη βεράντα κι αγνάντευαν το πέλαγος κι άλλα μικρά νησιά, με τα ασβεστωμένα τους ξωκλήσια να λένε σιωπηλά την προσευχή τους. Ο Λέναρντ σιγοτραγουδούσε νανουρίσματα στο μωρό κι η Μαριάνε καθόταν σε μια κουνιστή καρέκλα, μ’ ένα κομμάτι σχοινί δεμένο στην κούνια του μικρού, λικνίζοντάς το, μέχρι που αυτό κοιμόταν και το βράδυ ήταν πια μόνο δικό τους.
Το βιβλίο της Κάρι Χεστχάμαρ «So Long, Marianne» κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ποταμός