Τρεις πρωταγωνίστριες της μουσικής Αθήνας αποκαλύπτονται στο Look
Τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο 36χρονος Έλληνας σχεδιαστής Άγγελος Μπράτης, ανέβηκε στη σκηνή του εντυπωσιακού Τεάτρο Αρμάνι στο Μιλάνο, μετά το πέρας της επίδειξης της καλοκαιρινής του κολεξιόν για το 2015, κρατώντας ένα πλακάτ που έγραφε «Ευχαριστώ, Τζόρτζιο». Ο Αρμάνι τον είχε επιλέξει ανάμεσα σε δεκάδες άλλα ονόματα για να του παραχωρήσει το «άβατον» για το σόου του, εκτιμώντας τη δουλειά του. Μία σειρά ρούχων εμπνευσμένων από το έργο του Γιάννη Μόραλη, που έπλεαν με μία αέρινη κίνηση και με χαρακτηριστικό το «σήμα κατατεθέν» του Angelo Bratis πια, το draping – τις απρόσμενες, γεωμετρικές του πτυχώσεις. Λίγο καιρό αργότερα, τον Νοέμβριο στην Αθήνα, με την ευκαιρία της παρουσίασης ενός ρούχου που σχεδίασε ειδικά για το Johnnie Walker Black Label με ένα «τυπικά σκοτσέζικο» καρό ύφασμα ειδικά κατασκευασμένο από τη διάσημη φίρμα Harris Tweed Hebrides, ποτισμένο με τα υπέροχα αρώματα που απαρτίζουν την ποιότητα του γνωστού ουίσκι, ο Άγγελος Μπράτης μίλησε στο LOOK για τα ρούχα του, τις πτυχώσεις και τις πτυχές μιάς θεαματικά ανοδικής πορείας.
Ο Άγγελος γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε στο Ινστιτούτο Μόδας Arnhem της Ολλανδίας και συνεργάστηκε με τον οίκο Gattinoni στη Ρώμη. Στα χρόνια που η Αθήνα γνώριζε μία ευφορία «ολυμπιακών διαστάσεων», το 2005, άνοιξε το ατελιέ του στην Ελλάδα αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι αυτό που έπρεπε να κάνει ήταν να φύγει. «Ήταν ωραία εποχή για την Αθήνα τότε» παραδέχεται, «θα μπορούσα να μείνω εδώ, αλλά υπήρξε ένα μικρό ξεβόλεμα και σκέφτηκα "μήπως να δώσω μία δεύτερη ευκαιρία στον εαυτό μου;". Θέλησα να κάνω μόδα. Να μην περιμένω την πελάτισσα που θα της κάνω το νυφικό. Κι έτσι απλώς πήγα στην Ιταλία. Χωρίς να έχω τίποτα έτοιμο».
Ρώμη κι αργότερα Μιλάνο. Μία σκληρή βιομηχανία μόδας που για να μπορέσεις να δουλέψεις σε αυτήν πρέπει πρώτα να κατανοήσεις πώς δουλεύει. Ένας χώρος που, αν δεν αξίζεις, δεν πρόκειται να σε αναγνωρίσει κανείς. Ένα breakthrough γίνεται μόνο μετά από πολύ κόπο και δουλειά. Και ο Μπράτης το έκανε. «Άρχισα να δουλεύω για διάφορους οίκους» λέει. «Δούλεψα για τον Cavalli όπου έκανα μία μίνι κολεξιόν μέσα στην κολεξιόν του, έγινα head designer για τη Μadeleine Vionnet που ήταν το όνειρό μου. Βέβαια, είχαμε συμβόλαιο για 3 χρόνια και το σπάσαμε στους 6 μήνες, αλλά ήταν το καλύτερο δώρο που θα μπορούσαν να μου κάνουν. Δεν με αφήνανε να κάνω αυτά που ήθελα, οπότε με πληρώσανε πάρα πολύ καλά λεφτά για να φύγω, κι έτσι μπόρεσα να κάνω το πρώτο μου σόου στο Μιλάνο. Τελικά προτιμώ να δουλεύω μόνος μου και να έχω το δικό μου κοντρόλ παρά σε οίκους που βλέπουμε μια μπούρδα και προσπαθούμε να πείσουμε ο ένας τον άλλο ότι είναι ωραίο για να βγει η δουλειά».
Και τότε σκέφτηκε να κάνει ένα re-launch στον εαυτό του, να βρει έναν τρόπο να δούνε όσο το δυνατόν περισσότεροι τη δουλειά του – και ποιος καλύτερος τρόπος από τη συμμετοχή σε ένα διαγωνισμό με την υπογραφή της Franca Sozzani, διευθύντριας της ιταλικής Vogue, τo Who Is On Next. Το 2011, ο Άγγελος Μπράτης πήρε το πρώτο βραβείο στην κατηγορία πρετ-α-πορτέ και αμέσως άρχισαν να του προτείνουν δουλειές, πούλησε την κολεξιόν του και άνοιξε το ατελιέ του. Μάλιστα ο μαρκετίστας του μεγάλου ιταλικού retailer, του Yoox, είχε ήδη πάει στα παρασκήνια με το deal έτοιμο, πριν καν παρουσιαστεί επίσημα η συλλογή. Και πέρυσι, ενώ είχαν 6 χρόνια να μπουν νέα ονόματα στο official calendar της ιταλικής μόδας, μπήκαν τρία – το ένα ήταν το δικό του. «Δεν ήταν απλό» λέει. «Εμένα το βιογραφικό μου είναι τα ρούχα μου».
Το draping
Αυτό που αναγνωρίζουν όλοι οι μεγάλοι συντάκτες μόδας στα ρούχα του Bratis είναι ο τρόπος που αποδίδει το draping, τα ελληνικά στοιχεία που παίρνει και τα εκσυγχρονίζει, δημιουργώντας πτυχώσεις σε αναπάντεχα σημεία με έναν «αυθόρμητο» τρόπο. Είναι ρούχα με πτυχές αλλά χωρίς να θυμίζουν αρχαία Ελλάδα. «Έχω μία μανία με τα τρίγωνα και τις γωνίες. Αυτό λοιπόν το draping που μοιάζει τόσο πολύ φλου έχει πάρα πολλή γεωμετρία από κάτω. Δεν είναι ακριβώς χλαμύδα. Ξέρεις, μου αρέσει πάρα πολύ να κάνω ρούχα μόνο με ένα κομμάτι ύφασμα. Δεν είναι όλα μου τα ρούχα έτσι, αλλά τα αγαπημένα μου είναι. Ένα κομμάτι ύφασμα ολόκληρο, χωρίς να υπάρχουν κομματάκια, χωρίς πλαϊνές ραφές, ούτε φερμουάρ. Είναι όλο σαν να φοράς έναν χιτώνα αλλά μοντέρνο. Το βάζεις και το βγάζεις σαν t-shirt. Αν δεν το φοράς, δεν έχει σχήμα. Το σώμα είναι αυτό που δίνει το σχήμα».
Επηρεάζονται αυτά τα σχέδια από τους διαφορετικούς σωματότυπους;
«Όχι. Αν δεις την καλοκαιρινή κολεξιόν, σχεδόν τα μισά ρούχα είναι ένα μέγεθος. Αυτό που φοράει το μοντέλο στην πασαρέλα είναι αυτό που παίρνουν και οι μπουτίκ για νούμερο 46. Μπορεί να φαίνεται εύκολο, ότι είναι απλώς ένα φαρδύ ρούχο αλλά δεν είναι έτσι. Παίζει ρόλο το λοξό κόψιμο. Μπορεί να χρησιμοποιώ 4 μέτρα ύφασμα μονοκόμματο και όταν το φοράει κάποιος να μη φαίνεται όλο αυτό, να εξαφανίζεται. Αγκαλιάζει το σώμα, τους γοφούς, μπαίνει το ένα σημείο μέσα στο άλλο και μετά εξαφανίζεται προς τα κάτω. Μ’ αρέσει πολύ η αναπάντεχη κίνηση, το πώς κινούνται τα ρούχα, πώς είναι όταν κάθεσαι, το flowing. Αυτό βασικά είναι το ελληνικό στοιχείο. Ότι το ρούχο χρειάζεται αέρα για να φανεί.»
Το draping θα συνεχιστεί και στις επόμενες συλλογές;
«Ναι, θα το συνεχίσω και στις επόμενες σειρές γιατί είναι σήμα κατατεθέν πια και άλλωστε εξελίσσεται, δεν είναι ποτέ το ίδιο. Είναι μία τεχνική που την έχω φτάσει σε ένα δικό μου επίπεδο, τη διαχειρίζομαι και κάθε φορά ανακαλύπτω καινούργια πράγματα. Και συνήθως ανακαλύπτω πράγματα που τα κάνω λάθος, και από τα λάθη βγαίνουν τα πιο ωραία πράγματα. Κάτι που δεν έχεις ξανακάνει, κάτι που έχεις ξανασκεφτεί, κάτι που θα το γυρίσεις ανάποδα…»
Βραδινά ρούχα, για τις χειμωνιάτικες νύχτες αποπλάνησης
Φαίνεται τα ρούχα σου να φοριούνται κυρίως τις βραδινές ώρες και να είναι απέριττα, κάτι που εκτιμάται πολύ στο χώρο της μόδας.
«Εκτιμάται πολύ από τις γυναίκες. Αλλά δεν κάνω μόνο βραδινά. Αυτά τα κοκτέιλς ή τα cut-outs που κάνω, τα κοντά, αυτά που θυμίζουν καφτάνια, τα λίγο ασύμμετρα, φοριούνται και το πρωί με ένα σακάκι από πάνω ή με μία ζώνη. Έχουν όλα ματ υφάσματα, δεν είναι γυαλιστερά, δεν έχουν ντεκορέισιον. Τα ρούχα μου φαίνεται να φοριούνται περισσότερο τις απογευματινές, βραδινές ώρες γιατί είναι οι ώρες της αποπλάνησης. Είναι οι ώρες που οι γυναίκες είναι περισσότερο ο εαυτός τους, γιατί πολλές μπερδεύουν τις ώρες του γραφείου με το ότι πρέπει να μοιάζουνε άντρες. Εμένα δεν μ’ ενδιαφέρει αυτό. Τα σοβαρά ρούχα, παντελόνια κλπ. Ακόμα και παντελόνια αν κάνω, μοιάζουν με φούστες. Γι’αυτό μου αρέσουν και τα μαλακά υφάσματα, αυτά που γοητεύουν, σαγηνεύουν και βοηθούν την τεχνική μου, το draping. Ακόμα και με τη συνεργασία μου με το Harris Tweed Hebrides, πήρα ένα πολύ σκληρό υλικό και το έκανα όλο twisted. Το έκανα να μοιάζει με γλυπτό και πολύ μαλακό. Στα υφάσματα, επειδή με ενδιαφέρει πολύ το πέσιμό τους, αυτό το παίρνεις πάντα από πολύ καλές ποιότητες. Δεν μπορείς να κάνεις ένα φτηνό συνθετικό να πέφτει σωστά. Είναι πλαστικό. Δεν έχει την ίδια αισθητική που έχει ένα μετάξι. Επειδή με ενδιαφέρει το βάρος του υφάσματος, το πάχος του, γι’αυτό και μου αρέσει να χρησιμοποιώ κρεπ, τα μεταξωτά από το πολύ βαρύ μέχρι το πολύ ελαφρύ, τα ματ που απορροφούν το φως, που μοιάζουν λίγο σαν πούδρα.
Έχεις και τις γυαλάδες σου όμως.
«Έχω, ναι. Κυρίως στα χειμωνιάτικα και κυρίως για εμπορικούς λόγους. Είναι πιο φλασάτα».
Μίλα μας λοιπόν για τη χειμερινή σου συλλογή.
«Βασικά έχει πολλά μαύρα, δεν ήμουν σε πολύ καλό mood» λέει γελώντας. «Έχει ψαροκόκκαλο άσπρο-γκρι, έχει κάτι faded λαμέ. Ήταν μίνι κολεξιόν. Στην ουσία έκανα μία γκαρνταρόμπα: δηλαδή ένα παλτό, ένα κοντό σακάκι, ένα ταγιέρ, δύο μαύρα φορέματα, δύο βραδινά μακριά λαμέ. ‘Ηταν τύπου «basics Bratis». Και όλο το ύφος θύμιζε φιλμ νουάρ θα έλεγα, λίγο Ασανσέρ για Δολοφόνους. Γι’αυτό και έβαλα ρίγες τύπου lurex για να δείξω την κατασκευή του ρούχου καλύτερα. Αφού λείπει το χρώμα, έριξα φως. Και η φωτογράφηση έγινε τέλεια, ο φωτογράφος ήταν ο Μπιλ Γεωργούσης».
Ύφασμα φτιαγμένο με τα αρώματα του ουίσκι
Τη χειμερινή σου συλλογή την είδαμε στην παρουσίαση που έκανες στην Αίγλη του Ζαππείου, με την ευκαιρία της συνεργασίας σου με το Johnnie Walker Black Label. Πώς αλήθεια δούλεψες με αυτό το αρωματισμένο ύφασμα; Μπορείς να περιγράψεις τη μυρωδιά του;
«Βασικά αυτό είναι ένα άρωμα, δεν μυρίζει το ύφασμα ουίσκι, έτσι; Έχει τη μυρωδιά από αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά που έχει ως άρωμα το Johnnie Walker Black Label – τα φρούτα, τη βανίλια. Εμένα προσωπικά μου δίνει μία αίσθηση ενός αντρικού, γαλλικού αρώματος των ‘70ς, λίγο πούρο, καπνιστό, βανίλια, τριαντάφυλλο… κάτι τέτοιο. Είναι ένα ύφασμα που εκπέμπει αυτή την πολύ ωραία μυρωδιά. Δηλαδή αν υπάρχει σε ένα δωμάτιο το μυρίζεις. Χρειάζεται πάνω από δέκα dry cleans για να φύγει το άρωμα. Είναι ποτισμένο μέσα στις ίνες του υφάσματος, κατά τη διάρκεια των διαδικασιών ύφανσης. Βγήκε ένα μόνο σχέδιο, ένα ύφασμα. Είναι μεν Harris Tweed Hebrides καρό αλλά είναι πιο μοντέρνο. Τα χρώματα είναι πολύ ωραία, έχει κόκκινο, κίτρινο κάπως καμένο, σαν σαφράν, γκρι, μπλε.
Πώς δούλεψες με ένα τόσο ιδιαίτερο υλικό όπως το δύσκολο ύφασμα Harris Tweed;
«Τα Harris Tweed είναι πολύ σκληρά, ανθεκτικά υφάσματα, κάνουν για σακάκια και είναι itchy. Εγώ έκανα μία κάπα και μία φούστα. Και μία συνοδευτική κουβέρτα που δένει με δερμάτινα λουριά. Η ιδέα στην καμπάνια “Pioneer with Flavour” όπως ονομάζεται είναι να γίνει ένα ρούχο σε τρεις διαφορετικές χώρες. Η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα. Μετά ακολουθεί το Βέλγιο και η Γερμανία. Το δικό μου κομμάτι δεν θα βγει σε παραγωγή, το έχω παραδώσει στην εταιρία σαν ένα collector’s item. Στην καμπάνια συμμετέχουν και άλλα άτομα, εδώ στην Αθήνα. Εγώ είμαι «αυτός που επιδρά», ο influencer. Έκανα ήδη ένα workshop επάνω στο ύφασμα αυτό, στους δευτεροετείς της σχολής μόδας της Βίκυς Καγιά. Τους έδωσα ένα θέμα, την όσφρηση, για να κάνουν ένα ρούχο από προσωπικές αναμνήσεις και εμπειρίες, υπενθυμίζοντάς τους ότι όλα τα μεγάλα αρώματα είναι συνδυασμένα με μεγάλους οίκους μόδας. Το άρωμα είναι το απόλυτο, αόρατο ρούχο. Το άλλο event είναι ένα μενού που ετοιμάζει η Ελένη Ψυχούλη στη Μεγάλη Βρετανία εμπνευσμένο από το Johnnie Walker Black Label αλλά και την Ελλάδα.»
Ο Armani και η συλλογή Άνοιξη-Καλοκαίρι 2015
Ας πάμε τώρα στην καλοκαιρινή συλλογή που έδειξες στο Τεάτρο Αρμάνι. Με τον Armani πώς έγινε η επαφή; «Κάθε έξι μήνες ο Armani δίνει το χώρο του, το θέατρό του στο Μιλάνο, σε τρεις νέους σχεδιαστές για να δείξουν τη δουλειά τους. Στην ουσία είναι ένα publicity game. Δίνει τον χώρο, χωρίς όμως τα logistics. Δεν σε υποστηρίζει οικονομικά. Γι’ αυτό και μου κόστισε πάρα πολλά λεφτά αυτή η ιστορία. Ακόμα πληρώνω. Σου δίνει λοιπόν αυτόν τον υπέροχο χώρο, την ευλογία του και το press office του, το οποίο είναι όλο international. Η είδηση ήταν τρομερά μυστική, απαγορευόταν να το πω ακόμα και στη μαμά μου, ήθελαν αυτοί να το πούνε πρώτοι και όπως καταλαβαίνεις πήγε σε όλο το internet, σε όλα τα μεγάλα περιοδικά του κόσμου. Δεν υπάρχει περίπτωση να πάει ένα δελτίο τύπου από τον Armani κάπου και να μην δημοσιευτεί. Σε μισή ώρα είχε ανέβει παντού. Τρομερό. Εκεί βλέπεις και τη δύναμη της μόδας.»
Τι αντίκτυπο είχε λοιπόν αυτό;
«Μου έδωσε δημοσιότητα. Όλοι οι δημοσιογράφοι πηγαίνουνε για να δούνε ποιος είναι αυτός που διάλεξε ο Armani και η Vogue. Σημαίνει ότι κάτι υπάρχει εκεί. Μου το είπαν λοιπόν τέλη Ιουλίου ότι εγώ θα δείξω τον Σεπτέμβριο εκεί. Δεν πήγα διακοπές όπως καταλαβαίνεις. Καλά, σκασίλα μας για τις διακοπές. Αλλά ήταν ένα ρίσκο γιατί χρησιμοποίησα όλα μου τα λεφτά, ακόμα κι αυτά που δεν είχα. Κάθε μου κολεξιόν μου στοιχίζει σαν να αγόραζα ένα διαμέρισμα, για να καταλάβεις. Σκέφτηκα λοιπόν, τι θα είναι αυτό που πρέπει να κάνω για να δώσω το στίγμα μου, να καταλάβουν όλοι τι σημαίνει η υπογραφή Bratis. Το μπάτζετ μου με έπαιρνε για να κάνω μόνο 25 ρούχα, πολύ λίγα για ένα σόου, συνήθως δείχνουνε σαράντα. Έπρεπε λοιπόν να δώσω ένα καινούργιο ελληνικό στοιχείο. Ξέρεις, στο Μιλάνο τώρα όλοι έχουνε πάθει μία τρέλα με τον μοντερνισμό, ανατρέχουν σε μοντερνιστές καλλιτέχνες όπως ο Bonalumi, έχουν τώρα μία μεγάλη έκθεση με τον Lucio Fontana και τον Yves Klein, έχουν πάθει μία τρέλα με το χρώμα και το color blocking. Σκέφτηκα λοιπόν να τους δείξω την ελληνική πλευρά του κινήματος αυτού, που συνέβαινε την ίδια εποχή στην Ελλάδα. Και διάλεξα τον Μόραλη που πάντα μου άρεσε έτσι όπως χρησιμοποιούσε τη γεωμετρία, τα εναλλασσόμενα σχήματα, τις ισορροπίες ανάμεσα σε αυτά. Έτσι λοιπόν το μήνυμα ήταν fluidity, geometry, χρώματα, θεότητες. Αυτό που προσπάθησα ήταν να το δώσω μέσα από το κόλορ μπλόκινγκ, να το κάνω φανερό, γιατί δεν καταλαβαίνει κανείς εύκολα τα ρούχα μου. Προσπάθησα μέσα από τις τεράστιες ρίγες που μπαίνουν λοξά, μέσα από τους κύκλους, να δείξω ότι εκεί είναι η κατασκευή του ρούχου. Εκεί στηρίζεται όλο το μυστικό.»
Πώς ακριβώς χρησιμοποίησες την επιρροή από Γιάννη Μόραλη;
«Καταρχάς να σου πω ότι για την επιλογή μου να χρησιμοποιήσω σαν έμπνευση το έργο του Γιάννη Μόραλη μου έδωσε συγχαρητήρια και μέσω Facebook ο Γιάννης Τσεκλένης. Αυτό το βρήκα πολύ συγκινητικό, τιμητικό. Η συλλογή λοιπόν ξεκινάει με τις υπέροχες αποβάθρες που είχε σχεδιάσει για τον Πειραιά – και δυστυχώς κάποιος εργολάβος τις γκρέμισε, δεν του άρεσαν… Είχε κάνει κάτι μίνιμαλ 50s υπόστεγα, χωρίς ούτε καν τοίχους, με μόνο διακοσμητικό στοιχείο τρίγωνα σε τέσσερα διαφορετικά χρώματα τα οποία επαναλαμβανόντουσαν και αναπαριστούσαν τη θάλασσα, τα πουλιά, τα πλοία. Γι’ αυτό και το σόου ξεκινάει με ένα καφτάνι που είναι ένα τρίγωνο με μια γραμμή, μετά γίνεται πολλά τρίγωνα, γίνονται τρίγωνα πατρόν, μετά κορυφώνεται, γίνεται παλέτα με τα χρώματά του, και μετά πηγαίνει στα ερωτικά του που ήταν προς το τέλος της καριέρας του. Στο σόου τα κοσμήματα ήταν της Μαρίας Μάστορη και η μουσική του Κώστα Αργυρίου. Ενθουσιάστηκαν όλοι. Άρχισαν να πέφτουν βροχή οι παραγγελίες. Για πρώτη φορά έχω μεγάλα διεθνή καταστήματα όπως το Rinascente του Μιλάνου. Έχω τρομερό άγχος γιατί πήρα παραγγελίες περισσότερες απ’όσες μπορούσα».
Ο Armani έκανε κάποιο σχόλιο για τη συλλογή σου;
«Ούτε σχόλιο, ούτε γνώμη. Και εγώ δεν τον ρώτησα ποτέ. Ήταν εκεί, έβλεπε από πάνω, και δεν κατέβηκε καν να με χαιρετίσει. Γι’αυτό κι εγώ του έστειλα το μήνυμα με το πλακάτ. “Thank you, Giorgio”. Να σου πω κάτι; Τα καλύτερα κομπλιμέντα για τη δουλειά μου τα παίρνω από άντρες, εκτός χώρου μόδας. Από συζύγους ή boyfriends πελατισσών. Νομίζω ότι αυτά είναι τα καλύτερα σχόλια».