Ο Mamadoo σχεδιάζει, ράβει και πουλάει τη δική του euro-african άποψη για τη μόδα, και μόλις μετακόμισε από την Ασκληπιού στην Ιπποκράτους

Φόρεσέ το σωστά: Πώς το επάγγελμά σου επηρεάζει το στιλ σου
Είναι μεγάλη υπόθεση να έχεις βρει τη φυλή σου και να ζεις αρμονικά με τα άλλα μέλη της
Στιλ | Από το κοστούμι στο φθαρμένο τζιν: Πώς η εμφάνιση αποκαλύπτει την «ομάδα» σου
Κάθε κοινωνική ομάδα ή σχεδόν κάθε ομάδα έχει δικό της στιλ, και αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό για κάθε επαγγελματική ομάδα: οι υπάλληλοι τράπεζας ντύνονται με στάνταρ τρόπο, πουκάμισο-παντελόνι, αν δεν φοράνε κοστούμι οι άντρες, πουκάμισο-φούστα ή παντελόνι οι γυναίκες, αν δεν φοράνε ταγιέρ. Το κοστούμι και το ταγιέρ σημαίνουν «θέση», ή «θέση σε τράπεζα», (καλά, και «σε δικηγορικό γραφείο ή σε μεγάλη εταιρεία») και είναι σημάδια ανεβασμένου στάτους.
Αντίθετα οι κινηματογραφιστές έχουν χαλαρό, ντεκοντρακτέ στιλ, που φωνάζει από μακριά «κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό συνεργείο»: λίγο χαχόλικα όλα, με κάλτσες διαφορετικού χρώματος όχι επίτηδες διαλεγμένες παρά επειδή αυτές έπιασε το χέρι του καλλιτέχνη ή τεχνικού όταν άνοιξε το μάτι του, κοτλέ και τζιν συχνά δεύτερο χέρι, μπεζ, καφέ, μαύρα και γκρι χρώματα, φουλάρια που έχουνε δει καλύτερες μέρες… γενικά όλα έχουνε δει καλύτερες μέρες, όσα φοράει ένα μέσο μέλος τηλε/σινε συνεργείου. Όσο διαρκούν τα γυρίσματα, κανένας δεν έχει χρόνο να βάλει πλυντήριο πόσο μάλλον να πάει για ψώνια, οπότε φοράει ό,τι βρει μπροστά του, ο κανένας, αρκεί να είναι άνετο, να αντέξει πολλές ώρες γυρισμάτων και να μη δείχνουν οι λεκέδες από το φαγητό-στο-χέρι που τρώνε τα συνεργεία.

Το στιλ το οποίο υιοθετείται λόγω της δουλειάς, κρατάει και μετά την δουλειά – αν βρεθώ σε μπαρ/καφέ στο κέντρο της Αθήνας, στα Εξάρχεια, στην Κυψέλη, άντε και στο Χαλάνδρι, μπορώ να μυριστώ το τηλε/σινε συνεργείο από μακριά, ας είναι και εκτός γυρισμάτων. Τα κορίτσια και αγόρια τέτοιων συνεργείων είναι ακούρευτα, φοράνε γυαλιά που γέρνουν επειδή έχει στραβώσει το ένα μπρατσάκι, στρίβουν τσιγάρα που φουσκώνουν σε κάποια τσέπη τους, μιλάνε με ενθουσιασμό για διάφορα πρότζεκτ(ς) και στραβοπατάνε τα ίσια, τρακτερωτά, πολυφορεμένα παπούτσια τους… αλλά έχουνε κάτι το γοητευτικό, με τα τρύπια πουλόβερ και τα σκουρόχρωμα φλις τους, γιατί έχουν αφήσει πίσω τους τη ματαιοδοξία της εμφάνισης μπροστά στην άλλου τύπου ματαιοδοξία του εκάστοτε πρότζεκτ.
Μετά… στα καφέ του Κολωνακίου που συχνάζουν οι δικηγόροι, όλοι φοράνε κοστούμια, από «της σειράς» μέχρι πανάκριβα, ανάλογα με το δικηγορικό γραφείο, και οι κυρίες φοράνε ακριβά παλτό με ακόμα πιο ακριβές μπότες, και τσάντες. Ας πούμε ότι πάμε μια βόλτα στην Κηφισιά, όπου το στιλ είναι άλλο καπέλο, και όλα υπογραμμίζονται με μάρκες: Monclair, U99, North Face για τους πιτσιρικάδες, Hilfiger, D&G, Gucci, Celine, Tom Ford, Prada κλπ ακριβές μάρκες για τις κυρίες και τους κυρίους που πίνουν καφέδες. (Κάποιο κορίτσι μου είπε ότι σπορ ζακέτες, Nike, Adidas, ή και ολόκληρα tracksuit Adidas κλπ, φοράνε «Οι Πολυγωνιώτες», οι κάτοικοι Πολυγώνου, ενώ τα SugarFree είναι «Πολύγωνο-Κυψέλη», αλλά δε βάζω και το χέρι μου στη φωτιά για την πληροφορία.)
Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα σκοπό να γράψω για μάρκες, απλώς βρήκα τυχαία το τετράδιο στο οποίο είχα σημειώσει τις παραπάνω μάρκες, μια μέρα που ήμουν στην Κηφισιά για άλλο λόγο. Κοίταξα γύρω μου εκείνη τη μέρα, και τα μπουφάν ήταν τρομερές μάρκες που βγάζουν μάτι, τα παπούτσια επίσης, τα τζιν δεν έδειχναν από μαγαζιά-αλυσίδες και οι τσάντες σίγουρα δεν ήταν μαϊμούδες.

Ένα άλλο βράδυ συναντηθήκαμε παλιοί φίλοι που δουλεύαμε πολλά χρόνια στα περιοδικά, στις δεκαετίες ’80-΄90-’00 οπότε, στο ζενίθ της Μόδας, κάπως φτιάξαμε ένα δικό μας στιλ, μέσες-άκρες, αλλά είμαστε λίγο μπαγιάτηδες όλοι, οπότε έχουμε κόψει τα εξτρήμ όπως τακούνια, ντεκολτέ, μπιζού, παρδαλά τσίτια, μίνι, μεταξωτά βρακιά κλπ. Δεν φωνάζουμε ακριβώς «Εξάρχεια!» από μακριά, αλλά το ψιθυρίζουμε διακριτικά, μεταμφιεσμένο με ένα σεμνό κασμίρ που έχει κλείσει 30ετία, με ένα μεταξωτό μπλουζάκι «από μέσα», με μια ωραία κολόνια, γιατί πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι. Φοράμε σκούρα χρώματα, άλλοι επειδή τα σκούρα «κόβουν», άλλοι επειδή δεν λερώνουν εύκολα, άλλοι επειδή αυτά έχουμε και μας βολεύουν.
Όταν κάποιος από εμάς εμφανίζεται με χρωματιστό πουλόβερ, εισπράττει κομπλιμέντα από τους υπόλοιπους, όπως κι όταν εμφανιστεί με καινούργιο παλτό: αποδεικνύεται στην συνέχεια ότι το παλτό δεν είναι καθόλου καινούργιο, κρεμόταν στη ντουλάπα του ιδιοκτήτη από ένα κοσμικό γκαλά του 1999. Γενικά δεν αγοράζουμε καινούργια ρούχα, ως παρέα, παρά μεμονωμένα, μικρά κομμάτια, στη χάση και στη φέξη. Έχουμε τεράστιες γκαρνταρόμπες εμείς οι πρώην περιοδικατζήδες, τις οποίες όλο λέμε να ξεφορτωθούμε κι όλο κρατιόμαστε: ορίστε που ήρθαν ξανά στη μόδα οι βάτες, ποιος ξέρει τι άλλο θα επιστρέψει, αν κάνουμε αρκετή υπομονή…
Γενικά οι φίλες και φίλοι μου είναι στην ίδια φυλή με εμένα, ως προς την εμφάνιση: καλλιτεχνία που δεν παροπλίζεται παρά τα χρόνια, με εμφανές ότι το ζητούμενο είναι η άνεση στις κινήσεις, που χρειάζεται για να μπαινοβγαίνουμε στα ΜΜΜ, να ανεβοκατεβαίνουμε τις σκάλες του μετρό, να μη κρυώνουμε, να καθόμαστε σε πεζούλες, να περνάμε απαρατήρητοι. Σε αντίθεση με τους δημοσιογράφους της τηλεόρασης, που επενδύουν στο θέμα «φιγουρασιόν», οι άλλοι δημοσιογράφοι, εμείς των πρώην και νυν περιοδικών, των σάιτ και εφημερίδων, ακόμα κι όταν/αν δεν δουλεύουμε πια στο κέντρο της πόλης, έχουμε κρατήσει το στιλ «δουλεύω στο κέντρο μιας μεγάλης, πολύβουης, στριμωγμένης, βρωμερής, μερικές φορές μέχρι και επικίνδυνης πόλης».
Θα πείτε, δεν έχουν όλα τα επαγγέλματα ιδιαίτερο λουκ, εντάξει οι τηλε/σινε-συνεργείοι, κινηματογραφιστές, ηχολήπτες, τεχνικοί, ηθοποιοί, εντάξει οι καλλιτέχνες, οι δημοσιογράφοι, οι τραπεζικοί, οι δικηγόροι – ποιο είναι το ιδιαίτερο λουκ των οδοντογιατρών, των πλαστικών χειρούργων, των ασφαλιστών; Για να μη πάμε στους οικοδόμους, εργάτες γης, αγρότες, μπογιατζήδες, υδραυλικούς, ηλεκτρολόγους κλπ…

Κι όμως όλοι έχουν τη φυλή τους που φαίνεται με τη μία (ως ιδιαίτερη εμφάνιση, αν όχι επαγγελματική, τότε ως κοινό λουκ). Κάνουμε παρέα με άτομα που μας ταιριάζουν και τους ταιριάζουμε, μας δημιουργούν μια αίσθηση ασφάλειας, ηρεμίας, ακόμα και με το ότι δεν σκάνε μύτη με φούξια σατέν κοστούμια, με λαμέ σορτσάκια ή με γόβες-στιλέτα. Όχι ότι δεν τα φορούσαμε κάποτε αυτά και πολύ χειρότερα, απλώς όταν δεν τα φοράμε πια, τα κοιτάμε με μισό μάτι, τόσο εμείς όσο και οι παρέες μας.
Σκεφτείτε πόσο εύκολα ξεχωρίζετε ένα άτομο που κάνει καριέρα μεταφραστή, συγγραφέα, ποιητή, επιμελητή ή γενικά κάνει καριέρα στο χώρο του βιβλίου, από ένα άτομο που διδάσκει τάεκ-βοντό, ας πούμε: αρκεί να απαντήσετε στην ερώτηση «Ποιο από τα δύο άτομα φοράει φουλάρι ή καπέλο;»
… Ή πόσες φορές σκεφτήκατε, γνωρίζοντας το νέο αμόρε φιλικού προσώπου, «Για καλλιτέχνη το κόβω το αμόρε σου». (Συνήθως με τη λέξη «πωωωω» να συνοδεύει την πρώτη εκτίμηση…)
Η φυλή μας βέβαια είναι κάτι πολύ παραπάνω από εξωτερική εμφάνιση, έχει να κάνει με ιδέες, ιδανικά, με μια κοινή γλώσσα, με πεποιθήσεις, ακόμα κι όταν δεν ταυτίζονται οι πολιτικές (πεποιθήσεις) από δύο ή περισσότερα μέλη μιας φυλής… Ακόμα και τότε, υπάρχει κάτι άλλο, βαθύτερο που μας συνδέει, κάτι το οποίο είναι δύσκολο να περιγράψουμε ή να αναλύσουμε… αλλά είναι εύκολο να το αναγνωρίσουμε, μάλιστα με την πρώτη, άντε με τη δεύτερη ματιά.