Τι είναι τελικά η ευτυχία;

H απάντηση βρίσκεται στην πιο ευτυχισμένη χώρα στη Γη ή στον πάτο ενός τρίτου ποτηριού κρασί;

Τι μας κάνει ευτυχισμένους; Η απάντηση ίσως είναι πιο απλή απ’ όσο νομίζουμε

Τον τελευταίο καιρό αφιερώνω τουλάχιστον μία ώρα κάθε πρωί για να διαβάζω άρθρα –από τον ελληνικό και τον ξένο Τύπο– και γενικά να βλέπω τι είδους θέματα κυριαρχούν, κυρίως σε κοινωνικό επίπεδο, ίσως γιατί αυτά μ’ ενδιαφέρουν περισσότερο. Λίγο πολύ τα νέα τα ξέρω, έχοντας δει και ειδήσεις. Όποτε θέλω να χαζολογήσω για να αδειάσω λίγο το μυαλό μου κοιτάω το Instagram, το οποίο πια με ξέρει υπερβολικά καλά και με ταΐζει το χιούμορ αλλά και γενικότερα το περιεχόμενο που με ελκύει.

Πριν από καμιά εβδομάδα, έπεσα πάνω σε ένα post που είχε 4 φωτογραφίες του ίδιου ανθρώπου, και από τη μία στην άλλη τόσο το ύφος του όσο και η στάση του σώματός του άλλαζε – από το πιο σοβαρό, συγκροτημένο ή ουδέτερο, στο πιο χαλαρό και χαμογελαστό. Διαβάζοντας τη λεζάντα ανακάλυψα ότι οι φωτογραφίες αυτές ήταν μέρος ενός φωτογραφικού πρότζεκτ του φωτογράφου Μάρκους Αλμπέρτι, ο οποίος το 2016 αποφάσισε να καλέσει διάφορους φίλους του και, μέσα από την κοινωνική διαδικασία της συζήτησης και της παρέας, να τους ποτίσει τρία ποτήρια κρασί, φωτογραφίζοντάς τους πριν πιουν αλλά και μετά από κάθε ποτήρι που κατανάλωναν.

Επειδή ποτέ δεν ξέρεις αν κάτι στο Instagram, ή στα social media γενικότερα, είναι ακριβές ή πόσο πρόσφατο είναι, το έψαξα διεξοδικά στο διαδίκτυο και είδα ότι όντως ο Αλμπέρτι και η φωτογραφική του έκθεση ήταν αληθινά. «Τι ωραία», σκέφτηκα, κοιτώντας τις φωτογραφίες και εξετάζοντας τις αλλαγές των εκφράσεων στα πρόσωπα των ανθρώπων αυτών. Ίσως να μπορούσα να γράψω κάτι γι’ αυτό. Άρχισα να αναζητώ έρευνες που έχουν να κάνουν με την κατανάλωση αλκοόλ, για να βρω αν υπήρχε καμία που να μιλάει για τα πιθανά οφέλη του – Θεός φυλάξοι.

Βρήκα κάποια, η αλήθεια είναι, αλλά τα tabs έμειναν ανοιχτά και ανέγγιχτα στο Chrome για μέρες. Δεν μπορούσα να βρω κάτι ιδιαίτερα αξιόλογο για να πω, πέρα από το γεγονός ότι ήταν cute και ευχάριστο ως θέμα και ότι όλοι ξέρουμε ότι το αλκοόλ –με μέτρο– έχει την ικανότητα να μας χαλαρώνει και να ρίχνει τα τείχη των αναστολών μας, έστω λίγο, και βέβαια πάντα σε άμεση σχέση με τη διάθεση και τη γενικότερη κατάσταση του εσωτερικού μας κόσμου τη στιγμή που πίνουμε. Οπότε το άφησα εκεί, αλλά δεν έκλεισα τις σελίδες.

Σήμερα το πρωί, κατά τη διάρκεια μιας δίωρης περιήγησής μου σε πολυάριθμες ιστοσελίδες, διαπίστωσα ότι είχα δει τουλάχιστον επτά άρθρα με κεντρικό θέμα την ευτυχία – πώς τη μετράμε, τι σημαίνει, ποιες είναι οι χώρες με τον μεγαλύτερο δείκτη ευτυχίας και γιατί, για ποιον λόγο οι νέοι σήμερα είναι λιγότερο ευτυχισμένοι, ποιες δραστηριότητες προσφέρουν χαρά στους σημερινούς εφήβους, τι βίωσε μια δημοσιογράφος στην ολιγοήμερη παραμονή της στη Φινλανδία (την πιο ευτυχισμένη χώρα στον κόσμο) εν μέσω του σκοτεινού και άχρωμου χειμώνα της. Τα διάβασα όλα. Κάποια τα εκτύπωσα και τα διάβασα ξανά, προσπαθώντας ίσως, ενώ υπογράμμιζα και σημείωνα, να βρω τα κοινά σημεία και να τα ενώνω νοητικά μ’ αυτά των παρεμφερών άρθρων για την ευτυχία που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια.

Είναι ένα θέμα για το οποίο έχω γράψει στο παρελθόν. Τόσο ευρύ, τόσο γενικό και ταυτόχρονα τόσο υποκειμενικό, που πολλές φορές δυσκολεύομαι να αντιληφθώ πλήρως. Σε αντίθεση με άλλα, δεν χωράει σε ένα κουτάκι και δεν μπορεί να βασιστεί σε απόλυτους αριθμούς, σε μαύρο-άσπρο, ή σε τιμές που μπορούν να είναι πλήρως αντιπροσωπευτικές για όλους.

Τι μας κάνει ευτυχισμένους;

Τα χρήματα, η θρησκεία, οι ανθρώπινες σχέσεις, η σύνδεση σε μια κοινότητα, το να έχει η ζωή μας ένα νόημα, η φιλανθρωπία, οι τυχαίες πράξεις καλοσύνης και ευγνωμοσύνης, αυτές ήταν οι κύριες παράμετροι που αμέτρητες επιστημονικές έρευνες έχουν εξετάσει ξανά και ξανά. Τι σκαμπανεβάσματα έχει ο δείκτης ευτυχίας κατά τη διάρκεια της ζωής μας και πώς έχει αλλάξει αυτό με τον ερχομό και τη μετέπειτα εισβολή της τεχνολογίας σ’ αυτήν; Έχει αλλάξει τα μάλα, λένε οι έρευνες, και τρέχουν όλοι πανικόβλητοι να βρουν το γιατί. Τα κινητά, τα social media, η έλλειψη ουσιαστικής κοινωνικοποίησης, παρά το γεγονός ότι επικοινωνούμε ακατάπαυστα καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας σ’ αυτό τον «διάολο».

Στάθηκα λίγο παραπάνω στο άρθρο της Μόλι Γιανγκ, μιας Αμερικανίδας δημοσιογράφου, η οποία πέρασε μία εβδομάδα στη Φινλανδία και γύρισε στη Νέα Υόρκη με κατάθλιψη. «My Miserable Week in The Happiest Place on Earth» είναι ο τίτλος, κι ενώ διάβαζα, εξεπλάγην όταν κατάλαβα γιατί ήταν εντέλει μίζερη η εβδομάδα της. Αποφάσισε σκόπιμα να πάει τον Φλεβάρη, επιλογή που ακόμα και οι Φινλανδοί που γνώρισε εκεί της είπαν πως ήταν παράξενη.

Αυτό που έμαθε φεύγοντας, αυτό που της έμεινε περισσότερο, είναι εκείνο που θεωρώ ότι μένει σε όλους όσοι ταξιδεύουν με διάθεση να «δουν» και όχι απλά να θαυμάσουν ή να διηγηθούν αργότερα, είτε με εθνικιστική ανωτερότητα είτε με νιχιλιστική απαισιοδοξία για τη δική τους χώρα: η αναπόφευκτη σύγκριση, η ανθρωπιστική αξιολόγηση μιας καθημερινότητας –όσο σου επιτρέπει μια τουριστική εμπειρία να τη ζήσεις– σε μια εξελιγμένη, ανεπτυγμένη χώρα, η οποία βασίζεται στις ίδιες ανθρώπινες ανάγκες, αλλά σε διαφορετικές λειτουργικές συνθήκες, που ανακαλύπτεις ότι κάνουν τεράστια διαφορά, ότι σε διαμορφώνουν αλλιώς, ότι, ενώ δεν αλλάζουν μαγικά τις προτεραιότητές σου, μπορούν ν’ αλλάξουν το πώς τις αποζητάς και σε τι βαθμό, πώς τις αξιολογείς και πώς διαμορφώνεται η καθημερινότητά σου ενώ τις θέτεις και μετά τις κυνηγάς.

Είναι παράλογο να ποσοτικοποιήσουμε την ευτυχία με οποιονδήποτε τρόπο, κυρίως γιατί ακόμα δεν έχουμε καταφέρει καν να την ορίσουμε. Οι περισσότεροι ορισμοί τείνουν προς το αίσθημα της ικανοποίησης ή την επίτευξη στόχων. Είναι επίσης ανώφελο, αφού φαίνεται να είναι μια κατάσταση ύπαρξης τόσο φευγαλέα, εύθραυστη και «αναβράζουσα» –υφίσταται τέλεια στους νοητούς 100°C–, τόσο ευάλωτη σε εξωγενείς παράγοντες, που η γενίκευσή της καθίσταται αδύνατη δεδομένης της ανομοιογένειάς μας ως είδους.

Κι όμως παλεύουμε ακόμα. Προσπαθούμε πυρετωδώς με τόσο πείσμα. Ρωτάμε συνανθρώπους. Τους ρωτάμε μανιωδώς, είτε στιγμιαία είτε επανειλημμένως σε βάθος ετών, ακόμα και δεκαετιών. Τους ζητάμε να κάνουν πράγματα επίτηδες για να δούμε αν αλλάζει αυτός ο δείκτης και πώς, και βασιζόμαστε ευλαβικά στο γεγονός ότι όλοι αυτοί οι ερωτηθέντες, αυτά τα υποκείμενα ερευνών, θα απαντήσουν με ειλικρίνεια, διαύγεια και αυτογνωσία, κι εμείς θα γίνουμε σοφότεροι.

Όλοι εμείς. Πρώτα οι επιστήμονες και μετά οι αναγνώστες της επιστήμης. Θα μοιραστούμε μετέπειτα το ιερό δισκοπότηρο και θα πιούμε όλοι από αυτό σε έναν τεράστιο, παγκόσμιο κύκλο, ενώ τραγουδάμε κουμ-μπα-για. Και θα ανακαλύψουμε ίσως ότι οι Φινλανδοί το είχαν βρει εξαρχής.

Η μεγαλύτερη σε εύρος και μακροβιότερη έρευνα για την ευτυχία που έχει διεξαχθεί ποτέ ξεκίνησε το 1938 και συνέχισε, χωρίς διακοπή, για τα επόμενα 75 χρόνια. Το εύρημά της, σε μία πρόταση ήταν το εξής: «Οι καλές ανθρώπινες σχέσεις μάς κάνουν πιο χαρούμενους και πιο υγιείς. Τελεία και παύλα». (Μπορείτε να δείτε ένα TEDTalk πάνω σ’ αυτό.) Γελάτε τώρα, το ξέρω. «Μας κοροϊδεύουν», λέτε από μέσα σας. Πώς να μην το πείτε; Φαίνεται αστείο. Προσβλητικά απλοϊκό. Τόσα χρόνια γι’ αυτό; Θα σπεύσετε ίσως σε άλλες έρευνες· όλα είναι καλύτερα αλλού, οι πάντες το ξέρουμε αυτό.

Το δικό μου μυαλό όμως πήγε πίσω στην έκθεση φωτογραφίας του Βραζιλιάνου Αλμπέρτι. Γιατί ήταν όλοι, μα όλοι, οι φίλοι του πιο χαρούμενοι, πιο χαμογελαστοί και πιο ανέμελοι στην τελευταία φωτογραφία τους, μετά το 3ο ποτήρι κρασί; Το αλκοόλ μάς χαλαρώνει, δεκτό· συνέβαλε αδιαμφισβήτητα και επιστημονικά σ’ αυτό το χαμόγελο.

Όσο όμως αναλογιζόμουν όσα είχα διαβάσει, όσα έχω δει και βιώσει ταξιδεύοντας –στη Φινλανδία ομολογουμένως δεν έχω πάει– και όσα έχω συζητήσει ανά τα χρόνια, έφτασα στο συμπέρασμα ότι οι φίλοι του Αλμπέρτι ίσως… ίσως, ήταν πιο χαρούμενοι στην τελευταία φωτογραφία γιατί είχαν περάσει λίγες όμορφες, ευχάριστες ώρες μ’ έναν φίλο τους, συζητώντας και πίνοντας.

Και ίσως, μερικές φορές, η σωστή απάντηση είναι και η πιο απλή. Αλλά ίσως και η άσβεστη δίψα μας για απαντήσεις, κατανόηση και εμβάθυνση να προσφέρει την ίδια ασαφή ποσότητα ευτυχίας σε τιμές ποιότητας αέναα άγνωστες.

Top Reads

Δείτε ακόμα

Στην Athens Voice