Αν αυτή η εποχή ήταν μυθιστόρημα θα λεγόταν «Αγέλαστη Άνοιξη»
Ήθελα να πάω ένα ταξίδι με τα χρήματα που μου είχαν απομείνει για να ξεχαστώ, αλλά τα πρόσφατα θλιβερά γεγονότα με καθήλωσαν στο έδαφος. Έμοιαζαν με έναν εφιάλτη στην οθόνη της τηλεόρασης μόνο που ήταν πραγματικός και δίπλα μας. Άρχισα λοιπόν να αναρωτιέμαι τι μας είχε απομείνει σε έναν κόσμο που χάσαμε τη δουλειά μας, τα όνειρά μας, τον έρωτα (όσες τον χάσαμε), την ασφάλεια και την ανεμελιά μας.
Βρισκόμουν σε αυτό το δυσάρεστο στάδιο που δεν μπορείς να πας ούτε μπροστά γιατί δε βλέπεις τον δρόμο αλλά ούτε και πίσω, αφού τα γεγονότα με είχαν πετάξει έξω από την πορεία μου. Η καθημερινότητα κυλούσε με αγγελίες ευρέσεως εργασίας και την ελπίδα να χτυπήσει το τηλέφωνο που όμως δεν χτυπούσε. Όπως και μετά τα γεγονότα του περασμένου καλοκαιριού που ευχόμουν να συμβεί ένα θαύμα και να γυρίσει πίσω ο άνδρας που αγαπούσα. Περνούσα τη μέρα μου στο σπίτι με μαύρη ρίζα στα μαλλιά, ταλαιπωρημένα μούτρα και άβαφα νύχια, κοινώς η χειρότερη εκδοχή του εαυτού μου. Οι φίλοι προσπαθούσαν να με πείσουν ότι είναι απλά μια κακή φάση και θα ανακάμψω, όμως δεν άντεχα αυτήν την αμείλικτη φωνούλα στο κεφάλι μου που φώναζε ότι απέτυχα στη ζωή μου και ότι δεν αξίζω τίποτα. Είχα αποτύχει να εκπληρώσω τα όνειρά μου και κοντά στα 35 μου δεν έβλεπα πια φως στο τούνελ.
Όταν ήμουν 20 ετών, αφήνοντας πίσω τις ανασφάλειες της εφηβείας μου, ήμουν σαφέστατα πολύ πιο αισιόδοξη από ότι ήμουν σήμερα. Ήξερα ότι θα πετύχω επαγγελματικά, ούσα πάντα το μεγάλο μυαλό και το παιδί θαύμα του σχολείου. Μέσα στην κρίση έβλεπα τους φίλους μου να χάνουν τη δουλειά τους ενώ εγώ συνέχιζα την ανοδική μου πορεία μέχρι να έλθει και η δική μου σειρά. Αλλά το χειρότερο είναι πως με τα σημερινά δεδομένα κανένας δεν ξέρει αν θα επιστρέψει στην αγορά εργασίας και πότε όταν θα χάσει τη δουλειά του.
Άρχισα να μετανιώνω που δεν έφυγα στο εξωτερικό νωρίτερα να έχει η ζωή μου μια κανονικότητα έστω, να μην αισθάνομαι ότι η ζωή μου είναι έρμαιο στα χέρια των συνθηκών. Ή μήπως στα προσωπικά τα κατάφερα καλύτερα; Όταν γνώρισα τον Απόλυτο ήμουν βέβαιη ότι ήθελα να περάσω όλη μου την υπόλοιπη ζωή μαζί του. Με κανέναν άλλον. Αφού απέτυχα να είμαι μαζί του, δε θα ερωτευόμουν ξανά. Οι αναμνήσεις μου με πονούσαν τόσο πολύ που άρχισα να τις απωθώ, όπως και όλους τους συνειρμούς που έκανα κάθε φορά που έβλεπα ευτυχισμένα ζευγάρια γύρω μου. «Δώσε ευκαιρία σε κάποιον άλλον. Μόνο έτσι θα ξεχάσεις» άρχισαν να με συμβουλεύουν οι φίλοι μου αλλά όποιος με πλησίαζε ή με κοιτούσε δε με συγκινούσε. Συν το γεγονός ότι άρχισαν να με πλησιάζουν άνδρες μικρότεροι από εμένα, οι οποίοι μου φαινόταν παιδάκια και δεν μπορούσα να τους ερωτευτώ φυσικά.
Ενώ στα επαγγελματικά μου δεν μπορούσα να μισήσω τον εργοδότη μου που καταργήθηκε η θέση μου, στα προσωπικά μου άρχισα να μισώ τον Απόλυτο για τα 6 χρόνια που μου πήρε και τη δυστυχία που μου προκάλεσε. Η φίλη μου η Β. έκανε το λάθος να μου πει ότι το λάθος ήταν δικό μου που έμπλεξα σε αυτήν την ιστορία για να εισπράξει ένα εξοργισμένο «είσαι με το δικό μου μέρος ή με το δικό του;» και να σταματήσω να της μιλάω. Εν ολίγοις, είχα πολλά χρόνια να βρεθώ σε τόσο άσχημη κατάσταση ψυχολογικά χωρίς ελπίδα και προοπτική για τίποτα. Μόνο στα όνειρα ήμουν πάλι χαρούμενη, στην πραγματική ζωή όχι.
Μέσα σε όλα αυτά βέβαια ήξερα τουλάχιστον ότι εκείνον δε θέλω να τον ξαναδώ. Ούτε να τον ακούσω, ούτε να μου εξηγήσει. Γιατί με είχε κάνει να αισθάνομαι ανεπαρκής. Όπως ένας κακός εργοδότης σε αδικεί ενώ προσπαθείς συνεχώς και σου πίνει το αίμα, χωρίς ποτέ να αναγνωρίσει το ταλέντο σου. Έτσι είναι και οι κακοί γκόμενοι. Έρχονται στη ζωή σου για να σε πείσουν ότι δεν είσαι αρκετά υπέροχη για να σου προσφέρουν την αγάπη τους. Δε χάνουν την ευκαιρία να σε μειώνουν, να σε κοροϊδεύουν και να σε υποτιμούν. Περνάς μια φάση θυματοποίησης ώσπου να σηκωθείς ξανά και να αλλάξεις τα φώτα σε όλους όσους σε αδίκησαν.
Κάποιοι έχουν αρκετό αυτοσεβασμό ώστε να μην επιτρέπουν το αυτομαστίγωμα. Εγώ πάλι πάντα κατηγορούσα τον εαυτό μου για όλα όσα μου συνέβαιναν. Κι όταν δεν μπορούσα να δικαιολογήσω κάτι με βάση τα δικά μου σφάλματα, άρχισα να πιστεύω ότι ήμουν άτυχη. Ή ότι είχε έλθει η ώρα να σταματήσω να είμαι η σούπερ γυναίκα με την τέλεια δουλειά, τον τέλειο γκόμενο και την τέλεια ζωή και να χτυπήσω βίαια στο έδαφος. Όπως τόσες άλλες φορές. Όταν με απέλυσαν από εκείνη τη φοβερή δουλειά επειδή δεν τους άρεσε ο χαρακτήρας μου. Όταν με απάτησε ο πρώτος μου μεγάλος έρωτας με εκείνη την άσχημη σερβιτόρα με το τιγρέ τοπ. Όταν με πρόδωσαν φιλίες ετών. Μήπως τελικά ζωή είναι και η αποτυχία;