Πανελλήνιες εξετάσεις: Να δεις τι σου ’χω για μετά!

Για όσους αγχώνονται να περάσουν στο πανεπιστήμιο, μέρες που είναι

Πανελλήνιες εξετάσεις: Η Βάγια Ματζάρογλου θυμάται την εποχή που έδινε Πανελλήνιες και τη φάση ανεργίας που ακολούθησε μετά.

 «Άντε, βρε Αντώνη, καλό πτυχίο! Και Λυκουρέζος!», ευχηθήκαμε στον νικητή των Πανελλαδικών και μέλλοντα δικηγόρο φίλο μας τσουγκρίζοντας τα ποτήρια. Το γλέντι της επιτυχίας ξεκίνησε με ουζομεζέδες, συνεχίστηκε με κρασί αγιορείτικο και ψάρια στα κάρβουνα, πέρασε από τη φάση του καζάν ντιπί και επισφραγίστηκε με σαμπάνια, πούρα κι έναν λογαριασμό της τάξης των τριακοσίων ευρώ για δέκα άτομα. Όλα αυτά συνέβησαν στα μέσα του 2000, δηλαδή σε εποχές προ κρίσης, large. Σήμερα ο Αντώνης κοπανάει μύγες στο δικηγορικό του γραφείο και ψάχνει να κάνει κάτι άλλο για βιοπορισμό. Συγκεκριμένα, σκέφτεται να ανοίξει φούρνο στη Μύκονο, κι εμείς τον ενθαρρύνουμε και συμπληρώνουμε το όραμά του με ιδέες καινοτομίας και εξωστρέφειας. «Να βάλεις και χασισόπιτες και χασισοκέικ για chill out» του λέμε. «Κι αν σε πιάσουν και σε τρέχουν, τουλάχιστον δεν θα έχεις έξοδα δικηγόρου». Σε κάτι θα χρησιμεύσει το πτυχίο.

Διαβάζοντας τα σημερινά ποσοστά ανεργίας στους νεαρούς πτυχιούχους, σκέφτομαι πόσο «άνεργα» και δύσκολα ήταν και τα δικά μου νιάτα. Λοιπόν, στα χρόνια τα παλιά, στα χρόνια μου, στην κρίσιμη Γ’ Λυκείου υπήρχαν οι δέσμες. Τέσσερα μαθήματα έκριναν ένα μέλλον, μια ολόκληρη ζωή. Πριν τις εξετάσεις με βασάνιζαν αγωνιώδη ερωτήματα. «Αν μπει αυτή η ενότητα στην Ιστορία, τι θα κάνω; Δεν θα γράψω καλά». «Λες να πέσει πάλι Οιδίποδας στα Αρχαία;». Η Νάντια και κάτι φίλες της κάνανε «τραπεζάκι» και το πνεύμα του παππού της Νάντιας είπε ότι θα πέσει Ανθολόγιο. «Να τον εμπιστευθώ τον παππού ή να στρωθώ στο διάβασμα;» «Τι θέμα θα μας βάλουν στην Έκθεση;» «Είναι καθαρά τα τυχερά μου ρούχα;».

Την ημέρα των εξετάσεων, βγαίνοντας από το σπίτι, η μαμά μου με ξεπροβόδιζε με σπαραχτικά συγκινητικές ευχές που μου δημιουργούσαν την εντύπωση ότι φεύγω για τον πόλεμο και μπορεί να μην ξαναγυρίσω. Εκείνη πήγαινε στην εκκλησία, την Παναγία Δεξιά, για παράκληση μαζί με όλες ανεξαιρέτως τις μαμάδες των υποψηφίων. Οι εκκλησίες μια στην Ανάσταση και μια στις εξετάσεις μαζεύουν τόσο κόσμο! Τελικά έπεσε Οιδίποδας, που ευτυχώς είχα διαβάσει την τελευταία στιγμή, γιατί η γιαγιά, την παραμονή των εξετάσεων, είχε δει στο φλιτζάνι μου έναν ψηλό πάνω στ’ άλογο. «Να το άρμα του αιμομίχτη», σκέφτηκα, και έπεσα με τα μούτρα στη μετάφραση και τα σχόλια. Στα Λατινικά, που υποτίθεται πως ήταν το δυνατό μου σημείο, μας έβαλαν μια άσκηση που ζητούσε να γράψουμε τον πληθυντικό αριθμό των «προσηγορικών» ουσιαστικών του κειμένου. Ανάθεμά με αν είχα ξανακούσει τη λέξη «προσηγορικά», και αρνιόμουν να μάθω τι σκατά είναι μέχρι να βγουν οι βαθμοί – τέτοιο σκάσιμο!

Η ψυχοφθόρα τετραήμερη διαδικασία κάποτε τελείωσε, χωρίς εκπλήξεις. Είχα γράψει καλά, το ένιωθα. Νόμιζα πως πια θα ηρεμήσω, και θα κοιμηθώ, και θα κάνω ήσυχη τις διακοπές μου. Νόμιζα… Τότε άρχισε να χτυπάει το άγχος των βαθμών. Τα χαράματα με έβρισκαν συνήθως με ανοικτά μάτια. «Αν πέσω σε κανένα στριμμένο βαθμολογητή; Αν αυτόν τον τύπο μού τον πάρουν για λάθος; Μήπως ξέχασα να γράψω κάποιο υποερώτημα; Τι ήταν αυτά τα γαμημένα προσηγορικά;». Αμφέβαλλα για τα πάντα. Άσε που ξυπνούσα αλαφιασμένη και έψαχνα το βιβλίο δίπλα στο μαξιλάρι μου!

Κάποια στιγμή ανακοινώθηκαν οι βαθμοί. Δεν ήταν στριμμένος ο βαθμολογητής, κανένας τύπος στο γραπτό μου δε θεωρήθηκε λανθασμένος, δεν ξέχασα να γράψω κάποιο υποερώτημα, τα προσηγορικά μου στοίχισαν μόλις μισή μονάδα, όλα πήγαν κατ’ ευχήν. Με βάση τα δεδομένα της προηγούμενης χρονιάς περνούσα στη σχολή της αρεσκείας μου και κυρίως της αρεσκείας των γονιών μου.

«Τώρα μπορώ να πάω στη Μύκονο», έκανα μπαϊράμια με το μυαλό μου. «Τώρα μπορεί να πάει στην Τήνο», αποφάσισαν οι γονείς χαρούμενοι, «εθνικά» υπερήφανοι και κυρίως ηθικά ικανοποιημένοι. Ο αγώνας για τη μετατροπή του βλασταριού τους σε καλό και χρήσιμο άνθρωπο στην κοινωνία είχε δικαιωθεί! Μου έδωσαν εκ νέου την ευχή τους και με μάτσωσαν γερά πριν το ταξίδι (τότε δεν υπήρχαν ATM για να σηκώνουμε λεφτά, τα κουβαλούσαμε όλα μαζί μας, στο σουτιέν, στο βρακί, σε ό,τι κρυψώνες είχαμε επινοήσει).

Επιβιβαστήκαμε στον θρυλικό «Άνεμο» μαζί με όλη τη Θεσσαλονίκη (Μικρασιατική καταστροφή κι έτσι), πιάσαμε Τήνο, ανάψαμε κεράκι στην Παναγιά, μετά μπήκαμε σε έναν σκυλοπνίχτη και φτάσαμε στο Σούπερ Παραντάις. Εγώ, η Κατερίνα και η Δώρα, που είχαμε γράψει καλά. Η Σοφία, που μάλλον δεν περνούσε πουθενά, τιμωρήθηκε από τους δικούς της με διακοπές στην Καλλικράτεια. Στήσαμε σκηνές και αρχίσαμε τις κραιπάλες. Εγώ, κι όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια και οι λοιπές, για κάποιον απροσδιόριστο λόγο δεν μπορούσαμε να ευχαριστηθούμε στο μεγαλείο τους τις διακοπές στο νησί. «Κι αν ανεβούν οι βάσεις και μείνω απ’ έξω;» κατατρωγόμασταν, καθώς ρίχναμε κρυφά μια πασιέντζα για να μάθουμε από τα χαρτιά και πρώτες από όλους τους υπόλοιπους το αποτέλεσμα. Μας παρηγορούσαν ωστόσο στο Νησί των Ανέμων το ποτό (μπόμπες) και κάτι Ιταλοί, οπότε ξεχνιόμασταν.

Μια μέρα πριν την έκδοση των αποτελεσμάτων η γιαγιά είδε στο φλιτζάνι ότι θα διαβώ μεγάλη πόρτα, αλλά δεν την πολυπίστεψα. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή για μεγάλες πόρτες μιλούσε στα εγγόνια της, αλλά συνήθως τζίφος. Βέβαια τα «αποτυχημένα» ξαδέλφια μου τακτοποιήθηκαν μια χαρά και βγάζουν και κανένα φράγκο. Ο Ντίνος έγινε σεφ σε ουζερί, ο Ανδρέας υδραυλικός, ο Βασίλης σαντουιτσάς και η Σοφία που είχε μέσο μπήκε στην τράπεζα.

Η ανακοίνωση των βάσεων με βρήκε κατάμαυρη από τον ήλιο και με το τηλεκοντρόλ στο χέρι. Τότε τα αποτελέσματα έβγαιναν στην τηλεόραση, μάλιστα! Από κανάλι σε κανάλι πανηγύριζα το πέρασμα της μεγάλης πόρτας. Ελληνική φιλολογία. Τα πρώτα φιλιά ήταν της μαμάς, του μπαμπά, του αδελφού. Τα δεύτερα της γιαγιάς και του παππού. Μετά δεν προλάβαινα να φιλάω από συγγενείς μέχρι αγνώστους, να απαντάω «ευχαριστώ πολύ» στα τηλέφωνα και να μαζεύω δώρα και λεφτά. Τέτοιες ώρες ακόμα και ο πιο τσιγκούνης θείος έβαλε το χέρι στην τσέπη με τα καβούρια. «Το σόι μας θα βγάλει κι άλλον επιστήμονα!», καυχήθηκε ο τσιφούτης, μου έβαλε στην παλάμη ένα πεντακοσάρικο (δραχμές) κι ένα τσαλακωμένο χαρτομάντιλο για όγκο και έπεσε με τα μούτρα στα φαγητά του τραπεζιού της νίκης. Ο μπαμπάς και η μαμά παράγγελναν αβέρτα κι εγώ χαιρόμουν όσο ποτέ.

Ο πρώτος στόχος ζωής επιτεύχθηκε. Ήμουν μία από τους επιτυχημένους του κόσμου τούτου. Το μέλλον μου ανήκε. Τώρα το έβλεπα καθαρά. Είχαν δίκιο δάσκαλοι και γονείς όταν με πίεζαν να διαβάζω και να μην κάνω τίποτα άλλο, όταν μου στερούσαν με τον τρόπο τους το δικαίωμα στη λιγόλεπτη τεμπελιά ή όταν μου συνιστούσαν να μην πάω πενταήμερη για να κάνω επανάληψη στη Ιστορία. «Η ζωή είναι μπροστά σου», μου λέγανε. «Το μέλλον σου ανήκει». «Το παρόν;» τόλμησα μια-δυο φορές να ρωτήσω. «Το παρόν μπαίνει ενέχυρο για ένα ευτυχισμένο μέλλον», απαντούσαν χωρίς περιστροφές οι έμπειροι της ζωής και αποχωρούσαν από το δωμάτιό μου κουνώντας το καροτάκι-υπόσχεση: «Πέρνα εσύ στο Πανεπιστήμιο κι εμείς… ό,τι θες. Διακοπές, υπολογιστή, αυτοκίνητο, τον ουρανό με τα άστρα…». Ευτυχώς ήμουν μικρή και πίστεψα στα λόγια τους. Βρήκα την πρόταση ελκυστική, ανέβαλα το σήμερα για το αύριο και να τώρα που μου βγήκε σε καλό. Ή μήπως όχι;

Ξυπνάω κι έχω γίνει είκοσι τρία. Έχω τελειώσει το πανεπιστήμιο, έχω κάνει μεταπτυχιακό, έχω μάθει γραφομηχανή (τότε ήταν της μόδας), έχω πάρει Proficiency στα αγγλικά και Ober Stuffe στα γερμανικά, γνωρίζω κάποια ιταλικά από το πανεπιστήμιο και έχω παρακολουθήσει σεμινάρια ηλεκτρονικών υπολογιστών (πρωτόγονα, ms-dos). Έχω αξιοποιήσει επομένως σχεδόν στο μέγιστο βαθμό τις δυνατότητες κατάρτισης που μπορεί να μου προσφέρει το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας και η τσέπη του μπαμπά. Επιπλέον, βρίσκομαι στην καλύτερη αναφορικά με τη δημιουργικότητα ηλικία, αντιμετωπίζω με ωριμότητα τη ζωή και κυρίως ξεκινώ με τη διάθεση να διοχετεύσω τα εφόδια, τις ικανότητες και τη φαντασία μου με τον καλύτερο τρόπο – κόφτε τα κλισέ, θα ξεράσουμε! Τότε αρχίζουν τα δύσκολα, που λέει και ο Σάκης ο Ρουβάς, που ευτυχώς γι’ αυτόν είχε το σωστό επαγγελματικό προσανατολισμό.

Εκεί γύρω στα είκοσι πέντε οι διαπιστώσεις περί μέλλοντος γίνονται εξαιρετικά οδυνηρές. Είμαι άνεργη, εξαρτημένη από τους γονείς και κυρίως βολεμένη, καθώς ελπίζω πως όλα κάποτε θα αλλάξουν, πως όλα τελικά θα πάνε καλά. Παραπαίω ανάμεσα στο «σιχτίρ την τύχη μου, άδικα σπούδαζα τόσο χρόνια!» και στο μοιρολατρικό «άντε μωρέ, την υγειά μας να ’χουμε, κανένας δεν χάνεται». Είμαι όμως πια μεγάλη για να πιστεύω, όπως κάποτε, ότι η «η ζωή είναι δικιά μου κι ότι το μέλλον μου ανήκει». Αυτό ήταν λοιπόν το ευτυχισμένο μέλλον που μου υποσχέθηκαν στα μαθητικά μου χρόνια; Ένα παρόν απραξίας;

Μετά πήρα σβάρνα τις υπηρεσίες, τις τράπεζες, τις εφορίες, τα ταχυδρομεία και έψαχνα για προκηρύξεις θέσεων. Μην άκουγα τη λέξη «ζητούνται»! Έτρεχα και στηνόμουν σε τεράστιες ουρές για να κάνω αίτηση συμμετοχής σε διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ. Έτσι γνώρισα την καλύτερή μου φίλη. Σε μια ουρά στη Νομαρχία. Χίλιοι υποψήφιοι για τέσσερις θέσεις οδηγών περονοφόρου. Βασικά ούτε εγώ ούτε εκείνη (δασκάλα) ξέραμε τι είναι το περονοφόρο και προσπαθούσαμε να αναλύσουμε ετυμολογικά τον όρο. Κουβέντα στην κουβέντα συστηθήκαμε, γνωριστήκαμε και μας προέκυψε η φιλία. Μια κοπέλα κι ένας νεαρός στην μπροστινή σειρά, που γνωρίστηκαν εκείνη την ημέρα, σήμερα είναι παντρεμένοι. Γουρλίδικη ουρά! Όταν, μετά από τρεις ώρες, φτάσαμε στο τραπεζάκι με τις αιτήσεις και τα παράβολα, μας δήλωσαν κατηγορηματικά ότι οι πτυχιούχοι αποκλείονται από τη διεκδίκηση των θέσεων. Άσε που δεν είχαμε και άδεια οδήγησης περονοφόρου. Το παράβολο για την αίτηση που δεν κάναμε ποτέ ήταν ένα χιλιάρικο (3 ευρώ και κάτι ψιλά, για να συνεννοούμαστε). Το ήπιαμε καφέ. Μια άλλη φορά το αγοράσαμε δακτυλίδια. Από τότε ήπιαμε πολλούς καφέδες και κάναμε πολλές αιτήσεις…

Θυμόμαστε συχνά κάποιες καλές στιγμές των προσπαθειών μας και διασκεδάζουμε αφάνταστα, όπως μια φορά που βρήκαμε στο ΑΧΕΠΑ θέση σαβανώτριας και τραπεζοκόμου. Στη μοιρασιά ψιλομαλώσαμε. «Και γιατί να γίνω εγώ σαβανώτρια, παρακαλώ;». «Και ποιος να γίνει;». «Να γίνεις εσύ». «Γιατί να γίνω εγώ; Να γίνει η μάνα», και πάει λέγοντας. Αλλά και το «τραπεζοκόμος» έγινε οικογενειακό ανέκδοτο, γιατί, όπως καταλαβαίνετε, με τις σπουδές και τα διαβάσματα τα οικοκυρικά δεν είναι το φόρτε μας.

Μη νομίζετε ότι η αναζήτηση εργασίας περιορίστηκε μόνο στον δημόσιο τομέα. Δεν πήγαμε εμείς χέρι χέρι σε φροντιστήρια και ιδιωτικά σχολεία; Μια φορά μπαίνουμε σε ένα πολύ όμορφο σχολικό κτίριο στις εξοχές. Μας υποδέχονται εγκάρδια ομολογουμένως οι άνθρωποι, μας οδηγούν σε μια αίθουσα και μας δίνουν να συμπληρώσουμε ένα έντυπο είκοσι σελίδων. Ανάμεσα στα βασικά (Όνομα, Ηλικία, Βαθμός πτυχίου κ.λ.π), υπήρχε χώρος -και μάλιστα πολύς- για αναφορά στο συγγραφικό μας έργο. «Έχεις συγγράψει τίποτα, ρε;» «Ουουου, ένα σωρό βιβλία!». Φυσικά στη συνέχεια συμπληρώναμε και «αφιερώναμε». Δε μας ειδοποίησαν. Μια άλλη φορά η διευθύνουσα ενός σχολικού συγκροτήματος μας υποσχέθηκε ότι, αν πεθάνει κάποιος από το διδακτικό προσωπικό, εμείς θα είμαστε η πρώτη της επιλογή. Καλά σαράντα! Ούτε αυτοί μας ειδοποίησαν. Δεν τα τίναξε φαίνεται ακόμα κανένας!

Ανεξάρτητα από τον εκπαιδευτικό χαρακτήρα των σπουδών μας, δεν αποκλείαμε για το μέλλον μας κανένα επάγγελμα. «Κομμώτριες να γίνετε», έλεγαν οι γιαγιάδες μας. «Για μια παρμανάντ προχθές δέκα χιλιάρικα έδωσα!». Δυστυχώς, δεν έπιανε το χέρι μας. Κάποτε κόψαμε η μια τα μαλλιά της άλλης. Όταν πήγαμε στην κανονική κομμώτρια για σουλούπωμα, εκείνη απόρησε με τις στραβές ψαλιδιές που υπήρχαν στα καρέ μας. Εμείς φορτώσαμε τις ευθύνες στον προηγούμενο κομμωτή και δεν βγάλαμε άχνα για το έγκλημα.

Βοήθεια ζητήσαμε και από τα Θεία. Πόσες φορές πήγαμε πίτα στον Άγιο Φανούριο να φανερώσει την τύχη μας, αλλά ο Άγιος δεν εκτίμησε τη μαγειρική μας! Κάθε Σεπτέμβρη περνούσαμε φάση «πρέπει να κάνω κάτι με τη ζωή μου». Μεγάλη φάση, πολύχρονη! Αλλά πάλι, σε τελική ανάλυση, τι να κάναμε; Ας μας έλεγε κάποιος τι, κι εμείς ήμασταν πρόθυμες να ακολουθήσουμε τις συμβουλές του.

Για να μην μακρηγορούμε, μετά κόπων και βασάνων τη βρήκαμε την άκρη μας, άσχετη με το αντικείμενο σπουδών μας. Διάφορα χοντροειδή γυρίσματα κάνει το σύμπαν (λες να είναι κοελικό;) και κανένας δεν χάνεται σε αυτή τη ζωή. Ακόμα και σε αυτή τη χώρα - φαντάσου! Όσα πιτσιρίκια σε λίγες μέρες δίνουν Πανελλαδικές να ξέρουν πως η φάση «άνεργος πτυχιούχος», δεκαετίες τώρα στην Ελλάδα, κρατούσε και κρατάει πολύύύ. Επομένως, όχι στο άγχος, ίσως στον φούρνο, σίγουρα ναι στη Μύκονο!