Ένα θαύμα μπορεί να μας σώσει
Δουλειές του ποδαριού
Η Μανίνα Ζουμπουλάκη περιγράφει τη σύντομη καριέρα της στην μετάφραση βαυαρικών τσοντών
Η Μανίνα Ζουμπουλάκη περιγράφει με σπαρταριστό τρόπο την εποχή που της έδιναν γερμανικές τσόντες προς μετάφραση
Ο χοντρός ιδρωμένος κύριος πίσω από το γραφείο ήταν εισαγωγέας ταινιών – συστήθηκε «παραγωγός ταινιών» που εκείνη την εποχή (80s) σήμαινε «εισαγωγέας».
«Ξέρεις γερμανικά;» με ρώτησε.
Ήμουν είκοσι τεσσάρων χρονών, τα ήξερα όλα. «Καταλαβαίνω πολύ καλά τα γερμανικά» είπα, «αν και δεν τα γράφω ακόμα…»
«Καλά, δε θέλω να γράψεις, άμα ξέρεις να μεταφράσεις ρωτάω. Από γερμανικά στα ελληνικά».
«Ναι, βέβαια!»
Ο χοντρός κύριος άναψε κι άλλο τσιγάρο. Είχε ένα τασάκι πάνω στο γραφείο, τίγκα στο αποτσίγαρο, στάχτες σκόρπιζαν στο σύσχριστο κοντραπλακέ κάθε φορά που τίναζε το τσιγάρο του. Έβγαλε μια βιντεοκασέτα και τη γλίστρησε προς το μέρος μου στην επιφάνεια του γραφείου σαρώνοντας κάμποση στάχτη.
«Έχω αυτό εδώ», είπε, «ποιοτική ταινία, κουλτούρα, παρ’ το να ρίξεις μια ματιά δυο-τρεις μέρες, χαλαρή μετάφραση θέλω, γενικές γραμμές. Γκρόσο μόντο. Να καταλαβαίνει ο Έλληνας τι συμβαίνει, τι λένε αυτοί οι Γερμαναράδες. Έχουν μια ιστορία πάντα, μια υπόθεση, μη νομίζεις. Δεν είναι άιντε-άιντε, βγάζουμε τα μάτια μας στα καλά καθούμενα!»
Συμφώνησα πως όχι, δεν τα βγάζουμε, όσο κουλτουριάρηδες κι αν είμαστε. Πήρα την κασέτα –παντοφλέ, μαύρη, πλαστική, με ελαφριά μυρωδιά πετρελαίου– και βγήκα έξω. Ήταν ντάλα καλοκαίρι με απίστευτη ζέστη στα Εξάρχεια όταν η Αθήνα δεν είχε πάρει ακόμα πρέφα τα αιρκοντίσιον, όταν σηκωνόσουν από πλαστικές πολυθρόνες με μουσκεμένα μπατζάκια στάζοντας στον ιδρώτα.
Είχα δύο μικρά προβλήματα: (1) δεν ήξερα λέξη γερμανικά και (2) δεν είχα τηλεόραση ούτε βίντεο. Το δεύτερο πρόβλημα θα λυνόταν με αυτόματο τρόπο: ήταν να πληρωθώ χρήματα για μια μετάφραση βιβλίου από τα αγγλικά (τα οποία ήξερα πραγματικά). Ο εκδότης, ο Οδυσσέας Χατζόπουλος ή «Κάκτος», δεν συμφωνούσε τώρα με το ποσόν που είχε συμφωνήσει αρχικά, όταν μου ανέθεσε τη μετάφραση, έλεγε ότι ήμουν θεότρελη και δεν είχε ακούσει ποτέ στη ζωή του όλη για τέτοιο ποσόν, θα μου έδινε –χ, τα δύο τρίτα περίπου, με κάμποσα νεύρα και την επεξήγηση «και πολλά σου είναι». Μάλωσα με τον Οδυσσέα και έφυγα φωνάζοντας ότι δεν θα ξαναέκανα μετάφραση γι’ αυτόν ποτέ των ποτών, ούτε θα πέρναγα από το κατώφλι του. Ανάλογοι καυγάδες γίνονυαν συχνά-πυκνά, με ασήμαντες αφορμές, τα είχα πει πολλές φορές αυτά και χειρότερα. Όσοι ήξεραν τον συγχωρεμένο τον Οδυσσέα, καταλαβαίνουν τον πόνο μου – καλός-χρυσός αλλά έτσι και στράβωνε, σου έβγαζε το λάδι. Η γυναίκα του η Αθηνά έλειπε κάπου για μπάνια, όταν ήταν εκεί τον συμμάζευε («Έλα βρε Οδυσσέα, ντροπή σου, κρίμα το παιδί!») Δυστυχώς εκείνες τις μέρες δεν ήτανε εκεί. Μόνο ο Οδυσσέας, έξαλλος με τη ζέστη, με τα δικαιώματα, με την ΑΕΚ, με την πολιτική σκηνή της χώρας («Απελπισία! Αηδία! Ανοησία!») και με εμένα προσωπικά…
Γύρισα στο σπίτι των παππούδων μου στην Αχαρνών, που έμενα τότε, κάθισα στα δροσερά πλακάκια του χολ και θα έβαζα τα κλάματα – μην κοιτάτε που κλαίω υπερ-σπάνια, ή που δεν κλαίω καθόλου. Ήμουν σε αδιέξοδο, που μάλιστα μου φαινόταν τραγικό. Δεν υπήρχε τρόπος να το κλέψω κι άλλο – να κάνω ντεμέκ μετάφραση από μια γλώσσα που δεν ήξερα, μιας ταινίας που ούτε καν θα έβλεπα; Αδύνατον.
Το ίδιο βράδυ ο Οδυσσέας μου έστειλε στο σπίτι μια τηλεόραση και ένα βίντεο – αξίας χχχ+++, ίσα με τρείς φορές πάνω από αυτά που ζητούσα… Πολλά χρόνια μετά, όταν χάλασε το βίντεο και όταν η συγκεκριμένη μάρκα τηλεόρασης βγήκε από τη μόδα, έβαλα όντως τα κλάματα: συνολικά έχω μεταφράσει πάνω από τριάντα βιβλία για τον Οδυσσέα κι είναι όντως κρίμα που δεν θυμάμαι για ποιο από όλα αυτά τα βιβλία υποσχέθηκα ότι δεν θα ξαναπατούσα το πόδι μου στο μαγαζί. Όχι ότι τήρησα την υπόσχεση. Ξαναπάτησα, και ξαναμετάφρασα, και ξανα-μαλώσαμε και τα ξανα-βρήκαμε – αυτή ήταν η επαγγελματική μου ζωή στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘80, και κάπως έτσι ήταν η σχέση με τον Χατζόπουλο, επαγγελματική και –χωρίς να το καταλαβαίνω τότε– φιλική…
Τέλος πάντων, αφού έψαξα τον Οδυσσέα να τον ευχαριστήσω και δεν τον πέτυχα στο τηλέφωνο (δεν είχαμε ακόμα ούτε κινητά, εκτός από αιρκοντίσιον, που επίσης δεν είχαμε…) εκείνο το ίδιο ζεστό βράδυ στρώθηκα στη μελέτη με το φυλλάδιο οδηγιών του βίντεο, το έβαλα στην πρίζα και μετά από κάμποσες προσπάθειες κατάφερα να πατήσω ΣΤΑΡΤ στην κασέτα. Η οποία ήτανε τσόντα γερμανική, κομπλέ με τοπία, αρχοντικά, πλούσιους κυρίους, γυμνούς γκόμενους και ξέκωλα γκομενάκια. Όλοι μα όλοι μιλούσαν φαρσί τα Γερμανικά, οπότε είχα το πρώτο πρόβλημα στο κούτελο, κανονικά, μιας και δεν καταλάβαινα γρι – μιλούσαν ασταμάτητα, έλεγαν διάφορα ακατανόητα ο ένας στον άλλον και εξηγούσαν ή αγόρευαν συνεχώς. Είδα την ταινία μια φορά από την αρχή ως το τέλος: το γκομενάκι με τις ξανθές κοτσίδες, τη μίνι φούστα και τις άσπρες κάλτσες μοιάζει ηλίθιο, ήρθε από χωριό, τι γυρεύει όμως στον πύργο του Χανς; Μήπως ψάχνει για δουλειά; Γιατί την ξεναγεί ο Χανς;
Μερικά χρόνια αργότερα, το 1988, ο Άλαν Ρίκμαν έπαιξε καταπληκτικά τον κακό Χανς Γκρούμπερ στο «Πολύ σκληρός για να πεθάνει», κλέβοντας την ταινία από τον Μπρους Γουίλις. Όταν τον είδα έμεινα με το στόμα ανοιχτό – μα ήταν ίδιος ο Χανς, από την πρώτη έβερ τσόντα μου! Σίγουρα την είχε πετύχει κάπου ο Ρίκμαν κι είχε αρπάξει το στιλ «πλούσιος Γερμανός με πύργο. Που ξεπαρθενεύει γερμανή χωριατοπούλα»… Γιατί μέσα σ’ όλα η γκόμενα ήταν παρθένα – στα δέκα λεπτά ταινίας ξεπαρθενευόταν με σούπερ-θεατρικό τρόπο, και με άλλες τρεις γκόμενες που έμπαιναν μία μία στην κρεβατοκάμαρα, μαζί με κάτι γεροδεμένους, πολύ άσπρους Γερμανούς. Μετά μπήκε και κάποιος ακόμα που υπέθεσα ότι ήταν ο κηπουρός αλλά σε δεύτερη προβολή αποκαλύφθηκε μπάτλερ (ο κηπουρός ήρθε μετά). Ο πύργος ήταν του ξεκολώματος, κανονικά, Σόδομα και Γόμορρα. Ενώ η ιστορία άρχιζε με τη βλάχα παρθένα που πάει στον Χανς να ζητήσει μάλλον δουλειά (τι άλλο; δάνειο; την άνοδο και πτώση του Τρίτου Ράιχ;) εξελισσόταν σε ένα ξεμπούρλεμα άνευ ορίων και σημασίας μια και όλοι πηδιόσαντο δεξιά-αριστερά μέσα στο σλος… που με βάση το γερμανικό λεξικό τσέπης μου, ήταν «αρχοντικό, παλάτι» αλλά στην ταινία ήταν κωλοχανείο, παρά τις αντίκες και τον μπάτλερ που κυκλοφορούσε με το πουλί στο χέρι. Υπήρχε σκηνή με την παρθένα να τρώει ένα κεφτέ και να υπαινίσσεται στον γυμνό μπάτλερ ότι θα του αλείψει σάλτσα εκεί που φαντάζεται, ο μπάτλερ το δέχεται, η σάλτσα καίει, ο μπάτλερ σκούζει, βρίσκει ασημένια παγωτιέρα και βουτάει το πουλί του μέσα στα παγάκια… που μετά ο κύρης του σλος τα βάζει ανενόχλητος στο κοκτέιλ του. Όλα αυτά είχαν λόγια, αλλά εγώ τα μετέφερα στα ελληνικά ως «ναι», «όχι», «ίσως», «γιατί όχι», «χωσ’ τον μου τώρα» και «καίειειειει!»
Τέλος πάντων τέλειωσα τη μετάφραση, τη δακτυλογράφησα σε κόλες Α4 και την παρέδωσα στον ιδρωμένο παραγωγό.
«Καλή ήταν;» με ρώτησε.
Συνειδητοποίησα ότι με αντιμετώπιζε σαν άντρα, λες και ήμουν ένας μπάκουρος θεατής της ταινίας του. Μπορούσα να το πάρω ανάποδα, ή να συνεχίσω την κουβέντα σα να ήμουν φαντάρος στη Τρίπολη.
«Μια χαρά» είπα. «Έχει δράση…»
«Βυζά έχει; Γιατί είναι άβυζες τελευταία αυτές οι Γερμανές εκεί πέρα…»
«Όχι, είναι οκέι».
«Έχει λες;»
«Ναι, μια χαρά».
«Ντάξει», έβγαλε ένα μάτσο χαρτονομίσματα και τα πέταξε πάνω στο σταχτιασμένο γραφείο. «Έχω κανα-δυο άλλες κασετούλες, τις φκιάνεις;»
Μέτρησα με το μάτι τα χαρτονομίσματα, έφταναν για τους δύο-τρεις-πέντε λογαριασμούς που χρωστούσα και περισσεύανε. «Ναι βέβαια», είπα, «δεν θέλετε να την τσεκάρετε αυτήν; Να δείτε τη μετάφραση δηλαδή;»
«Μπα. Δε βαριέσαι, να, τη διαβάζω εδώ… μμμ… καλή φαίνεται. Μη βάζεις μεγάλες λέξεις μόνο. Και κόβε, όσο μπορείς κόβε λόγια. Δεν του αρέσει του Έλληνα να μιλάνε και πολύ ενώ…» μου έκλεισε το μάτι πονηρά, έπιασε μια νάιλον σακούλα με κασέτες πίσω από το γραφείο και μου την έδωσε. «Όσο μπορείς πιο γρήγορα, έτσι;»
Πήρα τις κασέτες κι έφυγα. Στο σπίτι πρόσεξα ότι η μία ήταν σε άλλη γλώσσα, εντελώς ντιπ άγνωστη. Πήρα τον παραγωγό τηλέφωνο.
«Α, θα είναι σουηδική» μου είπε, «ήταν και μια σουηδική στο πακέτο… τα μιλάς τα σουηδικά;»
Η κυρίως δουλειά μου εκείνη την εποχή δεν πλήρωνε σπουδαία πράγματα και ήμουν στριμωγμένη οικονομικά, κυρίως ανάμεσα σε απλήρωτους λογαριασμούς, ήθελα να πάω οπωσδήποτε διακοπές στη θάλασσα – είχε έρθει λοιπόν η στιγμή να ανεβάσω τον πήχη.
«Καταλαβαίνω πολύ καλά τα Σουηδικά» είπα, «αν και δεν τα γράφω ακόμα…»