Μετράμε τις πληγές της πανδημίας: τα άδεια πορτοφόλια, τις άδειες ώρες, τις άδειες καρδιές.
Πάνε οι αδύναμοι κρίκοι: τι κόπηκε από τη ζωή μας
Πώς οι μη-βασικές μας σχέσεις εξαφανίζονται λόγω κορωνοιού. Και πώς μας λείπουν
Ποιες σχέσεις χάνονται λόγω κορωνοϊού και ποιες θα μας λείψουν περισσότερο.
Μιλάμε κάθε τόσο με τα μέλη της οικογένειάς μας, αν δεν ζούμε στο ίδιο σπίτι μαζί τους. Επικοινωνούμε με σκάυπ, ζουμ, τημς, με βάιμπερ, γουατσαπ, μέσεντζερ και μηνύματα, ή έστω με παραδοσιακά τηλέφωνα και ταχυδρομικά περιστέρια. Μια φορά τη βδομάδα επικοινωνούμε με φίλους/ες, μια φορά το μήνα με πιο πέρα-βρέχει συγγενείς και φίλους… αλλά οι ευρύτερες κοινωνικές μας σχέσεις, αυτές που θεωρούσαμε άνευ σημασίας, οι παραέξω σχέσεις μας έχουνε φάει μεγάλη κατραπακιά. Οι άνθρωποι που πλαισιώνανε την κανονικότητά μας (όπως κι εμείς πλαισιώναμε την δική τους) έχουνε εξαφανιστεί, όχι από προσώπου γης αλλά από την ρημάδα την κανονικότητά μας. Οι συνάδελφοι στο επαγγελματικό περιβάλλον, (πόσο πίσω μας πάω τώρα!) οι άνθρωποι που βλέπαμε κάθε μέρα βγαίνοντας από το σπίτι, που δεν ήταν φίλοι-φίλοι αλλά γνωστοί, ή έστω συμπαθητικοί άγνωστοι με τους οποίους ανταλλάσσαμε δυο κουβέντες. Οι άνθρωποι για τους οποίους δεν ξέραμε τα πάντα όλα, παρά όσα χρειάζονται για την καθημερινότητα, ή ούτε καν αυτά: έβλεπα πχ. κάθε μέρα τον φύλακα ενός σχολείου στο δρόμο, λέγαμε «καλημέρα, τι χαμπάρια και ωραίος καιρός». Λίγα παραπάνω λόγια ανταλλάσσαμε με τα «παιδιά» που δουλεύουν στο «Απολλώνιο», στο ζαχαροπλαστείο ή στο φαρμακείο, όπως και με την χασάπισα και την ταμία στο μικρό σουπερμάρκετ. Τα ίδια γινόντουσαν και στη γειτονιά της μαμάς μας – λέγαμε δυο κουβέντες με τις πωλήτριες στο «Μπαζάρ» και την φαρμακοποιό Ζαχαρούλα. Το «λέμε δυο κουβέντες» καλύπτει μεγάλη γκάμα κοινωνικότητας και για κάμποσους ανθρώπους είναι η μόνη, ή η κυρίως, ανθρώπινη επικοινωνία. Σήμερα, ακόμα και όταν μπαίνουμε στο Χ μαγαζί για τα απαραίτητα, οι κουβέντες είναι βιαστικές γιατί περιμένει κόσμος απέξω, κι εμείς περιμέναμε εκατό ώρες μέχρι να μπούμε, έχουμε αγχωθεί και θέλουμε να τελειώνουμε – κάτι που δεν ευνοεί καθόλου την χαλαρή κοινωνικότητα.
Ακούγεται άσχετο, αλλά μην τα παρατάτε τώρα, που μπαίνουμε στο ψητό: ο διάλογος στο θεατρικό κείμενο και στο σενάριο χωρίζεται σε δύο κατηγορίες, σε Διάλογο Υψηλής Περιεκτικότητας και Διάλογο Χαμηλής Περιεκτικότητας. Το ίδιο ισχύει για τον διάλογο γραπτής αφήγησης αλλά όλα αυτά τα πέτυχα σε ένα εγχειρίδιο θεατρικής γραφής, κι επειδή ισχύουν μια χαρά στον οποιοδήποτε διάλογο,μεταφράζω την Αγγλική ορολογία (High Context/ Low Context Dialogue). Επίσης, επειδή το «περιεκτικότητα» είναι χάλια λέξη, ας το πούμε Διάλογοι Υψηλής και Χαμηλής Ποιότητας που ακούγεται πιο κυριλέ.
Στην πρώτη κατηγορία, στους Διαλόγους Υψηλής Ποιότητας, δεν συγκαταλέγονται οι φιλοσοφικές συζητήσεις για τον Ντεκάρτ και αν υπάρχει Θεός με μούσι, ή οι αναφορές σε πολλά άγνωστα ονόματα που προσποιούμαστε ότι αναγνωρίζουμε κι ας μη ξέρουμε διεθνή μπάλα, ή τσιτάτα του Προυστ/Κοέλιο/Τρότσκι – τίποτε από όλα αυτά. Διάλογοι Υψηλής Ποιότητας είναι οι συζητήσεις που κάνουμε με κοντινούς μας ανθρώπους, συντρόφους, συγγενείς και φίλους με τους οποίους οι σημαντικές πληροφορίες έχουν ήδη ξεφυλλιστεί και μάλιστα εκατό φορές. Οι κολλητοί/ές μας ξέρουν ποιος ήταν ο μεγάλος μας έρωτας, γιατί χωρίσαμε από μικρομεσαίο έρωτα, τι χούγια έχουμε και (περίπου) τι άλλες σχέσεις έπαιξαν στη ζωή μας. Ξέρουν πού πήγαμε σχολείο, πώς μεγαλώσαμε, πως τα πηγαίναμε με τους γονείς, πώς τα πάμε με τα παιδιά μας - και πάλι στο περίπου, αλλά ξέρουν, και ξέρουμε τα αντίστοιχα για αυτούς. Οι συζητήσεις που κάνουμε με δικούς μας ανθρώπους είναι Διάλογοι Υψηλής Ποιότητας ακόμα κι όταν λέμε μπούρδες ή όταν μιλάμε για τον καιρό: υπάρχει βαθύ μπακ-γκράουντ, γνωρίζουμε καλά ο ένας τον άλλον, γνωριζόμαστε Χ χρόνια, δεν είναι ανάγκη να εξηγήσουμε τα βασικά. Όταν μπερδεύεται η πληροφορία, («Μα δεν με έβαζε τιμωρία ο μπαμπάς, η μαμά με κυνηγούσε με την παντόφλα!»/ «Δεν τα είχα ΠΟΤΕ με την/τον Κική, μόνο με τον/την Κοκό!»κλπ) είναι επειδή έχει περάσει χρόνος από την αρχική ανταλλαγή πληροφοριών και, άνθρωποι είμαστε, ξεχνάμε.
Οι Διάλογοι Χαμηλής Ποιότητας είναι… τα «γεμίσματα», κατ’ αρχήν, αυτά που λένε οι άνθρωποι όχι μόνο στα σήριαλ αλλά και στην πραγματική ζωή, μερικές φορές μέχρι να πάρουν φόρα και να πούνε σημαντικότερα πράγματα: από τα «Τι μου λες τώρα; Σοβαρολογείς; Ε όχι, αδύνατον! Δεν το πιστεύω!» μέχρι «Πως πάει, όλα καλά; Καλά σε βλέπω, μπράβο, μια χαρά» ή το «Αν θέλετε πάμε από Περιφερειακό παρακαλώ, συνήθως από κει έχει λιγότερη κίνηση…» που λέμε στον ταξιτζή. Σε άλλον ταξιτζή μπορεί να πούμε περισσότερα, για το αν συμφωνούμε που ανοίγουν τα Γυμνάσια, για τον καιρό, την υπερθέρμανση του πλανήτη και την τιμή των καυσίμων – αλλά και πάλι, οι διάλογοι είναι επιφανειακοί, άρα Χαμηλής Ποιότητας. Δύσκολα θα εξομολογηθούμε ότι μόλις χωρίσαμε από τον Ψ μπαγλαμά ή ότι μας πιάνει κατάθλιψη μετά τις 6.00 μ.μ. σε έναν ταξιτζή, θα πρέπει να είναι σπέσιαλ ταρίφας, πολύ ιδιαίτερη κατάσταση, και επικοινωνία. Μπορεί να το τολμήσουμε αν, πχ, πηγαίνουμε Λάρισα με το σπέσιαλ ταξί του, πράγμα ζόρικο τώρα με τους περιορισμούς, εκτός που είναι ακριβό σπορ.
«Γεμίσματα» μπορεί να κάνουμε και με τον άνθρωπό μας ή με αδέρφια, ξαδέρφια και κοντινούς φίλους, είτε επειδή νοιώθουμε ανάγκη να «πούμε δυο κουβέντες» είτε επειδή έτσι μας τη βάρεσε κι έχουμε όρεξη για μπλαμπλά. Αλλά με αυτούς, τους κοντινούς, ενίοτε κάνουμε ΚΑΙ βαρύτερες κουβέντες ή λέμε τα εσώψυχά μας, δεν περιοριζόμαστε σε Διάλογο Χαμηλής Ποιότητας, ο οποίος χαρακτηρίζει τις μη-ουσιαστικές, περιφερειακές κοινωνικές μας σχέσεις, αυτές που δεν έχουν βάθος, χρόνου ή περιεχομένου.
Οι μη-ουσιαστικές, οι περιφερειακές μας σχέσεις, έχουνε φάει τη σκόνη μας: δεν υπάρχουν πια, κι αυτή η έλλειψη είναι που «εντείνει την αίσθηση μοναξιάς, απομόνωσης και απόγνωσης» - χαρακτηριστική της Εποχής του Κορωνοιού. Μας λείπουν όχι μόνο τα μπαρ, εστιατόρια, καφέ, θέατρα, σινεμά και γραφεία, αλλά και οι άνθρωποι σε τέτοια μέρη, με τους οποίους ανταλλάσσαμε δύο κουβέντες. Έκαναν την ημέρα μας πιο ευχάριστη, μας βοηθούσαν να χαμογελάμε περισσότερο από ότι όταν είμαστε μέσα στο σπίτι και κοιτάμε το κινητό/λαπτοπ/τηλεορασάκι μας.
Μερικές φορές, προ κωρονοιού, δεν λέγαμε τίποτα με τις μη ουσιαστικές κοινωνικές μας σχέσεις, χαμογελούσαμε απλώς ο ένας στον άλλον… πράγμα που κόπηκε εντελώς, γιατί με τη μάσκα, δεν ξέρεις αν σου χαμογελάει ο απέναντι ή αν σου κρατάει προβοσκίδα. Χάθηκε και το τζάμπα χαμόγελο δηλαδή, εκτός από τις μη-ουσιαστικές, περιφερειακές κοινωνικές και άλλες σχέσεις μας - τα πήρε όλα παραμάζωμα ο κoρωνοϊός. Σνιφ…