Πώς ξεφεύγεις από την κακοποίηση
Δεν ανοίγεις την πόρτα και φεύγεις έτσι εύκολα από μια κακοποιητική σχέση
Κακοποίηση: Πώς θα ξεφύγει από αυτή τη συμπεριφορά μια γυναίκα
Κάμποσο καιρό μετά το τέλος μιας κακοποιητικής σχέσης, είδα στο ινμποξ ένα μέηλ που αναγνώρισα αμέσως. Το αναγνώρισα γιατί άρχισα να ιδρώνω, σφίχτηκε το στομάχι μου, με έπιασε κόψιμο – όλα αυτά, στα δευτερόλεπτα μέχρι να ανοίξω το μέηλ και να το διαβάσω. Το έκανα βιαστικά, γιατί ξέρω ότι όσο καθυστερείς το «χτύπημα» τόσο χειρότερα, τόσο πιο δύσκολα το αντιμετωπίζεις: δεν υπάρχει προετοιμασία για το φόβο, όπως δεν υπάρχει προετοιμασία για το Κακό, το να ανησυχείς για ώρες, μέρες και μήνες μήπως συμβεί το Κακό, δεν σε προετοιμάζει διόλου για το ίδιο το Κακό, απλώς έχεις φάει τα συκώτια σου από την ανησυχία χωρίς λόγο. Μια και, όπως ξέρουμε πια όλοι εμείς οι πιο μπαγιάτηδες (σε ηλικία), το Κακό σε βρίσκει πάντα μα πάντα απροετοίμαστη/ο.
Ο φόβος είναι το βασικό συναίσθημα που ανθίζει μέσα σου όσο χώνεσαι, όλο και πιο βαθιά, σε μια κακοποιητική σχέση. Η λεγόμενη Θυματοποίηση του Θύτη, η τάση δηλαδή του κακοποιητή να καταλογίζει ευθύνες στον/στη σύντροφό του για τη δική του δυστυχία, τις στραβές, για τα πάντα όλα, είναι αυτό που γεννάει τον φόβο στην ψυχή και στο μυαλό του Θύματος. Ο κακοποιητής κατηγορεί το θύμα, δηλαδή τη γυναίκα, για όλα τα ανάποδα του κόσμου αλλά κυρίως για τα δικά του ανάποδα. Οι κατηγορίες συχνά είναι άμεσες («εσύ φταις που νιώθω έτσι!») παρόλο που κάνουν την ίδια ζημιά όταν είναι έμμεσες («θα είχα φύγει στην Αυστραλία τότε, αν δεν είχες μείνει έγκυος!»)
Το θύμα, πάλι, αισθάνεται φόβο και αγωνία ότι κάτι έκανε στραβά, ότι πάλι κάποιο λάθος έγινε, κάπου στραβοπάτησε. Αποδέχεται την ευθύνη επειδή έχει κι αυτό, ως θύμα, τα θεματάκια του: έχει ανάγκη από αγάπη, όχι από απόρριψη και κριτική, έστω κι αν τα δύο τελευταία είναι αυτά που εισπράττει όσο η σχέση γίνεται όλο και πιο κακοποιητική. Μια γυναίκα που δεν έχει ανάγκη από αγάπη, που είναι καλυμμένη ως προς αυτόν τον τομέα, θεωρητικά δεν μπλέκει με κακοποιητές… αλλά πρακτικά, όλοι οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη από αγάπη. Πρακτικά, είναι λάθος να ρίχνουμε την ευθύνη στη γυναίκα που κακοποιείται, δηλαδή στο θύμα.
Ο διαρκής φόβος και η αγωνία του θύματος λοιπόν είναι ο λόγος που χάνεται ο σεβασμός στη σχέση, κι ο σεβασμός είναι πλάι στην αγάπη – δεν υπάρχει αγάπη όταν εξατμίζεται ο σεβασμός. Ο φόβος και η αγωνία κορυφώνονται όσο ο Θύτης υιοθετεί τον θυμό ως κυρίαρχο συναίσθημα, όταν ο δικός του φόβος και η δική του αγωνία μετατρέπεται σε θυμό. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό, γιατί κάποιοι άντρες (ίσως και γυναίκες) όσο πιο πολύ φοβούνται τόσο περισσότερο θυμώνουν, ξέρω ότι η γυναίκα είναι εύκολος αποδέκτης του ανδρικού θυμού, ειδικά όταν έχει κανα-δυο παιδιά κάτω των 18 ετών. Είτε τα έχει αποκτήσει με τον κακοποιητή τα παιδιά, είτε με άλλον άντρα, το θέμα είναι ότι υπάρχουν παιδιά στη μέση. Άρα η γυναίκα, που δεν σέβεται πια τον άντρα επειδή τον φοβάται, επειδή φοβάται τις εκρήξεις ή/και την συμπεριφορά του, κάνει ό,τι μπορεί για να αποφύγει τις συγκρούσεις πάνω από τα κεφάλια των παιδιών της… και όχι, δεν φεύγει.
Η απειλή «Αν δεν γίνουν θα πράγματα όπως τα θέλω, παίρνω τα μπογαλάκια μου και φεύγω!» είναι άλλος ένας τρόπος κακοποίησης και εκτοξεύεται από άντρες μόνον – πάρα πολύ σπάνια μια γυναίκα θα αφήσει τα παιδιά της και θα φύγει με τα μπογαλάκια της, και δεν θα το κάνει επειδή αισθάνεται ότι τα παιδιά της είναι η βασική της ευθύνη στη ζωή, κι επειδή τα αγαπάει πάρα πολύ, τι να λέμε.
Η γυναίκα, το κατά 99% θύμα στις κακοποιητικές σχέσεις, έχει υποστεί χρόνια αρνητικής κριτικής, υποτίμησης, αρνητικής αξιολόγησης («όλα όσα που σου αρέσουν/όσα κάνεις είναι μπούρδες!»), βρισιές, απειλές και λεκτική βία, εκτός από την ενοχοποίηση. Δεν της φτάνει δηλαδή που φταίει για όλα στα μάτια του συντρόφου της, εισπράττει και μπαράζ αρνητικής κριτικής, για αυτά που κάνει, που πιστεύει, που αγαπάει, που σκέφτεται, που ονειρεύεται, που δημιουργεί, για αυτό που είναι, τελικά. Η απειλή, το «παίρνω τα μπογαλάκια μου και φεύγω», όσο τα παιδιά είναι μικρά ακούγεται πράγματι απειλητική – τι θα κάνει, με δύο, τρία ή περισσότερα κουτσούβελα, με λίγη ή καθόλου εργασία, με λίγα ή καθόλου έσοδα, μια μαμά μόνη της; Ήδη, αν έχει φάει στη μάπα την υποτίμηση επί μια επταετία, που είναι η στάνταρ διάρκεια, και θα εξηγήσω τι εννοώ, μετά από μια τέτοια επταετία η γυναίκα δεν πιστεύει στον εαυτό της όσο πίστευε πριν. Είναι επτά χρόνια μεγαλύτερη, και δεκαεπτά χρόνια πιο στραπατσαρισμένη. Έχει χάσει ευκαιρίες, έχει αφήσει δουλειές, έχει μείνει απέξω – ή δεν υπάρχουν δουλειές με επαρκείς αμοιβές ώστε να κρατήσει/να ανοίξει βιβλία η γυναίκα. Το Σύστημα είναι στημένο έτσι ώστε προκειμένου να είσαι νόμιμα εργαζόμενη, πρέπει να κερδίζεις αρκετά για να καλύπτεις τις ανάγκες των παιδιών σου, να πληρώνεις τα ρεύματα-νερά-τηλέφωνα-εφορίες ΚΑΙ την ασφάλεια στο ταμείο σου… και πολλές μαμάδες ή γυναίκες γελάνε τώρα γιατί ξέρουν καλά ότι βασιλεύει το μαύρο, λιγοστό χρήμα στις εργαζόμενες μαμάδες/γυναίκες που φέρονται ως μη εργαζόμενες επειδή δεν μπορούν, με αυτά που βγάζουν, αν τα εισέπρατταν νόμιμα, να πληρώσουν ούτε ένα ενοίκιο. Πόσο μάλλον ασφαλιστικά ταμεία.
Τι είναι η στάνταρ διάρκεια κλιμακούμενης κακοποίησης, και γιατί την τοποθετώ στα εφτά χρόνια σχέσης: Θα μπορούσε να είναι στα έξι ή στα δώδεκα χρόνια, συνήθως ξεκινάει απαλά-απαλά αφού γεννήσει η γυναίκα, η οποία για κανένα χρόνο δεν αντιλαμβάνεται καν την κακοποίηση, είναι συνέχεια πάνω από το μωρό της, χάνει επεισόδια. Ο κακοποιητής είναι γοητευτικός στην αρχή, ειδικά πριν γίνει πατέρας, είναι χαριτωμένος, έχει χιούμορ, είναι κοινωνικός, φέρεται καλά στη γυναίκα. Όσο εκτοπίζεται από το μωρό, αρχίζει να τα παίρνει στο κρανίο. Μπορεί να μην εκδηλωθεί άμεσα με εκρήξεις, μπορεί απλώς να πάει στην αρνητική αξιολόγηση («πρέπει να χάσεις κιλά», «μην το ταΐζεις το μωρό τη νύχτα», «τι είναι αυτά που κάνεις» κ.λπ., σε οποιονδήποτε τομέα). Αν προκύψει κρίση, αν π.χ. αρρωστήσει το μωρό, ο κακοποιητής δεν μπορεί να το διαχειριστεί - στα μάτια του, φταίει η γυναίκα που είναι άχρηστη μάνα. Το μοτίβο συνεχίζεται με σκαμπανεβάσματα όσο μεγαλώνει το παιδί, μια και κανένας κακοποιητής δεν είναι γαϊδούρι 24 ώρες το 24ωρο... Απλώς οι κακοποιητικές συμπεριφορές όσο περνάει ο καιρός ξεπερνάνε τις καλές, τις ευχάριστες στιγμές, την ηρεμία, την γαλήνη. Ο θυμός γίνεται η κυρίαρχη ατμόσφαιρα μέσα στο σπίτι.
Και αυτή η διαδικασία παίρνει γύρω στα εφτά χρόνια μέχρι να κορυφωθεί – είτε σε σωματική βία, είτε σε αφόρητη για την γυναίκα λεκτική, συναισθηματική και ψυχολογική βία.
Το παιδί είναι εφτά χρονών, πάλι η γυναίκα δεν είναι έτοιμη να μαζέψει τα μπογαλάκια της. Κατά μέσο όρο, θα περάσουν άλλα επτά χρόνια μέχρι να πάρει απόφαση η κακοποιημένη γυναίκα να μιλήσει για χωρισμό. Θα έχει φάει δεκατέσσερα χρόνια (πάντα για μέσο όρο μιλάμε) με κάποιον άνθρωπο που αγαπούσε κάποτε, αλλά που δεν τον αντέχει πια, καθώς της φέρεται όλο και χειρότερα…
Θα πείτε, αν δεν έχει παιδιά η γυναίκα, δεν είναι πιο ελεύθερη; Είναι, και πιο άνετα φεύγει, θεωρητικά πάντα… γιατί οι λόγοι που έμπλεξε σε αυτή τη σχέση και οι λόγοι που μένει, έχουν βαθιές ρίζες. Με κάμποση βοήθεια και ψυχανάλυση, μπορεί να βγούνε στην επιφάνεια. Μπορεί η γυναίκα να θελήσει παιδί, με την ελπίδα ότι όλα τα στρώσουν, που δεν πρόκειται, αλλά άντε να το πιστέψει.
Τέλος... για μήνες, χρόνια μετά την διάλυση της κακοποιητικής σχέσης, η γυναίκα θα αναπηδάει όταν βλέπει το όνομα του κακοποιητή στο κινητό της ή στο ίνμποξ. Όπως είπε φίλος ψυχολόγος, η αντίδραση είναι αυτόματη: ο φόβος, το ξαφνικό σφίξιμο, εξηγείται με το γνωστό πείραμα με το Σκυλί του Παβλόφ (όχι το μουσικό συγκρότημα, το επιστημονικό πείραμα!): το σκυλί του πειράματος, άκουγε τα βήματα του αφεντικού έξω από την πόρτα και του τρέχανε τα σάλια, γιατί είχε συνδυάσει τα βήματα με το φαγητό. Το μήνυμα στο κινητό, μέηλ, μέσεντζερ, το τηλεφώνημα, είναι για Κακό – δεν το σκέφτεται καν αυτό, το θύμα, το αισθάνεται, επειδή το σώμα μας είναι καλύτερα συντονισμένο με τον έξω κόσμο από ότι το μυαλό μας.
Φυσικά, δεν τα λέω επιστημονικά. Υπάρχουν ωραία σάιτ στημένα από ψυχολόγους με τη βούλα, από εκεί τσίμπησα τα βασικά, όπως και από βιβλία… αλλά δυστυχώς, και από ρεπορτάζ στην καθημερινή ζωή των γυναικών. Δεν ξέρω αν θα αναπηδώ πάντα όταν βλέπω ένα όνομα στα μέηλ ή ένα νούμερο στο καντράν, ελπίζω όχι. Ελπίζω ότι όπως η θλίψη, ο έρωτας, η αγάπη, έτσι και ο φόβος, συναίσθημα άγνωστο για μένα όσο μεγάλωνα, περνάει κάποτε. Τόσα και τόσα έχουμε πνίξει, σιγά μη φοβηθούμε τον φόβο μας.