Η ιστορία ενός αξέχαστου τριήμερου στη Χερσόνησο της Κρήτης με αφορμή την έκθεση φωτογραφίας του Slim Aarons στο Abaton Island Resort & Spa.
To Ίντερνετ σκοτώνει τις παλιές φωτογραφίες
Η κακοφωτισμένη θολή εικόνα και το περίφημο «κλικ» είναι ένα από τα 100 πράγματα που χάσαμε εξαιτίας του ίντερνετ. Τα άλλα 99;
Σχόλιο για τις φωτογραφίες και τα φωτογραφικά άλμπουμ στην εποχή του ίντερνετ.
Σήμερα, είναι σπάνιες οι πολύ κακές φωτογραφίες. Αν μια φωτογραφία δεν είναι καλή και δεν μπορούν να μπουν φίλτρα ή να γίνει επεξεργασία, τότε πολύ απλά διαγράφεται. Ταχύτατα. Με ένα κλικ που δεν κοστίζει απολύτως τίποτα εξαφανίζεις από την ψηφιακή σου ζωή οποιαδήποτε εικόνα έχεις τραβήξει και δεν είναι τέλεια. Τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Μια φορά κι έναν καιρό, την εποχή της απόλυτης κυριαρχίας της Κόντακ, οι φωτογραφίες είτε δεν ήταν κολακευτικές, είτε το «κλικ» ήταν κατά λάθος, είτε ήταν υπερφωτισμένες ή τα μάτια ήταν κόκκινα. Εν ολίγοις δεν άξιζε να τις κρατήσεις αυτές τις φωτογραφίες κι ας ήταν παράδοση να φυλάσσονται σε κουτιά επί κουτιών, σε ντουλάπες, σε αποθήκες, σε υπόγεια. Με τα σημερινά κριτήρια, ήταν για πέταμα. Άσε που, όπως επισημαίνει η Πάμελα Πολ στο βιβλίο της με τίτλο «100 things we’ lost to the Internet», λίγοι ήξεραν να κεντράρουν, ακόμα λιγότεροι πώς να χρησιμοποιούν το φλας και πάει λέγοντας. Ελάχιστοι είχαν αισθητική αντίληψη.
Πατούσες το μπουτόν αλλά αποτέλεσμα έβλεπες λίγες ημέρες μετά, μόλις το φιλμ, εκείνο το μαύρο καρουλάκι, εμφανιζόταν στο φωτογραφείο. Λίγο αργότερα ήρθε η εξέλιξη με την 24ωρη εμφάνιση, αλλά η ποιότητα σπάνια ήταν καλή. Μόνο οι πραγματικοί επαγγελματίες έσωζαν την κατάσταση. Όπου καλούνταν, συνήθως γάμους και βαφτίσια.
Όσο για τα φωτογραφικά άλμπουμ, αυτά είναι σχεδόν μεσαιωνικό κατάλοιπο. Γελάς με τις περισσότερες φωτογραφίες, όχι για τα κουρέματα που θύμιζαν Τζον Μπον Τζόβι στα νιάτα του, αλλά γενικά με το παρελθόν, που έχει μουαρέ και φοράει σιδεράκια. Κλασικές όταν ήμασταν μαθητές και μαθήτριες, συνήθως πρωτάκια, ήταν οι φωτογραφίες που καθόμαστε στο θρανίο με φόντο ζωγραφιές και κρατούσαμε το μολύβι σαν έτοιμοι για υπογραφή. Κοιτάζοντας το πουλάκι. Φωτογραφίες που μπήκαν σε κορνίζα και κρέμονται ακόμα σε κάποιο τοίχο του «πατρικού». Ποιος θα μπορούσε να συλλάβει τότε την έννοια της selfie; Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί πόσοι άνθρωποι θα λάτρευαν να αυτοφωτογραφίζονται;
Όπως διαπιστώνει η συγγραφέας του βιβλίου, απόσπασμα του οποίου δημοσίευσε το Atlantic, ποιος θα μπορούσε να πιστέψει ότι οι έφηβοι θα ξόδευαν ολόκληρα απογεύματα ποζάροντας και τελειοποιώντας φωτογραφίες τους εαυτού τους; Ότι και οι ηλικιωμένοι θα λάτρευαν με πάθος τις selfies και ότι τα τουριστικά λεωφορεία θα έκαναν στάσεις όχι για απλές, παλιές φωτογραφίες τοπίων και μνημείων αλλά για φωτογραφίες των ίδιων των τουριστών; Ή ότι πολυτελή ξενοδοχεία και εστιατόρια θα σχεδίαζαν τον φωτισμό του μπάνιου ειδικά για να ενισχύσουν τις δυνατότητες selfie; Ναι, τον φωτισμό μπάνιου. Άλλωστε στις τελειοποιημένες και επιλεγμένες selfies μας, όλοι φαινόμαστε πάντα καλύτερα και το φόντο, μπορεί να μην παίζει πρωτεύοντα ρόλο, είναι όμως σημαντικό. Ωστόσο, κάτι έχει χαθεί μέσα στην αδυσώπητη παρέλαση στο Instagram πολλών ανοησιών και ανόητων, βγαλμένων γλωσσών και εικόνων υπό γωνία τριών τετάρτων. Είναι δυνατόν οι παλιές φωτογραφίες να μας έδειχναν κάτι που θέλαμε ή έπρεπε να δούμε; Οι παλιές φωτογραφίες είναι ένα από τα εκατό πράγματα που χάσαμε εξαιτίας του Ίντερνετ. Η Πάμελα Πολ, διακεκριμένη βιβλιοκριτικός των ΝΥΤ, απαριθμεί στο βιβλίο της, με νοσταλγία φαντάζομαι, άλλα 99.