Η περιπέτειά μου στο χιονιά και το άλογο της Chanel
Στη Γερανίου και τη χόβολη αντί για το Παρίσι με ένα σπίτι χωρίς φως και ένα πορτμπαγκάζ παραβιασμένο
Κακοκαιρία Ελπίδα: Αντί να είμαι στο Παρίσι για δουλειά, φορούσα 3 μπουφάν στο τζάκι περιμένοντας το ρεύμα, το εκχιονιστικό και κάποιον να αναλάβει την ευθύνη
Αντί να είμαι στο Παρίσι να ταΐζω σανό το άλογο της Κασιράγκι πριν αλώσει την επίδειξη της Βιρζινί Βιάρντ για τον οίκο Chanel, ήμουν αποκλεισμένος στο σπίτι, βράζοντας το γάλα του παιδιού στη χόβολη του τζακιού, χωρίς ρεύμα και θέρμανση, με δέντρα να πέφτουν τριγύρω από το σπίτι και χωρίς καμία πρόβλεψη για το πότε θα έρθει το ρεύμα.
Ήρθε. 30 ώρες μετά ήρθε. Με τη γυναίκα μου ψύχραιμη, το παιδί σχεδόν τριών να μην μπορεί να καταλάβει τι γίνεται, να σβήνει τα κεριά, να κυκλοφορεί με την ολόσωμη φόρμα του ως Γκαγκάριν και να τον ψάχνουμε στα σκοτάδια. Ας ξεκινήσω όμως από την αρχή αυτής της ρημαδοεβδομάδας.
Την Τρίτη, 25 Ιανουαρίου, θα ταξίδευα για το Παρίσι για την επίδειξη της Σίλιας Κριθαριώτη. Δυο χρόνια μετά την τελευταία επίδειξη στο Λονδίνο, επέστρεψε στο καλεντάρι των μεγάλων events. Κάθε τέτοιο ταξίδι είναι μια αφορμή για νέες εικόνες, για να δοκιμάσεις ένα ωραίο φαγητό, να δεις μια έκθεση. Κι ας δουλεύεις όλη μέρα. Μερικές ημέρες πριν, πάρκαρα στην οδό Ομήρου για να πάω να κουρευτώ. Μέρα μεσημέρι. Για μισή ώρα. Αφήνω την τσάντα μου στο πορτμπαγκάζ. Κουρεύομαι, επιστρέφω, παίρνω το αυτοκίνητο, ψάχνω να παρκάρω λίγο πιο κοντά στην Πλάκα. Δεν βρίσκω, παρκάρω στο πάρκινγκ του Δήμου στην οδό Κλαυθμώνος.
Εκεί, στο σκοτεινό υπόγειο του πάρκινγκ διαπιστώνω ότι μου έχουν κλέψει την τσάντα. Την τσάντα της Πετροβασίλη, όπως την κορόιδευε η φίλη μου η Βίκυ. Μαζί: το MacBook μου, το προηγούμενο τηλέφωνο που είχα μόλις αντικαταστήσει με το καινούριο μου τηλέφωνο, έναν σκληρό δίσκο, το moleskine μου, τους φορτιστές, μια σακουλίτσα από τον Κωτσόβολο που περιείχε ακουστικά, τζαμάκι και θήκες που μόλις είχα αγοράσει. Καπνός.
Πατώντας το find my iPhone, είδα το τηλέφωνό μου να βρίσκεται στην οδό Γερανίου. Καλώ την αστυνομία, τρέχω προς τα εκεί. Το application δείχνει ότι η απόσταση που με χωρίζει με τον κλέφτη είναι μηδενική. Κοιτάζω τους πωλητές που κραδαίνουν από 3 τηλέφωνα. Ψάχνω μήπως βρω ένα iPhone 11 Pro Max, το οποίο, να σας πω, θα πουλούσα κιόλας αν δεν μου το είχαν κλέψει. Έρχονται τρεις αστυνομικοί. Τους εξηγώ. Μου λένε διστακτικά ότι μάλλον πρέπει να το ξεχάσω κι ότι σε εκείνη την πολυόροφη πολυκατοικία βρίσκονται όλα τα κλεμμένα της Αττικής.
Απομακρύνομαι χωρίς αποτέλεσμα. Θα πάω στο αστυνομικό τμήμα Συντάγματος να καταγγείλω την κλοπή. Αλλάζω κωδικούς στα e mail, στα social τα δικά μου και των συνεργατών μου. Μιλάω με τις τράπεζες, παγώνω τους κωδικούς e banking ενώ περπατάω προς τη Ρηγίλλης. Αρχίζω να συνειδητοποιώ τα αρχεία που έχασα, τις φωτογραφίες και τα υλικά των συνεργατών, τα reports, τις προτάσεις. Ναι, ξέρω, πρέπει να κάνεις back up. Είχα όμως μαζί το back up σκληρό.
Καθώς περιμένω στο αστυνομικό τμήμα, το μυαλό μου παίρνει παράξενες στροφές. Μήπως δεν είχα κλείσει το πορτμπαγκάζ; Γιατί δεν πήρα την τσάντα μαζί; Μήπως δεν έβαλα συναγερμό; Γιατί δεν πρόσεχα; Η ενοχή είναι δίδυμος γκρεμός, το ξέρουμε όλοι αυτό. Δηλώνω το συμβάν. Έχει πια νυχτώσει, το κέντρο έχει κλείσει για την πορεία υπέρ του θάρρους της Γεωργίας από τη Θεσσαλονίκη.
Ανεβαίνοντας από τη Γερανίου προς το τμήμα, έψαξα όλους τους κάδους. Στην επιστροφή ξαναψάχνω. Πάντα πετάνε τις τσάντες και τα άχρηστα για εκείνους υλικά. Καμία τύχη. Θυμάμαι πριν χρόνια, είχαν κλέψει την τσάντα της μαμάς της Μίας, της συζύγου μου. Στο αστυνομικό τμήμα Συντάγματος, όπου πήγαμε να το δηλώσουμε, πιάνει ψιλή κουβέντα με έναν κύριο που έχει και τα δυο χέρια δεμένα με χειροπέδες στην καρέκλα. Μα να μας κλέβουν μέρα μεσημέρι, του έλεγε. Το ίδιο βράδυ κάποιος ιδιώτης βρήκε το πορτοφόλι με την ταυτότητά της και τρέχαμε στην Ομόνοια του 2009 να τα παραλάβουμε.
Φτάνοντας στο πάρκινγκ για να πάρω το αυτοκίνητο, βλέπω τις δαχτυλιές στο πορτ μπαγκάζ. Σαν να ήταν από έξι δάχτυλα, τα σημάδια ήταν ακριβώς εκεί που το πορτ μπαγκάζ ακουμπάει στον προφυλακτήρα. Πώς το άνοιξαν, πόσα δάχτυλα είχαν οι ληστές. Στο αστυνομικό τμήμα με είχαν ρωτήσει αν θέλω να πάρουν δακτυλικά αποτυπώματα. Αρνήθηκα, τι νόημα έχει, σκέφτηκα. Θα είχε επιστημονικό ενδιαφέρον να μάθουμε ποιο ον με έξι δάχτυλα 30 εκατοστών άνοιξε το πορτ μπαγκάζ μου στην οδό Ομήρου χωρίς να τον πάρει είδηση κανείς από τα παρακείμενα μαγαζιά. Τα ρώτησα όλα, πόρτα- πόρτα. Όχι ότι περίμενα κάτι. Κάτι σαν προειδοποίηση, μήπως κάποιος βρει την γκρι τσάντα της Πετροβασίλη.
Στο σπίτι με περιμένει καινούριος υπολογιστής, ας είναι καλά η ψύχραιμη σύζυγός μου. Δεν πειράζει, σκέφτομαι πριν κοιμηθώ. Είμαστε όλοι καλά, θα πάω και στο Παρίσι τη Δευτέρα. Αμ δε. Τη Δευτέρα το πρωί στις 8 ο ήλιος έλαμπε. Μέχρι τις 9 ξεκίνησε να χιονίζει. Στις 11 το είχε στρώσει. Κλείνει η Αττική Οδός. Ακυρώνονται πτήσεις. Θα δούμε το πρωί, υπάρχει μια πτήση για Ζυρίχη στις 9 κι από κει μια connecting για Παρίσι. Βγαίνουμε μια βόλτα με το παιδί στο χιόνι. Καρότο, κουμπιά και κασκόλ για να φτιάξουμε Αη Βασίλη. Χιονίζει αρκετά, φυσάει και δεν του αρέσει καθόλου. Επιστρέφουμε στο σπίτι.
Έχουν πέσει δυο δέντρα, ένα πεύκο πάνω στο τραμπολίνο του Άρη και μια Αγγελική (αν υπάρχει πράγματι τέτοιο όνομα δέντρου και δεν μας κορόιδεψε η μεσίτρια). Σε λίγο, κόβεται και το ρεύμα. Ευτυχώς, έχουμε το τζάκι. Ζεσταίνουμε το γάλα του παιδιού, ψήνουμε εκεί το δικό μας φαγητό. Περιπέτεια. Διαπιστώνω ότι δεν υπάρχει τρόπος να φύγω από το σπίτι καθώς όλα είναι παγωμένα, ούτε να φτάσω στο αεροδρόμιο καθώς η Αττική οδός είναι κλειστή.
Ξημερώνει. Άλλες πτήσεις δεν υπάρχουν. Αποχαιρέτα το Παρίσι. Το σπίτι πια είναι παγωμένο. Από τους εκλεκτούς γείτονες δανειζόμαστε ξύλα. Ευτυχώς έχουμε power banks γεμάτα και φώτα που φορτίζουν με USB. Ένα σκοτεινό σπίτι από τις 18:00 είναι επικίνδυνο για το παιδί. Αφήστε, δε, που με όλη την αναστάτωση, παθαίνει κι εκείνο υπερένταση.
Αντί να είμαι στο Παρίσι να ταΐζω το άλογο της Κασιράγκι, να τρώω μακαρόν και να πίνω κοκτέιλ στο Hotel Costes αμέσως μετά το σόου, είμαι με δυο μπουφάν κι έναν κόκκινο σκούφο 5226 να προσπαθώ να πείσω τον Άρη να μην ρίχνει τα κομμάτια του πάζλ του στο τζάκι. Είναι πια 9, θέλω να φάω τα πάντα: και τηγανητές πατάτες και πίτσες και τυλιχτά σε λαδωμένη πίτα και τυριά και αλλαντικά και γλυκά. Από το πρωί, έξω από τον δρόμο, έχει περάσει μόνο μια φορά εκχιονιστικό. Ο δρόμος έχει ανοίξει αλλά τα αυτοκίνητα δεν βγαίνουν από το πάρκινγκ.
Ο καθένας έζησε αυτήν την χιονοθύελλα διαφορετικά. Δεν μπορώ να φανταστώ πως είναι να μπαίνεις σε έναν δρόμο χωρίς κανείς να σε ειδοποιεί ότι έχει ήδη κλείσει στα 500 μέτρα από μια νταλίκα. Να περνάς το βράδυ εκεί. Να έχεις ανάγκη από ασθενοφόρο και να μην μπορεί να προσεγγίσει. Να εξαρτάται η επιβίωση σου από το ρεύμα και να μην έχεις. Να πέφτουν δέντρα πάνω στο αυτοκίνητο σου, να είσαι κλεισμένος στο σπίτι με ανθρώπους που δεν θέλεις. Όταν όμως το βράδυ της Τρίτης στις 11:30 ήρθε το ρεύμα, ήθελα να κλάψω. Για την απελπισία που πνίξαμε, για τη ζέστη που δεν είχαμε, για την αγωνία μην πάθει κάτι το παιδί και για το άλογο της Κασιράγκι που έκλεψε την παράσταση στο βαρετό σόου της Chanel.