Ως ερζάτς δασκάλα βάζω καλούς βαθμούς
Αγαπάω τους καλούς βαθμούς: η ενθάρρυνση μετράει περισσότερο από την αυστηρότητα, για όσους γράφουν
Σχόλιο για την αξιολόγηση των γραπτών των μαθητών και φοιτητών και το πόσο μπορεί να επηρεάσει κάποιον η κακή κριτική.
Είναι η περίοδος που βαθμολογούμε γραπτά στο Μητροπολιτικό Κολλέγιο, όπου κάνω (ακόμα ζορίζομαι να πω «διδάσκω»…) ένα Στούντιο Συγγραφής μια φορά την εβδομάδα. Το Κολλέγιο ακολουθεί αυστηρό εγγλέζικο πρωτόκολλο ως προς τη διεξαγωγή των μαθημάτων, αλλά κυρίως ως προς τη βαθμολόγηση. Δεν μπορείς να βάζεις άιντε-άιντε καταπληκτικούς βαθμούς δεξιά κι αριστερά, τα κριτήρια είναι σκληρά, και αν το ζητούμενο είναι να γίνει κανείς συγγραφέας, σεναριογράφος, διηγηματογράφος ή ακόμα και αρθρογράφος, του κάνεις κακό εσύ ο ινστρούχτορας όταν βαθμολογείς με απλοχεριά.
Σωστά και δίκαια όλα αυτά, απλώς δεν είμαι ακαδημαϊκός∙ θυμάμαι τη Λιάνα Κανέλλη να με πιέζει πολύ ευγενικά στη δεκαετία του 1980 να πάρω το ρημάδι το πτυχίο, ένα τετράμηνο είχε απομείνει, λίγο αν πιεζόμουν θα το είχα κάδρο στον τοίχο και κακώς δεν το έκανα. Ένα υποδεέστερο πτυχίο διδασκαλίας Αγγλικών από το Θεαγένειο Πανεπιστήμιο μαζεύει σκόνη σε κάποιο ντουλάπι. Άρχισα να δουλεύω πολύ νέα, και μάλιστα σε περιοδικό (στον «Ταχυδρόμο»), δεν σκόπευα να διδάξω Αγγλικά ποτέ, απλώς ήθελα να καθησυχάσω τον μπαμπά μας που επέμενε, επίσης πολύ ευγενικά, να «έχω ένα χαρτί στο χέρι μου».
Πριν από δεκαεφτά χρόνια άρχισα να διδάσκω Δημιουργική Γραφή, ή μάλλον «Πώς να γράψεις»: ο σπουδαίος ποιητής και λογοτέχνης Μίμης Σουλιώτης έστησε την πρώτη έδρα Δημιουργικής Γραφής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, στη Φλώρινα, και με έβαλε στο καστ των έκτακτων ή προσκεκλημένων καθηγητών. Έμαθα (πώς να διδάσκω) στην πλάτη του, και στην πλάτη του Θανάση Βαλτινού – παρακολούθησα τα δικά τους μαθήματα με προσοχή στην παγωμένη αλλά υπέροχη Φλώρινα, έπειτα αγόρασα όλα τα σχετικά βιβλία, εγγλέζικα και αμερικάνικα, και τα έμαθα απ' έξω. Έπειτα... άρχισα να αναλύω τον τρόπο που γράφω, μια και με είχα πρόχειρη, και τον τρόπο που γράφουν άλλοι συγγραφείς.
Πήρα το κολάι σιγά σιγά, όχι του ακαδημαϊσμού, μια και δεν έχω καμία σχέση με πανεπιστήμια, παρά του πολύ επικοινωνιακού μαθήματος-που-δεν-είναι-μάθημα, του Εργαστηρίου Συγγραφής. Μην ακούτε που λένε ότι δεν διδάσκεται ή δεν μαθαίνεται η συγγραφή, όλα διδάσκονται και όλα μαθαίνονται, όρεξη να έχει κανείς. Αν σε ενδιαφέρει κάτι πολύ, σκοτώνεσαι να το κάνεις όλο και περισσότερο, όλο και καλύτερα. Μπορεί να μη γίνεις ποτέ Χέμινγουεϊ, γιατί ένας ήταν/είναι ο Χέμινγουεϊ και δεν υπάρχει άλλος, αλλά με σκληρή δουλειά και εξάσκηση, θα γίνεις αυτό που ήθελες πάντα να γίνεις – συγγραφέας, ή έστω γραφιάς, αν δεχτούμε ότι είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Το «καλός» ή «κακός» συγγραφέας δεν με απασχολεί τόσο, αν τσιμπήσει πέντε-δέκα-εκατό πράγματα ο ενδιαφερόμενος, αν γράφει συνέχεια, διαβάζει λογοτεχνία και εξασκείται συστηματικά, αν ξέρει σωστά ελληνικά και έχει λίγη φαντασία, παρατηρητικότητα και βάθος σκέψης..., δεν μπορεί, κάποτε θα γράψει σωστά. Από κει και πέρα, το «καλά» έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με το κατά πόσο αρέσει στον βαθμολογητή ο τρόπος που γράφει ο ενδιαφερόμενος και τα όσα γράφει.
Κι έτσι έρχομαι στη βαθμολόγηση, που την κουλαντρίζω σα να μοιράζω κουραμπιέδες, με απλοχεριά: αν ο ενδιαφερόμενος (για να μη λέω «μαθητής») έχει κάνει τα χιλιόμετρά του, έχει εξασκηθεί, έχει προσπαθήσει, έχει ακούσει, διορθώσει, κόψει, ράψει, αλλάξει και στρώσει το κείμενό του εκατό φορές μέχρι να φτάσει στη βαθμολόγηση, πόσο χάλια μπορεί να είναι; Κι αν είναι πράγματι χάλια, που σημαίνει ότι βαριέται, δεν θέλει/μπορεί να το παλέψει ή δεν ενδιαφέρεται αρκετά, γιατί να του υποδείξω τα χάλια του;
Κανένας δεν γράφει χάλια-χάλια όταν το έχει βάλει αμέτι μουχαμέτι να γίνει συγγραφέας. Μπορεί να πολυλογάει, να πλατειάζει, να χρησιμοποιεί φριχτά επιρρήματα, μετοχές και επίθετα που μπουρδουκλώνουν το γραπτό, να «λογιάζει» λες και ζει το 1930, να υιοθετεί αρχαιοπρεπείς εκφράσεις τις οποίες δεν χειρίζεται και πολύ αριστουργηματικά. Μπορεί να δυσκολεύεται στον διάλογο και να τον γράφει ξύλινο, ή στα αφηγηματικά κομμάτια, και να τα γράφει μονομπλόκ. Μπορεί να παλεύει με τη στίξη, τη σύνταξη, τη γραμματική – άρα να μην έχει εξασκήσει αρκετά τα ελληνικά του διαβάζοντας και γράφοντας. Όλα αυτά διορθώνονται… αλλά όχι αν κριτικάρεις τόσο σκληρά το γραπτό του που να μη θέλει να ξαναδεί στα μάτια του γραπτό.
Οι άνθρωποι που γράφουμε είμαστε ιδιόρρυθμοι, μόλις αρχίζει ο άλλος την αρνητική κριτική, κατεβάζουμε κιοπένκια. Άλλωστε το βιβλίο ή το κείμενο δεν είναι κλύσμα, μπορεί ο αναγνώστης να το αποφύγει αν από το ξεκίνημα της σελίδας αρχίσει να δυσανασχετεί. Από την άλλη, αν καθίσει και το διαβάσει όλο, η αρνητική κριτική του επιτρέπεται μόνον αν είναι επιμελητής, κι ακόμα και τότε με ρέγουλα. Δεν μπορείς να πεις σε κάποιον που γράφει «Μα τι μπούρδες γράφεις!», γιατί τότε καταφέρνεις ένα από τα δύο: (1) του κόβεις τα πόδια και γίνεται φούρναρης την άλλη μέρα ή (2) μουλαρώνει, συνεχίζει να γράφει, μπούρδες-ξεμπούρδες, μέχρι να αποδείξει ότι ΤΟ ΕΧΕΙ. Ότι είναι συγγραφέας με τη βούλα και όχι μπουρδολόγος σκέτος (φυσικά, μπορεί κανείς να συνδυάζει και τα δύο αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.)
Το κακό είναι… ότι η 1η είναι η συνηθέστερη αντίδραση. Η 2η προκύπτει όταν ο ενδιαφερόμενος είναι αποφασισμένος να γίνει συγγραφέας βρέξει-χιονίσει, ή όταν είναι κολλημένος (και πάλι, μπορεί κανείς να τα συνδυάζει και τα δύο).
Τέλος πάντων, έχω μαζευτεί τα τελευταία χρόνια, πάνω που ετοιμάζομαι να βάλω άριστα, ένα διαβολάκι σαν αυτό του Κάπτεν Χάντοκ(βλέπε: Τεν-τεν) πετιέται πάνω από το κεφάλι μου και φωνάζει «Μη βάλεις, μη βάλεις άριστα, έχει επαναλήψεις, πολλά επιρρήματα, κάτι μετοχές γκαγκάνικες, πρόσεξε λίγο, δεν έχει κλείσει τα εισαγωγικά στο διάλογο, δεν έχει χωρίσει παραγράφους σωστά!»
Αλλά εξακολουθώ να πιστεύω ότι το «μπράβο», με ευγενικές υποσημειώσεις, επεξηγήσεις και παρατηρησούλες, είναι πιο αποτελεσματικό από την αρνητική κριτική. Σε όλα τα πράγματα, πόσο μάλλον στο γράψιμο.