Η ιδιοφυής απατεώνισσα Anna Delvey δεν είναι μόνο ηρωίδα του Netfilx. Τέτοιους χαρακτήρες τους συναντάς παντού
Τα υπέροχα οφέλη του οτιδήποτε «προσωρινού»
«Ουδέν μονιμότερο του προσωρινού». Αγαπημένο οικογενειακό μας τσιτάτο, μαζί με το «τίποτα δεν είναι για πάντα».
Πόσο αγαπάμε τελικά τις προσωρινές λύσεις, μιας και καμία λύση δεν είναι μόνιμη.
Αγοράζω ένα αγγλικό περιοδικό το οποίο πλέον το φέρνει μόνον ένα περίπτερο στην Αθήνα – παλιά, το είχαν όλα τα περίπτερα της πλατείας Κολωνακίου και του Συντάγματος, φάτσα φόρα μαζί με τα γυναικεία και τα ειδικού ενδιαφέροντος (ψάρεμα, κυνήγι, επαγγελματίες δολοφόνοι, ματάκηδες κλπ).
«Καταλαβαίνεις ότι σε λίγο καιρό, ίσως σε λίγους μήνες, δεν θα βρίσκεις πουθενά το αγαπημένο σου περιοδικό, έτσι δεν είναι;» ρώτησε σήμερα με τη σχετική περιφρόνηση ένα έφηβο παιδί μου. Περιφρόνηση επειδή τα περιοδικά, με χαρτί-χαρτένιο και γυαλιστερό εξώφυλλο, με φωτογραφήσεις, συνεντεύξεις, άρθρα, λέι-άουτ, τίτλους, εισαγωγές και πίνακα περιεχομένων μέσα, που κάνουν χρατς χρατς όταν γυρνάς τις σελίδες, αυτού του είδους τα περιοδικά είναι τρελές ντεμόντες, αναχρονισμοί, δεινόσαυροι, βαδίζουν προς την αφάνεια με βήμα ταχύ. Όχι επειδή τα χτύπησε κομήτης παρά επειδή τα κατάπιε το ίντερνετ, και καλά έκανε, έτσι είναι οι εποχές, αλλάζουν. Άσχετα που δυσκολεύομαι να προχωρήσω μαζί με τις εποχές και τις πάω λάου λάου – όλο και κάτι μαθαίνω, συνήθως κάτι που πίστευα ότι θα ήταν αδύνατον να το μάθω μέχρι πριν μία βδομάδα…
Το περιοδικό σαν ιδέα ενσαρκώνει ακριβώς αυτήν την αίσθηση του εφήμερου, του προσωρινού: καλύπτει μια μικρή προσωρινή ανάγκη «να ξεχαστείς», «να χαζέψεις», να μισο-πληροφορηθείς, αλλά κυρίως να χαμογελάσεις, αν είναι σωστά φτιαγμένο. Η ανάγκη δεν είναι βαριά ούτε σε τραβάει από τη μύτη όπως άλλες ανάγκες, είναι κοντά στην κουλεπιθυμία, δηλαδή χωρίς πάθος/πόθο. Οι γονείς μας αγόραζαν περιοδικά όταν ήμασταν μικροί, και οι παππούδες μας, τα έχω συνδυάσει με χαλαρή αναμονή σε σαλόνι, ούτε καν οδοντογιατρού. Σε σαλόνι σπιτιού μια και όλα τα σπίτια που έμεναν οι γονείς και οι παππούδες μας είχανε πάντα κάποιου είδους περιοδικά – σε ειδική θήκη μαζί με εφημερίδες ή στο λειψό τραπεζάκι πλάι στον καναπέ.
Η προσωρινότητα ενός περιοδικού είναι ψιλοπράγματα και αστεία υπόθεση μπροστά στην προσωρινότητα ενός σπιτιού: έμενα κάποτε σε διαμέρισμα τόσο ισόγειο, τόσο υγρό, που ξυπνούσα με μια τσιπούρα αγκαλιά, που έβγαζα μύδια από το σοβατεπί… Αλλά το διαμέρισμα ήτανε στον περιφερειακό Λυκαβηττού, πίσω από την ταβέρνα «Γάστρα» και, παρόλο που έλεγα «Πωωωω πρέπει να βρω άλλο σπίτι!», έμενα εκεί χρόνο με τον χρόνο – ήταν κοντά στη δουλειά μου, και είχε μπόνους συχνά (γκουρμέ) φαγητά από τον καταπληκτικό Γιάννη, το αφεντικό της «Γάστρας». Έλεγα σε όλους ότι ήταν προσωρινή λύση εκείνο το σπίτι, και ήταν, ως πολύ μικρό, σκοτεινό και μπουντρουμο-ειδές, αλλά, από την άλλη, είχε τις βολές του. Όταν μετακόμισα σε καλύτερο, φωτεινό σπίτι, συνειδητοποίησα ότι είχα περάσει επτά χρόνια σε ένα διαμέρισμα που δεν το έβλεπε ποτέ ο ήλιος. Ούτε ένα, ούτε δύο: επτά ολόκληρα χρόνια και μάλιστα όχι άσχημα χρόνια, με το ένα πόδι στην πόρτα και τη δικαιολογία του προσωρινού…
Είμαι υπέρ του προσωρινού. Της μπαλωματικής λύσης, του χανζαπλάστ, του ραφτικού τρυπώματος (έχω ποδόγυρους τρυπωμένους προσωρινά εδώ και δεκαετίες), του «Ας μείνουμε εδώ τώρα και βλέπουμε». Πέραν του φιλοσοφικού περιεχομένου της προσωρινής λύσης – είμαστε προσωρινοί όλοι, και οι ζωές μας και τα πάντα όλα – πέραν του φιλοσοφικού υπόβαθρου, η αίσθηση της προσωρινότητας σε κάνει να απολαμβάνεις περισσότερο τα θετικά, τα καλά της εκάστοτε κατάστασης. Ο ήλιος στο μπαλκόνι που μένω τώρα, π.χ., είναι περαστικός, ίσα που βγαίνει ανάμεσα από τα σύννεφα, ρίχνει πέντε ακτίνες και φεύγει, αλλά είναι ήλιος, και μπαλκόνι που το βλέπει ο ήλιος. Προσωρινά το βλέπει, και προσωρινό είναι το μπαλκόνι, όπως προσωρινά είναι τα παιδιά στην ηλικία της περιφρόνησης/απόρριψης, όπως και εγώ στη φάση που είμαι τώρα. Κάνω ασκήσεις ισορροπίας όταν προλαβαίνω χωρίς να σκέφτομαι «Αυτές τις ασκήσεις θα τις κάνω για πάντα!». Θα έρθει η στιγμή που δεν θα μπορώ να τις κάνω, που δεν θα μπορώ να διαβάζω ή να γράφω, έρχονται και αυτές οι στιγμές, αν είναι τυχερός κανείς να ζήσει πολλά πολλά χρόνια.
Υπάρχουν ολόκληρα κομμάτια στις ζωές μας που ξεχειλίζουν από προσωρινότητα: οι διακοπές τα καλοκαίρια, πέντε ή είκοσι ή τριάντα μέρες κοντά στη θάλασσα. Τις απολαμβάνουμε όχι επειδή ξέρουμε ότι τελειώνουν όλο και πιο γρήγορα, δεν το σκεφτόμαστε έτσι – τις απολαμβάνουμε επειδή είναι υπέροχες στην προσωρινότητά τους. Όπως είναι και οι έρωτες, υπέροχοι στις αρχές και φανταιζί, οι ενθουσιασμοί (εννοώ που δεν γίνονται έρωτες άρα σφάζονται στο γόνατο), οι βραδιές τρελού καρναβαλιού, οι μεγάλες παρέες, τα πάρτι, τα γκαλά, τραπέζια, εκδηλώσεις, συναυλίες, γάμοι, βαφτίσια, κηδείες. Οι μέρες που κυλάνε ήσυχα χωρίς ταραχές και συγκρούσεις ενώ διαβάζουμε, γράφουμε, πλέκουμε, κεντάμε, ζωγραφίζουμε, μαγειρεύουμε, ή κάνουμε ό,τι μας ισορροπεί πέρα από τις ασκήσεις ισορροπίας τις ίδιες. Όλα αυτά είναι προσωρινά, όπως και η καλή υγεία και η αρρώστια (ελπίζουμε). Απορώ με τους ανθρώπους που θέλουν «μόνιμη λύση», «μόνιμη κατάσταση», «μόνιμη απάντηση», ακόμα και μόνιμη δουλειά ή μόνιμη σχέση. Πόσο μόνιμη; Ποια είναι η εγγύηση ότι η δουλειά ή η σχέση θα είναι μόνιμη, και τι εννοούμε μόνιμη; Να κρατήσει ένα χρόνο, δέκα, είκοσι χρόνια; Ακόμα και τότε, δεν είναι προσωρινή, απλώς με μεγαλύτερη διάρκεια;
Όταν μου έρχονται διαφημίσεις «αναζητάτε μια μόνιμη λύση στο τάδε θέμα;», μπαίνω στον πειρασμό να απαντήσω φωναχτό ΟΧΙ, γιατί δεν υπάρχει μόνιμη λύση για κανένα θέμα. Το προσωρινό, όσο κρατάει, είναι μια χαρά, ειδικά αν το απολαμβάνουμε, αν το εκτιμάμε, αν το μετράμε σωστά. Κάθε φορά που βρίσκω επιτέλους το αγαπημένο μου περιοδικό στο ένα και μοναδικό περίπτερο της Αθήνας, το ξεφυλλίζω με χαμόγελο και το διαβάζω με ανακούφιση, υπερ-χαρούμενη, που η προσωρινότητά του κρατάει ακόμα… και την απολαμβάνω για όσο καιρό κρατάει.
Δεν ξέρω αν αυτό είναι το μυστικό της ευτυχίας, ίσως η συνδρομή να είναι πιο πρακτικό μυστικό ευτυχίας στη συγκεκριμένη περίπτωση…