Ρούλα Πισπιρίγκου: το ολυμπιακό άθλημα του «πέφτω από τα σύννεφα»

Δεν έχει σημασία αν έχεις παιδιά για να καταλάβεις. Δεν χρειάζεται να είσαι εγκληματολόγος για να αναρωτηθείς. Δεν χρειάζεται να έχεις δώσει χρήματα στον έρανό τους για να εξοργιστείς.

Πάτρα - Ρούλα Πισπιρίγκου: Δυο κουβέντες για την πολύκροτη υπόθεση και το πώς ο ένας μετά τον άλλο πέφτουμε από τα σύννεφα.

Αν το πέσιμο από τα σύννεφα ήταν άθλημα ολυμπιακό, θα παραγκωνιζόμασταν στο βάθρο της έκπληξης. Προσωπικά, σημείωνα τις πρώτες ημέρες που ξεκίνησε να μας απασχολεί ο χαμός των τριών κοριτσιών μιας οικογένειας ότι μπορεί μια μάνα να είναι αφελής, αμελής, ψυχρή, και τα παραπάνω να μην την κάνουν φόνισσα. Έπεσα έξω, χρυσό μετάλλιο στην πτώση από τα σύννεφα. Με αυτήν την πτώση πόνεσα πιο πολύ από την υπόθεση του Μπάμπη. Πιο πολύ από το παιδί της Κυψέλης, της Άννυς. Ακριβώς επειδή προηγήθηκαν, το άλγος μεγαλώνει. Ό,τι μπορεί να συνέβη, δεν έγινε στο Μπέλφαστ του Fall, έγινε στην Αγία Σοφίας. Σε δρόμους που ξέρω, δίπλα σε σπίτια ανθρώπων που ξέρω.

Μπορεί μια μάνα να είναι ψυχρή και άκαμπτη; Φαίνεται ότι η Ρούλα Πισπιρίγκου δεν είναι, διότι την πρώτη κιόλας μέρα της στο κρατητήριο απαντά αρνητικά στην ερώτηση του πολύ καλού ρεπόρτερ Γιώργου Σόμπολου, «αντέχεις;». Δεν αντέχει, τώρα κλαίει, εκεί δεν αντέχει. Η ανοιγμένη εικοσιτετράδα με τα νερά είναι δηλωτική της σχέσης της οικογένειας: οι οικογενειακές συσκευασίες που προορίζονται για τις κατηγορούμενες διαρρηγνύονται αν τυχόν κάποιο άλλο μέλος διψάσει. Θα πιει η αδερφή που την υπερασπίζεται, καθώς λέει μέχρι τέλους, «Γιατί την ξέρω». Θα τρέξουν να την ξεδιψάσουν γιατί έτσι ήταν κι έτσι είναι πάντα. Το νερό αυτό είναι πάντα ακριβό, ποτέ δεν είναι δωρεάν. Σε ξεδιψάει όσο σε εθίζει σ’ έναν κύκλο εξάρτησης. Αγία οικογένεια, αμίλητη και χειριστική.

Η μάνα της πέφτει κι εκείνη από τα σύννεφα. Την υποστηρίζει επειδή, όπως λέει, τη μεγάλωσε σαν μάνα και πατέρας. Δεν μπορεί να δεχτεί -αν δεν ισχύει οτιδήποτε άλλο μπορεί να αποδειχτεί νομικά- ότι η κόρη της διέπραξε όσα την κατηγορούν διότι μέσα από μια τέτοια παραδοχή ματαιώνεται ο δικός της καταλυτικός ρόλος. Και μάνα και πατέρας, διατείνεται στα κανάλια. Η εγγύηση του εμπορεύματος έχει λήξει κι εκείνη ακόμη διαλαλεί την πραμάτεια της.

Εδάρη; Δεν εδάρη; Κανείς δεν έπεσε από τα σύννεφα με αυτήν, όπως τελικά αποδείχτηκε, ψευδή είδηση. Στο συλλογικό ασυνείδητο ενυπάρχει το «θα καλοπεράσει», με τη συχώρεση ή την ανοχή τρόπον τινά απέναντι σε κάθε παραβατικότητα εις βάρος της. Στην περίπτωσή της, το τεκμήριο της αθωότητας έχει χαθεί στις μεταξύ μας συζητήσεις, η δίκαια δίκη δεν μας χορταίνει. Θέλουμε κρεμάλες. Την ίδια ώρα, η αδερφή της κατηγορούμενης αναρωτιέται πού είναι η πολιτεία να την προστατεύσει. Στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε. Σιωπούν. Δεν επιτίθενται.

Μπορούμε να επικαλούμαστε a la carte την επιταγή του νόμου; Λιθοβολισμό στη δολοφόνο κατά την κρίση μας; Κρεμάλες και μπινελίκια; Σε δρόμους που ξέρω, βλέπω ανθρώπους που ξέρω με smartphones στο χέρι να περιμένουν δράση. Χασκογελούν. «Δεν τα 'θελε, ας τα 'δινε», ακούω μια κυρία που κρώζει. Θα μπορούσε, μερικά λεπτά μετά, να λέει με την ίδια φωνή για την ακρίβεια, για την υπογειοποίηση του τρένου. Οι γείτονες, αιώνιοι πρωταθλητές του αθλήματος «πέφτω από τα σύννεφα». Θέλει θάρρος κι οφείλουμε ως κοινωνία να εκπαιδευτούμε: δεν είσαι χαφιές, είσαι ενσυνείδητος πολίτης. Οι αποχρώσες ενδείξεις, αυτό που αισθάνεσαι ή νιώθεις ή έχεις δει. Κανείς δεν κάνει πρίμα βίστα ένα έγκλημα που δεν είναι εν ψυχρώ: κάπου το έχει προβάρει.

Η διαβόητη έριξε τα μπουγαδόνερά της στον μύλο. Εκείνη μίλησε, μιλούσε και ξαναμιλούσε. Σε δημοσιογράφους και παρουσιαστές, το υλικό προφανώς θα παίξει στις προσεχείς ημέρες. Απαίδευτη ή καλά εκπαιδευμένη, περίμενε τη στιγμή της. Μόνο που η στιγμή της συμπυκνώνεται σε μια αδιανόητη φωτογραφία της από την Ευελπίδων. Ένα κλικ την ώρα που το ένα μάτι της κοιτά ευθέως στον φακό. Σου κόβει την ανάσα. Η στιγμή της δεν είναι η αποθέωσή της ως χαροκαμένη μάνα αλλά ως ψυχρή εκτελέστρια, σύμφωνα με το κατηγορητήριο.

Προσωπικά, προτιμώ τα λουλούδια στο πλατύσκαλο από τον προπηλακισμό. Τα κεράκια που ανάβουν στη μνήμη τριών παιδιών, για τα οποία κανείς δεν αναρωτήθηκε ούτε πώς ούτε γιατί. Δεν έχει σημασία αν έχεις παιδιά για να καταλάβεις. Δεν χρειάζεται να είσαι εγκληματολόγος για να αναρωτηθείς. Δεν χρειάζεται να έχεις δώσει χρήματα στον έρανό τους για να εξοργιστείς. Γιατί όσο κι αν έχεις προβάρει γεγονότα κι έχεις κλειδώσει άλλοθι και μάρτυρες, το βλέμμα θα σε προδώσει. Δεν είναι ότι δεν την υποψιάστηκα εξαρχής, είναι ότι δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους μου.