Πώς λειτουργεί το φαινόμενο της «γυάλινης οροφής» στη σημερινή Ελλάδα;
Ιωάννα Χριστοφοράκη: Η τζαμαρία στην καθημερινότητά μου
Πώς λειτουργεί το φαινόμενο της «γυάλινης οροφής» στη σημερινή Ελλάδα;
Ιστορίες για τη Γυάλινη Οροφή: Η ιστορία της Ιωάννας Χριστοφοράκη (Αρχαιολόγος-Μουσειολόγος) στη στήλη που ενώνει τις γυναίκες από τη Story Mentor.
Τι ενώνει γυναίκες με διαφορετικά επαγγέλματα, όπως μια δικηγόρο, μια χημικό, μια καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο, μια βιολόγο, μια διευθύντρια ιδρύματος και μια υπεύθυνη μάρκετινγκ; Οι ιστορίες τους. Ιστορίες που μιλούν για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες όταν θέλουν να εξελιχθούν επαγγελματικά, να διεκδικήσουν την αμοιβή που τους αξίζει, να ενισχύσουν τη δημόσια παρουσία τους, να μπουν σε ένα διοικητικό συμβούλιο, να προωθηθούν στην πολιτική ή να υπάρξουν σύμφωνα με τις επιθυμίες τους.
Οι ιστορίες αυτές, αληθινές και ειπωμένες με τα δικά τους λόγια, δείχνουν πώς λειτουργεί το φαινόμενο της «γυάλινης οροφής» στη σημερινή Ελλάδα. Υπερβαίνοντας τις έρευνες, τις στατιστικές και τα απρόσωπα ποσοστά που συνήθως χρησιμοποιούμε για να μιλήσουμε για δυσκολίες και αποκλεισμούς, οι προσωπικές μαρτυρίες μιλούν απευθείας στην καρδιά.
Τις «Ιστορίες για τη Γυάλινη Οροφή» βρίσκει και επιμελείται η μη κερδοσκοπική οργάνωση Story Mentor. (www.storymentor.gr). Αυτή είναι η ιστορία της Αρχαιολόγου-Μουσειολόγου Ιωάννας Χριστοφοράκη.
Κάθε φορά που άκουγα αυτή τη φράση, μάλλον τη δήλωση, από το στόμα του άντρα μου −συνήθως το πρωί προτού φύγει για την δουλειά− ένιωθα την καρδιά μου να βουλιάζει. Ήξερα τι θα επακολουθούσε με απελπιστική ακρίβεια: πρώτα η απογοήτευση για ένα ακόμα βράδυ που θα περνούσα μόνη στο σπίτι, με τα παιδιά να κοιμούνται από νωρίς και την τηλεόραση για παρέα. Μετά η απόγνωση γιατί σχεδόν τίποτα δεν άλλαξε στη ρουτίνα του άντρα μου ο ερχομός των παιδιών − ενώ είχε φέρει τα πάνω κάτω στη δική μου. Και στο τέλος ο θυμός όχι τόσο για την αδικία της ανισότητας στα οικογενειακά βάρη αλλά για την ευκολία με την οποία ο άντρας μου (και τόσοι άλλοι μαζί με αυτόν) ξεστόμιζε αυτή την κατά τα άλλα τυπική και ουδέτερη δήλωση.
Γιατί για να κάνω εγώ μία αντίστοιχη δήλωση, όχι τόσο ακραία βέβαια, που να περιέχει δηλαδή τις λέξεις βράδυ και δείπνο, αλλά κάτι απλούστερο, του τύπου «το απόγευμα θα πάω στον οδοντίατρο», θα έπρεπε να έχουν προηγηθεί ταχυδακτυλουργικά κόλπα και να ισχύουν ορισμένες ικανές και αναγκαίες συνθήκες. Θα έπρεπε να κανονίσω ένα ραντεβού μια τέτοια ώρα, ώστε και από τη δουλειά να μην λείψω αλλά και να επιστρέψω στο σπίτι εγκαίρως, προτού φύγει η κυρία που πρόσεχε τα παιδιά, συνυπολογίζοντας βέβαια την όποια καθυστέρηση στο ιατρικό ραντεβού. Αν το ραντεβού καθυστερούσε, ήμουν σε αναμμένα κάρβουνα, γιατί ήξερα ότι η κυρία θα με περίμενε στην πόρτα για να φύγει, κάνοντάς με να νιώθω τύψεις που άργησα. Θα μπορούσα να της ζητήσω να μείνει παραπάνω με το ανάλογο κόστος βέβαια αλλά κρατούσα αυτή την επιλογή για εξαιρετικές περιστάσεις − για ραντεβού με τον γυναικολόγο ας πούμε.
Οι έξοδοι αναψυχής, με μία φίλη, για καφέ ή για ένα σινεμά, για μια ομιλία, ήταν ακόμα πιο περίπλοκο ζήτημα. Κατ' αρχήν θα έπρεπε να ελέγξω ότι ο άντρας μου (και πατέρας των παιδιών μου) θα μπορούσε να είναι στο σπίτι εκείνο το βράδυ − πράγμα που εκείνος δεν χρειαζόταν να κάνει ποτέ, γιατί εγώ θα ήμουν πάντα εκεί. Αν όχι, θα έπρεπε να ζητήσω από την «κυρία» να ξαναέρθει το βράδυ ή να βρω άλλη μπέιμπι σίτερ. (Καθώς και οι δυο μας είμαστε από την επαρχία, η λύση του παππού και της γιαγιάς δεν μας ήταν διαθέσιμη). Και μετά να περάσω το βράδυ, τσεκάροντας μια-δυο φορές ότι όλα και όλοι ήταν καλά στο σπίτι − πράγμα που συνήθως δεν απασχολεί τους άντρες.
Όσο για την περίπτωση ενός συνεδρίου εκτός Αθηνών, εκεί έμπαιναν τα μεγάλα μέσα. Χρειαζόταν να έρθει η μητέρα μου από την επαρχία, έχοντας εξασφαλίσει ότι για τις λίγες μέρες που θα έλειπε, κάποιος άλλος θα φρόντιζε τα άλλα της εγγόνια, τα παιδιά της αδελφής μου. Και πάλι εννοείται πως για τα επαγγελματικά ταξίδια του άντρα μου, εγώ ήμουν εκεί.
Και να φανταστείτε πως ήμουν από τις «τυχερές». Όχι μόνο είχαμε την οικονομική δυνατότητα για δύο «γυναίκες», μία για τα παιδιά και μία για το σπίτι αλλά εγώ δούλευα και στο «Δημόσιο». Τι να πουν γυναίκες με περιορισμένα οικονομικά ή με τον ανταγωνισμό του ιδιωτικού τομέα;
Εν ολίγοις, δεν έπεσα (σχεδόν) ποτέ σε γυάλινη οροφή στην επαγγελματική μου καριέρα αλλά σε... τζαμαρία στην καθημερινότητά μου. Η γυάλινη οροφή είναι κάτι χειροπιαστό, ακόμα κι αν είναι γυάλινο και διαφανές. Οι γυναίκες συνήθως πέφτουν πάνω της (ή μάλλον το αντίθετο: η οροφή πέφτει πάνω τους) όταν φτάσουν σε ένα κρίσιμο σημείο στην καριέρα τους, οπότε τις προσπερνούν οι άντρες. Τους βλέπουν να τις προσπερνούν στις προαγωγές ή να καταλαμβάνουν υψηλές θέσεις, λόγω του φύλου τους. Το ξέρουμε, το έχουμε ονομάσει, το καταπολεμούμε με ποσοστώσεις, με ομιλίες, με ενδυνάμωση, με χίλιους δυο τρόπους αλλά η οροφή παρότι γυάλινη και συνεπώς εύθραυστη, αντέχει ακόμα.
Η τζαμαρία όμως είναι πολύ πιο ύπουλη και το πέσιμο πάνω της σχεδόν καθημερινό. Οι εργαζόμενες γυναίκες και μητέρες την συναντούν καθημερινά. Στο άγχος τους να είναι στην ώρα τους για να αλλάξουν την μπέιμπι σίτερ. Στα καθημερινά τηλεφωνήματα για να ελέγξουν ότι όλα είναι καλά στο σπίτι. Στα απογευματινά τρεχάματα στις δραστηριότητες των παιδιών. Στα ιατρικά τσεκ-απ των παιδιών. Στην έγνοια τους για να υπάρχει καθημερινά υγιεινό φαγητό στο σπίτι δύο τουλάχιστον φορές την ημέρα. Στην λίστα του σουπερμάρκετ, στο τι λείπει από το σπίτι. Στην οργάνωση των γιορτών. Στην αγορά δώρων για την οικογένεια και τους φίλους. Στην διοργάνωση των εξόδων. Μπορείτε να φανταστείτε έναν άντρα να απασχολεί το μυαλό του με όλα αυτά;
Στο εξωτερικό η έγνοια αυτή έχει ήδη παρατηρηθεί και ονομαστεί: mental burden το λένε και κατατρώει τις γυναίκες, είτε είναι απλώς σύντροφοι ή και μητέρες. Ορίζεται ως το «βάρος της αόρατης εργασίας» και είναι πλέον αντικείμενο μελέτης τόσο από κοινωνιολόγους όσο και από γιατρούς. Στην Ελλάδα, όπου η φροντίδα των παιδιών θεωρείται σε συντριπτικό ποσοστό υποχρέωση της μητέρας, τέτοια ζητήματα δεν μας έχουν ακόμα απασχολήσει.
Όμως και οι φροντιστές (ή μάλλον οι φροντίστριες στη συγκεκριμένη περίπτωση) χρειάζονται φροντίδα. Αυτές ποιος τις φροντίζει άραγε;