Μαρίνα Λεωνιδοπούλου: Αν υπάρχει γυάλινη οροφή, δεν ξεπερνιέται με συμβιβασμούς
Πώς λειτουργεί το φαινόμενο της «γυάλινης οροφής» στη σημερινή Ελλάδα;
Ιστορίες για τη Γυάλινη Οροφή: Η ιστορία της Μαρίνας Λεωνιδοπούλου (Managing Partner της εταιρείας Δημοσίων Σχέσεων Out of the Box) στη στήλη που ενώνει τις γυναίκες από τη Story Mentor.
Τι ενώνει γυναίκες με διαφορετικά επαγγέλματα, όπως μια δικηγόρο, μια χημικό, μια καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο, μια βιολόγο, μια διευθύντρια ιδρύματος και μια υπεύθυνη μάρκετινγκ; Οι ιστορίες τους. Ιστορίες που μιλούν για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες όταν θέλουν να εξελιχθούν επαγγελματικά, να διεκδικήσουν την αμοιβή που τους αξίζει, να ενισχύσουν τη δημόσια παρουσία τους, να μπουν σε ένα διοικητικό συμβούλιο, να προωθηθούν στην πολιτική ή να υπάρξουν σύμφωνα με τις επιθυμίες τους.
Οι ιστορίες αυτές, αληθινές και ειπωμένες με τα δικά τους λόγια, δείχνουν πώς λειτουργεί το φαινόμενο της «γυάλινης οροφής» στη σημερινή Ελλάδα. Υπερβαίνοντας τις έρευνες, τις στατιστικές και τα απρόσωπα ποσοστά που συνήθως χρησιμοποιούμε για να μιλήσουμε για δυσκολίες και αποκλεισμούς, οι προσωπικές μαρτυρίες μιλούν απευθείας στην καρδιά.
Τις «Ιστορίες για τη Γυάλινη Οροφή» βρίσκει και επιμελείται η μη κερδοσκοπική οργάνωση Story Mentor (www.storymentor.gr). Αυτή είναι η ιστορία της Μαρίνας Λεωνιδοπούλου (Managing Partner της εταιρείας Δημοσίων Σχέσεων Out of the Box).
Η μητέρα μου είναι ενενήντα ενός και πάσχει από άνοια. Είναι με τις μέρες της. Λαλίστατη και με τεράστια μερικές φορές διαύγεια – ένα πράγμα που φαίνεται να της έχει στερήσει η ασθένεια είναι κάποιοι αναστολείς, σχετικοί με τα απωθημένα που οφείλονται στη μάνα της, τη γιαγιά μου. Τη «δίνει» τη γιαγιά, φόρα παρτίδα.
Η μάνα μου ήθελε να σπουδάσει στην Αρχιτεκτονική. Την έστειλαν σε ένα σχολείο για Δεσποινίδες στην Αγγλία. Έκανε κοπάνες και πήγαινε σε Art School. Η μάνα μου ήθελε να σπουδάσει Γραφιστική, αγαπούσε την Ύδρα και τους καλλιτέχνες. Η γιαγιά μου την πήγαινε στη μοδίστρα να ράψει φουστάνια για κοσμικά τσάγια. Η μάνα μου πήγε να εργαστεί στο εργοστάσιο του παππού, με την ελπίδα ότι θα την αφήσουν να ασχοληθεί με τις συσκευασίες και τη διαφήμιση των προϊόντων, αλλά την έβαλαν βοηθό στο λογιστήριο. Και υπήρχε διάχυτο ένα άγχος μην τη διπλαρώσει κάποιος επιτήδειος προικοθήρας. Μέχρι που τη διπλάρωσε ο μπαμπάς και τη λύτρωσε από τη γιαγιά μου.
Στη γιαγιά μου, λοιπόν, την Αγλαΐα χρωστάω –πλέον συνειδητοποιώ– τον τρόπο που εξελίχθηκε η δική μου ανατροφή. Γιατί η μαμά, όπως τώρα ομολογεί, ήταν αποφασισμένη να μην επαναλάβει, στα δικά της παιδιά, κόρες ή και γιους, τις συμπεριφορές της γιαγιάς. Αποφασισμένη να τα αφήσει να επιλέγουν ελεύθερα.
Από τότε που θυμάμαι τον κόσμο μέχρι πέρυσι που πέθανε, ο μπαμπάς ετοίμαζε καθημερινά το πρωινό, πάντα με φρεσκοστυμμένη πορτοκαλάδα, η μαμά χουζούρευε μέχρι να γίνει ο καφές, ενώ το σχολικό περνούσε πριν σηκωθεί. Το Σαββατοκύριακο πλέναμε με τον μπαμπά τα πιάτα, ανεβασμένη εγώ σε ένα σκαμνί για να φτάσω τον νεροχύτη. Με τον αδελφό μου μοιραζόμασταν από μικροί ακριβώς τις ίδιες εργασίες στο σπίτι και στη θάλασσα, στο μικρό ιστιοπλοϊκό που μοιράζονταν μπαμπάς και θείος. Ανδρικές και γυναικείες δουλειές δεν γνωρίσαμε. Στο μεικτό και καταπληκτικό σχολείο μου, επί 14 χρόνια, δεν ένιωσα ποτέ πως ως γυναίκα θα μπορούσα και να έχω «όρια» ακαδημαϊκά, επαγγελματικά ή κοινωνικά. Έτσι ανυποψίαστη έφυγα από το σπίτι για το πανεπιστήμιο στην Αγγλία, το ίδιο ανυποψίαστη γύρισα και ξεκίνησα τη δουλειά.
Τύχη ή καλπάζουσα αυτοπεποίθηση; Στα σαράντα σχεδόν χρόνια της επαγγελματικής μου ζωής δεν ένιωσα ποτέ το φύλο μου να αποτελεί ζήτημα, για μένα ή για τους άλλους. Δεν το έκρυψα κάτω από ανδρικά κουστούμια και «macho» συμπεριφορές, δεν το προέβαλα όμως και ποτέ. Υπήρχαν δείγματα σεξισμού που αγνόησα ή δεν αναγνώρισα καν; Υποθέτω πως ναι, όμως δεν ένιωσα ποτέ να με αγγίζουν (εδώ οι Άγγλοι φίλοι μου θα έλεγαν, forgive the pun). Για να τα λέμε όλα, ο κλάδος τον οποίον κατέληξα να υπηρετώ (κατέληξα όχι με την έννοια της κατάντιας, αλλά γιατί ιδέα δεν είχα τελειώνοντας το Λύκειο τι θα ήθελα να επαγγελθώ) γυναικοκρατείται διεθνώς. Οι γυναίκες υπερτερούν αριθμητικά στις εταιρείες επικοινωνίας, καταλαμβάνουν διοικητικές θέσεις και δεν φαίνεται να υπάρχει σοβαρό θέμα «γυάλινης οροφής», τουλάχιστον όχι στην Ευρώπη. Χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι σε μεγάλες εταιρείες, με σύνθετο οργανόγραμμα και τους αναπόφευκτους «Βυζαντινισμούς», δεν έχουν υπάρξει φαινόμενα σεξιστικών συμπεριφορών μεταξύ των εργαζομένων, bullying από προϊστάμενους, μάχες για τις σοβαρές θέσεις, ή και αδικίες την ώρα των προαγωγών.
Κι εκεί που όλα πήγαιναν ρολόι κι ο ουρανός ήταν το όριο, συνέβη κάτι ενδιαφέρον. Συνειδητοποίησα μια μέρα πως η επιχειρηματική και διοικητική μου φιλοσοφία, ο τρόπος που έβλεπα την εταιρεία μου, τους πελάτες και τους ανθρώπους της, απέκλινε εντελώς από αυτήν των τότε συνεταίρων μου. Στην πλειοψηφία τους άνδρες, αλλά και μια γυναίκα δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερή μου, από αυτές που, για να επιβιώσουν επαγγελματικά, χρειάστηκε και επέλεξαν να παίξουν το παιχνίδι των «ανδρών» της εποχής. Άσπρο-μαύρο σε όλα τα επίπεδα, από την επιλογή και διαχείριση πελατών και ανθρώπινου δυναμικού, ως την κερδοφορία και πώς αυτή επιτυγχάνεται. Άλλα ήθη κι έθιμα, άλλοι πολιτισμοί θα μπορούσε κανείς να πει.
Η λύση δόθηκε με συνοπτικές διαδικασίες και αποχώρησα. Αδικήθηκα, μετά βεβαιότητας. Όχι όμως επειδή είμαι γυναίκα, αλλά επειδή οι αξίες μου ως γυναίκα-επιχειρηματίας διέφεραν από αυτές των υπολοίπων και δεν επρόκειτο να συμβιβαστώ. Για πρώτη φορά τότε, το 2003, ένιωσα την «οροφή» πιο χαμηλά, ένιωσα να με στενεύει ένα σύστημα μεγαλύτερο από το περιορισμένο εκείνης της εταιρείας, εκείνων των ανθρώπων.
Είναι διαφορετικές οι προσδοκίες που έχουν οι γονείς, οι δάσκαλοι, οι καθηγητές, τα αφεντικά, η κοινωνία από τους άνδρες; Θεωρείται αποδεκτός ο αδίστακτος επιχειρηματίας, αλλά «σκύλα» η αντίστοιχη γυναίκα; Συμπεριφέρονται ως «σκύλες» οι γυναίκες στις ομόφυλές τους, προκειμένου να αποδείξουν την αξία τους στους άνδρες-αφεντικά και να διεκδικήσουν θέσεις στην εταιρική ιεραρχία, που θα έπρεπε να δικαιούνται βάσει των επιδόσεών τους; Ναι, ναι και, βεβαίως, ναι.
Σχετίζονται άρα οι αξίες στον επαγγελματικό στίβο με το φύλο; Πιστεύω πως αυτό ισχύει, έστω και λίγο. Ακόμη, σήμερα, οι γυναίκες, «εκ φύσεως και εξ ευτροφίας ψυχών» (με άλλα λόγια, λίγο nature λίγο nurture), αναπτύσσουν κάποιες αξίες που στην πλειονότητα των ανδρών παραμένουν ατροφικές. Αξίες που, αν δεν συμβιβαστούν στην πορεία και εκ των πραγμάτων, αν παραμείνουν αλώβητες παρά την αντίσταση της «αγοράς», θα καθορίσουν τη στάση τους στον επαγγελματικό, και όχι μόνο, τομέα. Έχω την τύχη να γνωρίζω τέτοιες γυναίκες πετυχημένες, αξιόλογες, δυνατές και ασυμβίβαστες στο θέμα των αξιών, έχω και την πολυτέλεια να επιλέγω.
Ο συμβιβασμός φαντάζει εύκολη λύση όταν διακυβεύεται η επιτυχία, η καριέρα. Πλην όμως ευκολότερη για ορισμένες, συμπεριλαμβανομένης της υποφαινόμενης, είναι η οπισθοχώρηση, με στόχο πάντα τη νέα εφόρμηση. Με άλλους όρους, τους δικούς τους. Έτσι, από μια οπισθοχώρηση και μια ανασύνταξη, πριν από 20 σχεδόν χρόνια, γεννήθηκε η σημερινή εταιρεία. Μετά από μερικές μη φρόνιμες αποφάσεις και μια ανεπιτυχή προσπάθεια κάποιων να την (με) πατρονάρουν, πολύ σύντομα, βρήκε (βρήκα) τα πατήματά της. Και μεγαλώνει όμορφα, με πολλή δουλειά και πολλή χαρά, με μεγάλη αγωνία και τεράστιες δυσκολίες στα ατελείωτα χρόνια της κρίσης, με καλούς, πιστούς πελάτες, νεότερους και παλαιότερους, με μια ομάδα αξιόλογη, ενδιαφέρουσα και ενίοτε απροσδόκητη, με εξαιρετικούς συνεργάτες, φίλους στενούς και ποικιλοτρόπως αρωγούς και, κυρίως, με έναν συνεταίρο-συνοδοιπόρο που μοιράζεται στο ακέραιο τις αδιαπραγμάτευτες αξίες – γυναικείες; – που την κάνουν ξεχωριστή και, στο βαθμό που γνωρίζω, αξιοσέβαστη.