Κακοποίηση για το καλό σου
Όταν ακούς κάποιον να λέει «για το καλό σου», πρέπει να φεύγεις τρέχοντας – όσο έχεις τα ποδαράκια σου.
Οι φράσεις που χρησιμοποιεί ένας χειριστικός και κακοποιητικός άνθρωπος και πότε πρέπει να φύγεις μακριά του.
Την έχουμε συνηθίσει ως φράση που λέγεται από γονείς και εκπαιδευτικούς όταν βάζουν τιμωρία τα παιδιά, και είναι ήδη επικίνδυνη (πόσο καλό σου κάνει μια τιμωρία; Και τι μαθαίνεις από αυτήν; Να προσέχεις μη σε πιάσουν την επόμενη φορά που θα κάνεις στραβή). Όταν την λέει ένας άντρας σε μια γυναίκα με την οποία έχει σχέση, η γυναίκα πρέπει να ακούει συναγερμό επιπέδου καμπαναριού της Νοτρ Νταμ μέσα στο κεφάλι της, όχι απλά καμπανάκια.
Δεν είναι εύκολο γιατί αυτή, όπως και άλλες τέτοιες φράσεις, εκφέρεται σε ένα πλαίσιο φροντίδας και τρυφερότητας, συχνά συνοδευόμενη από «βρε κουτό», «μωράκι μου», «βρε μωρό μου», «αγαπάκι μου» και άλλα ξερασουάρ – που καταλαβαίνεις πόσο εμετικά είναι όταν αποστασιοποιηθείς ή, ακόμα χειρότερα, όταν πια η κακοποίηση έχει φτάσει ή κοντεύει να φτάσει στο ζενίθ. Το οποίο δεν είναι απαραίτητα μαύρο ξύλο, ούτε καν χαστούκι. Ο χειριστικός άνθρωπος μπορεί να μείνει ικανοποιημένος σπάζοντάς σου τα μούτρα με έμμεσο, μεταφορικό τρόπο, που μακροπρόθεσμα είναι πιο αποτελεσματικός.
«Για το καλό σου το λέω»: συνήθως προηγείται ή ακολουθεί σκληρή κριτική για την προσωπικότητα, τη δουλειά, την οικογένεια, τις ικανότητες ή τις παρέες της γυναίκας, όπως και για οτιδήποτε κάνει – πχ «για το καλό σου λέω, πάρε μηχανάκι, μην πηγαίνεις με λεωφορείο/πόδι/κουτσό». Ο χειριστικός άνθρωπος θέλει να καπελώνει ακόμα και απλές καθημερινές κινήσεις της γυναίκας/φίλης του, να έχει τον έλεγχο, να δίνει τις οδηγίες, και οι οδηγίες να ακολουθούνται, πάντα για το καλό της γυναικούλας, που δεν ξέρει από αυτά.
«Έχεις καταλάβει ότι σε κοροϊδεύει ή και σε κλέβει η/ο αδερφή/ός, φίλη/ος, κόρη/γιος, γονιός σου;» Άλλη μία αποσταθεροποιητική φράση: εσύ η γυναίκα μπορεί να ξέρεις πολύ καλά ότι σου τσιμπάει ψιλά ένας δικός σου άνθρωπος, εδώ το ήξερε η Μπρίτνεϊ, που της έφαγε τα αυγά και τα πασχάλια ο μπαμπάκας της. Από το να το ξέρεις μέχρι να κόψεις την καλημέρα στο άτομο του περιβάλλοντός σου, υπάρχει απόσταση, και είναι μια απόφαση που θα πάρεις μόνη σου. Οι χειριστικοί άνθρωποι επιμένουν, επαναφέρουν το (ακανθώδες) ζήτημα όχι επειδή σε νοιάζονται αλλά για να σε κλονίσουν όσον αφορά τους δικούς σου, συγγενείς και φίλους, και την ικανότητά σου να νοιώθεις τι συμβαίνει γύρω σου. Αυτό που σου λένε δεν είναι «πρόσεχε τους αγαπημένους σου» αλλά «εγώ είμαι πιο έξυπνος από εσένα επειδή έχω καταλάβει ότι σε τρώνε, ζώον».
«Δεν σου πάει το ξανθό μαλλί/μπικίνι/μίνι, είσαι πολύ καλύτερη με κελεμπία/ράσο/αντίσκηνο»: οποιαδήποτε αρνητική κριτική στην εμφάνισή σου, όταν εκφέρεται σαν αδιαμφισβήτητο γεγονός (ενώ δεν είναι παρά η γνώμη ενός μλκ) έχει ένα στόχο: να σε γεμίσει αμφιβολίες, να σε κάνει ανασφαλή, αν υποθέσουμε ότι δεν είσαι ήδη, και σιγά σιγά να σε ρίξει στα πατώματα, ίσως και στα Τάρταρα.
«Δεν σου ταιριάζει αυτή η δουλειά, χαραμίζεσαι με αυτά που κάνεις, (για το καλό σου στο λέω)»: ακολουθεί ανάλυση, πάντα για το καλό σου, βάση της οποίας εσύ η γυναίκα κάνεις άσχετες δουλειές και δεν θα έπρεπε. Η επωδός είναι «καλύτερα να καθίσεις σπίτι ένα διάστημα και να το ψάξεις», που σημαίνει «είσαι άχρηστη, κάτσε σπίτι να φτιάξεις κάνα κιοφτέ» εκτός κι αν είναι «ξέρω μια άλλη δουλειά, καλύτερη, με καλύτερα λεφτά»… Το οποίο, αν έχει ειπωθεί ποτέ από άντρα σε γυναίκα, είναι τρελό ψέμα – ή η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Της κατηγορίας «να γίνω κασέρι».
«Μην το πάρεις σαν κριτική»: πάρ’ το σαν συνολική καταρράκωση, μια και ο σύντροφος/άντρας σου είναι έτοιμος να σε κατακρεουργήσει. Για την δουλειά που κάνεις, το σπίτι που έστησες, τις φιλίες, συγγένειες, προσπάθειες, σχέσεις, για τα χόμπι, τις δραστηριότητές σου, τα βιβλία που γράφεις ή διαβάζεις, την μουσική που συνθέτεις, ακούς ή δεν ακούς, τον τρόπο που κινείσαι, ντύνεσαι, βάφεσαι, χτενίζεσαι, ξύνεσαι. Όταν κάποιος σου λέει να μην πάρεις τα λόγια του σαν κριτική, έχει ακονίσει από καιρό τα ξυράφια του και σκοπεύει να τα χρησιμοποιήσει στην καμπούρα σου. Γιατί δεν κάθεσαι σωστά κι εσύ, καμπουριάζεις συνέχεια.
«Δεν λέω ότι φταις εσύ, αλλά…»: αυτό ακριβώς λέει, όπως θα ακούσεις στη συνέχεια της επιχειρηματολογίας του, ότι φταις εσύ. Αν είσαι και μάνα, ακόμα χειρότερα – φταις για οτιδήποτε κάνει στραβά το παιδί σου, όσο είναι από μηδέν μέχρι ογδόντα χρονών. Το έχω ακούσει με πρωτοφανή σκληρότητα για παιδιά που έμπλεξαν με ναρκωτικά («κάτι έκανε λάθος η μάνα του!») όπως και για παιδιά που ως ενήλικες έχουν ψυχολογικά προβλήματα. Αν είσαι απλώς σύντροφος/σύζυγος, εννοείται ότι φταις που κάηκε το φαί, τράκαρε ο σύζυγος, κόπηκε το ρεύμα, έπεσε το ίντερνετ ή όλα αυτά μαζί. Συνωμοτείς με το Σύμπαν για να προκαλείς προβλήματα στον άντρα, κι όταν αρχίζει με το «δεν λέω ότι φταις εσύ», λίγο ενοχικιά να είσαι, αρχίζεις να απολογείσαι μπας και το σώσεις. Δεν σώζεται, παραδέξου ότι φταις, μάλιστα, ζήτα και συγγνώμη, αλλά…:
«Συγγνώμη»: …αν εσύ την ζητάς συχνά, για ψύλλου πήδημα, τότε είσαι ήδη από κάτω, υπόλογος στο αφεντικό, καταπιεσμένη, κακοποιημένη ψυχολογικά. Όπως έλεγε ένα παλιό Αμερικάνικο καρτούν των Σέβεντυς με δύο ανώμαλα γυμνά παιδάκια, «Αγάπη είναι να μη ζητάς ποτέ συγγνώμη». Πόσες στραβές κάνεις, για να απολογείσαι κάθε τρεις και λίγο; Αν μετράς πολλές, σήκω και φύγε – πολύ σύντομα η συγγνώμη δεν θα είναι αρκετή, τουλάχιστον όχι για να γλυτώσεις την τιμωρία. Η οποία αν είναι σωματική, θα αφήσει φανερά σημάδια στο πέρασμά της. Αν είναι ψυχική και συναισθηματική… θα αφήσει σημάδια στην ψυχή σου που αργούν πολύ περισσότερο να κλείσουν από τα σωματικά. Μόνο το ότι ζητάς συγγνώμη κάθε τρεις και λίγο, ας σε κινητοποιήσει να πάρεις δρόμο από τη σχέση, όσο σοβαρή, καλή και αγαπησιάρικη αν δείχνει.
Κι όποιος βρεθεί να σου πει «δεν λέω ότι φταις εσύ», να ξέρεις ότι δεν είναι μαζί σου αλλά με τον ξυραφο-ακονιστή…