Πέγκυ Ξηροταγάρου: «Γιατί μας έστειλαν γυναίκα;»
Πώς λειτουργεί το φαινόμενο της «γυάλινης οροφής» στη σημερινή Ελλάδα;
Ιστορίες για τη Γυάλινη Οροφή: Η ιστορία της Πέγκυς Ξηροταγάρου (Στέλεχος του κοινωφελούς χώρου) στη στήλη που ενώνει τις γυναίκες από τη Story Mentor.
Τι ενώνει γυναίκες με διαφορετικά επαγγέλματα, όπως μια δικηγόρο, μια χημικό, μια καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο, μια βιολόγο, μια διευθύντρια ιδρύματος και μια υπεύθυνη μάρκετινγκ; Οι ιστορίες τους. Ιστορίες που μιλούν για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες όταν θέλουν να εξελιχθούν επαγγελματικά, να διεκδικήσουν την αμοιβή που τους αξίζει, να ενισχύσουν τη δημόσια παρουσία τους, να μπουν σε ένα διοικητικό συμβούλιο, να προωθηθούν στην πολιτική ή να υπάρξουν σύμφωνα με τις επιθυμίες τους.
Οι ιστορίες αυτές, αληθινές και ειπωμένες με τα δικά τους λόγια, δείχνουν πώς λειτουργεί το φαινόμενο της «γυάλινης οροφής» στη σημερινή Ελλάδα. Υπερβαίνοντας τις έρευνες, τις στατιστικές και τα απρόσωπα ποσοστά που συνήθως χρησιμοποιούμε για να μιλήσουμε για δυσκολίες και αποκλεισμούς, οι προσωπικές μαρτυρίες μιλούν απευθείας στην καρδιά.
Τις «Ιστορίες για τη Γυάλινη Οροφή» βρίσκει και επιμελείται η μη κερδοσκοπική οργάνωση Story Mentor (www.storymentor.gr). Αυτή είναι η ιστορία της Πέγκυς Ξηροταγάρου (Στέλεχος του κοινωφελούς χώρου).
«Το πρόβλημά τους είναι ότι είμαι γυναίκα». Αυτή η σκέψη επιστρέφει στο μυαλό μου σε πολλές περιστάσεις στα 30 χρόνια επαγγελματικής εμπειρίας. Σε διαφορετικές συνθήκες, με διαφορετικούς επικεφαλής και σε διαφορετικούς χώρους έχω βρεθεί να δίνω μάχες γι’ αυτόν αποκλειστικά τον λόγο: επειδή είμαι γυναίκα. Επειδή ως γυναίκα θέλω να κάνω παιδί και θέλω το παιδί αυτό να το μεγαλώσω εγώ. Επειδή ως γυναίκα «δεν μπορώ να χειριστώ κάποιες καταστάσεις». Επειδή ως γυναίκα δεν αντιμετωπίζω κάποια πράγματα «όπως οι άντρες».
Πριν από κάποια χρόνια, καθώς ολοκλήρωνα μια συνέντευξη για μια νέα δουλειά την οποία ήθελα πολύ, αυτό που ειπώθηκε αλλά, ευτυχώς, δεν επικράτησε ήταν: «Μα είναι γυναίκα και έχει παιδί… Γίνεται να την προσλάβουμε; Θα μπορεί να αντεπεξέλθει σε αυτά που πρέπει»; Αλλά και παλαιότερα, όταν είχα μόλις γεννήσει, βρέθηκα σε μια θέση που επίσης με δυσκόλεψε. Μόλις δύο μήνες μετά τη γέννα, μού ζητήθηκε να κάνω ένα ταξίδι στην Αμερική. Από τον τόνο της συγκεκριμένης συζήτησης πήρα ένα ξεκάθαρο, αν και ανείπωτο μήνυμα: ότι αν θέλεις να είσαι στην εταιρία, αν θέλεις να κρατήσεις τη δουλειά σου και να εξελιχθείς, πρέπει να είσαι μάχιμη. Το ταξίδι το έκανα, αλλά παράλληλα αποφάσισα ότι θα έπρεπε να αναζητήσω άμεσα το επόμενο επαγγελματικό βήμα που θα μού έδινε τη δυνατότητα να συνδυάσω τον ρόλο της μητέρας με εκείνον της γυναίκας επαγγελματία. Είναι πολύ απογοητευτικό να αισθάνεσαι ότι αποφασίζει κάποιος για σένα χωρίς να λαμβάνει καν υπόψη τα δικά σου συναισθήματα και τις δικές σου σκέψεις, τις δικές σου προτεραιότητες.
Η διάκριση που μπορεί να αισθανθεί μια γυναίκα στον επαγγελματικό στίβο είναι και μισθολογική. Αυτό το έχω βιώσει, κατά κύριο λόγο, στην αρχή μιας νέας δουλειάς ή την έναρξη ενός έργου. Στη γυναίκα δεν δίνουν ούτε τίτλους ούτε χρήματα με ευκολία. Μια γυναίκα καλείται να αποδείξει πολλά περισσότερα και να καταβάλλει πολλαπλές προσπάθειες για να φτάσει στο σημείο να αναλάβει ηγετικές θέσεις ή να λάβει υψηλότερους μισθούς -κι αυτό μπορεί να μη συμβεί ποτέ, ιδίως όταν οι συνάδελφοι ή οι συνεργάτες της δεν την αποδέχονται, λόγω του φύλου της.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ πώς ένιωσα στην αίθουσα μιας εταιρίας όπου πήγα για να συζητήσω για ένα σημαντικό έργο που ετοιμάζαμε. Μπαίνοντας στον χώρο, όλοι οι παρευρισκόμενοι, μόνον άντρες, με κοίταξαν απαξιωτικά. Κανείς δεν συστήθηκε, κανείς δεν με κοίταξε. Κάθισα. Κανείς δεν σύστησε τους συμμετέχοντες στη συνάντηση και αναγκάστηκα να «ανακαλύψω» μόνη μου ποιος ήταν ποιος. Οι περισσότεροι ήταν εξ αρχής τελείως αρνητικοί. «Ποια είναι αυτή εδώ;», «Γιατί μας έστειλαν γυναίκα;» «Πώς μπορεί να αποφασίσει για ένα τέτοιο μεγάλο έργο μια γυναίκα»; Τέτοιες φράσεις, που δεν προφέρονται μα εννοούνται, πλανιούνταν στην ατμόσφαιρα. Στόχος της συνάντησης ήταν να ξεκινήσει μια στενή συνεργασία, όμως με είχαν πετάξει από αυτήν πριν καν ανοίξω το στόμα μου. Η δυσάρεστη κατάσταση συνεχίστηκε στις εβδομάδες που ακολούθησαν. Κανείς δεν με ενημέρωνε για τίποτα. Όλοι με παρέκαμπταν και έδιναν οδηγία να μην λαμβάνω τις πληροφορίες που έπρεπε, ώστε να έχω κενά και να εκτεθώ. Προσπαθούσα να αναζητήσω τρόπους να τους προσεγγίσω και κατέβαλλα τεράστια προσπάθεια να αντιμετωπίσω τις συμπεριφορές τους. Ακόμα ζω με αυτό το άγχος. Αισθάνομαι ότι με περιμένουν στη γωνία να κάνω το πρώτο λάθος. Να χειριστώ με λανθασμένο τρόπο μια κατάσταση και να εκτεθώ επειδή είμαι γυναίκα - και «τι να μας πει μια γυναίκα». Η εμπειρία μου στον χώρο για περισσότερα από 30 χρόνια δεν θα αναγνωριζόταν ποτέ σε αυτό το περιβάλλον.
Ακόμα κι αν καταφέρει να ακουστεί η φωνή της, η ανισότητα που βιώνει μια γυναίκα είναι τρομακτική. Για να προχωρήσει επαγγελματικά και, κάποτε, για να υπάρξει απλώς σε ένα περιβάλλον εργασίας, χρειάζεται εσωτερική δύναμη και αυτοπεποίθηση που δεν απαιτούνται σε τέτοιο βαθμό από τους άντρες. Όμως, το να εξασφαλίσεις ότι μια γυναίκα θα μιλήσει ως ίση σε μια συνάντηση ή ένα τραπέζι είναι θέμα σεβασμού. Το να δίνεις στη συνομιλήτριά σου «χώρο» για να συμμετάσχει στη λήψη αποφάσεων είναι θέμα κουλτούρας. Το να κάνεις πράξη τη συμπερίληψη, για την οποία μιλάμε όλο κι πιο συχνά, είναι θέμα οπτικής, αλλά και συνειδητής απόφασης. Ενώ φαινομενικά αυτά τα έχουμε κερδίσει, δυστυχώς η πραγματικότητα δεν ανταποκρίνεται στην ισότητα που οραματιζόμαστε.