25η Μαρτίου: Οι παρελάσεις είναι σαν όλες τις μικρές και μεγάλες τελετές στη ζωή μας

Από τις παρελάσεις των σχολικών μας χρόνων μέχρι εκείνες των παιδιών και εγγονών μας, περνάει ο καιρός…

Επέτειος 25ης Μαρτίου: Με αφορμή την παρέλαση θυμόμαστε όλες τις παρελάσεις που ζήσαμε και ζούμε καθώς μεγαλώνουμε

Η παρέλαση της 25ης Μαρτίου όταν ήμουν μικρή στην Καβάλα είχε δύο χαρακτηριστικά: 1) παλιόκαιρο σχεδόν πάντα και 2) ψοφόκρυο, ακόμα κι όταν μας έκανε τη χάρη και δεν έβρεχε. Οι αμυγδαλιές κι οι κερασιές ήταν ανθισμένες, βλέπαμε την άνοιξη στην απόσταση, αλλά η απόσταση ήταν μεγάλη, παγερή, συχνά και βροχερή σα να μη της έφταναν όλα τα άλλα. Είχαμε ένα ρίγος μαζί με την ελαφριά αναστάτωση του επίσημου γεγονότος – θα μας έβλεπαν από την εξέδρα των επισήμων, ιντίντ, όλοι οι επίσημοι, δηλαδή πέντε άνθρωποι με τα καλά τους κοστούμια. Θα μας έβλεπαν τα αγόρια από τα απέναντι Γυμνάσια (και Λύκεια) Αρρένων, και θα τα βλέπαμε κι εμείς. Οι στολές μας έπρεπε να είναι καθαρές, τα πουκάμισα σιδερωμένα, τα μαλλιά μας κολλημένα πίσω από την μπλε-άσπρη κορδέλα, τα παπούτσια μας γυαλισμένα και τα νύχια μας καθαρά (δεν κάνω πλάκα, κάποια καθηγήτρια επιθεωρούσε τα νύχια μας, μη τυχόν κι εμφανιζότανε στην παρέλαση καμία μας με βαμμένα νύχια. Προϊστορικά, ναι, λίγο μετά τους δεινόσαυρους).

Υπήρχε ένα frisson και μια γενικότερη αναστάτωση, εθνικιστικού/εθνικού ύφους μόνον στην επιφάνεια, γιατί στο βάθος ήταν ερωτικού τύπου η αναστάτωση, όπως συμβαίνει με όλα τα γεγονότα της εφηβείας. Κάποια παιδιά, αγόρια και κορίτσια, έδειχναν καλύτερα με τις στολές παρέλασης, κάποια έδειχναν χάλια μαύρα, με δανεικά παντελόνια και μεγάλες φούστες που στερεωνόντουσαν κρυφά με μυστικές παραμάνες στην πλάτη για να μη πέφτουν. Οι κάλτσες-ως-το-γόνατο των κοριτσιών πάντα ξεχειλώνανε πριν την ώρα τους, οι δικές μου κατρακυλούσαν προς τον αστράγαλο στη μέση της παρέλασης, σε φάση που είναι αδύνατον να σκύψεις για να τις σηκώσεις διακριτικά.

Οι κολλητοί μου ήταν σημαιοφόροι: κρατούσαν περήφανα τις σημαίες ψηλά με άσπρα γάντια και πολύ καμάρι, μια και σημαιοφόροι γινόντουσαν τότε οι αριστούχοι μαθητές. Η αναστάτωση ήταν ακόμα πιο αναστατωτική όταν οι σημαιοφόροι, ανεξαρτήτως φύλου, ήταν ψηλοί και νόστιμοι: είχαμε κάτι ακόμα να σχολιάζουμε αρνητικά, δε φτάνει που έσκιζαν στα μαθήματα, ήτανε και γκομενάκια. Αυτό κι αν ήταν αδικία.

Για πολλά χρόνια σταμάτησα να πηγαίνω σε παρελάσεις. Ξαναπήγα όταν ο μεγάλος γιος μου άρχισε να παρελαύνει με το σχολείο, με κορυφαία στιγμή όταν ήτανε 12, που έπαιζε τύμπανο στην παρέλαση – καμάρωνα σα να ήμουν εγώ σημαιοφόρος, μέχρι που είχα συγκινηθεί κιόλας. Όχι από εθνική υπερηφάνεια (αν και μια παρέλαση είναι αλήθεια ότι σε τσιμπάει λίγο ως προς την σημαία της…) αλλά από μητρικό καμάρι, που ο γιόκας μου ήξερε να χτυπάει ένα κρουστό τόσο ωραία στο ρυθμό της παρέλασης. Στην Αθήνα μάλιστα, που ο καιρός δεν είναι ποτέ όσο κρύος είναι στα βόρεια.

Μετά είδα τα μικρότερα αδέρφια του να παρελαύνουν, αφού βουρλιστήκαμε να βρούμε αξεσουάρ, μαντήλια, άσπρα πουκάμισα ΧΩΡΙΣ τσεπάκια, μπλε παντελόνια που είχαν ξεμείνει από τον μεγάλο αδερφό, σκούρες μπλε φούστες που τις πληρώναμε κερατιάτικες και δεν φοριόντουσαν ποτέ ξανά… Φέτος παρελαύνει μόνον ο μικρός γιός, η κόρη «έχει κουραστεί με τόσες παρελάσεις», και δεν επιμένω. Έχει μια δικιά της χάρη η παρέλαση της 25ης Μαρτίου – και στην Αθήνα, με τον λαμπερό συνήθως καιρό της πρώιμης άνοιξης, είναι πολύ ευχάριστη… ακόμα, ή κυρίως, όταν είσαι μαθητής/τρια και περιμένεις (χωρίς να το παραδέχεσαι με τίποτα) να δεις και να σε δούνε, να περάσεις με καμάρι ένα μεγάλο δρόμο με τους επίσημους στημένους κάπου, με συγγενείς σου να χειροκροτούν ενθουσιασμένοι και να προσπαθούν να τραβήξουν βίντεο χωρίς επιτυχία.

Οι παρελάσεις είναι σαν όλες τις μικρές και μεγάλες τελετές στη ζωή μας: σηματοδοτούν μια επέτειο, εθνική ή άλλη, αλλά κυρίως ένα πέρασμα χρόνου, μια συνέχεια – και αυτή της 25ης Μαρτίου μας μπάζει στην άνοιξη, που πάντα την καταλαβαίνουμε περισσότερο από την παρέλαση και μετά.