Μητέρα, madre, mere, mamma
Η μάνα χρειαζόταν και, επιτέλους, επέτρεπε τη φροντίδα μου, επιστρέφοντάς μου έτσι αυτό που είχα πολεμήσει τόσα χρόνια – την ανάγκη να νοιάζομαι.
Γιορτή της Μητέρας, 14 Μαΐου 2023: Ένα συγκινητικό κείμενο για τη μητέρα του
Η μαμά γάτα, εκεί επάνω στο τρίμηνο, όταν έρχονται τα μικρά της να θηλάσουν, τα διώχνει κακήν κακώς. Τέρμα το free lunch, τους λέει, τώρα θα μάθουμε να κυνηγάμε ακρίδες. Είναι και αυτό κομμάτι της φροντίδας της.
Κάτι ανάλογο έκανε και η δική μας. Ήταν 22 χρονών, με δυο βρέφη στα χέρια, μαγείρευε στο γκάζι, έπλενε τα ρούχα σε καζάνι στο πλυσταριό, φρόντιζε τον πατέρα (που ήταν ορφανός από μάνα και, μ’ έναν τρόπο, το τρίτο της και πιο δύσκολο παιδί)… Κοινώς ξεθεωνόταν. Κι ενώ έφερνε σε πέρας όλα της τα καθήκοντα, δεν της περίσσευε ιδιαίτερη θέρμη στον τρόπο που το έκανε.
Δεν ήταν και η φτιαξιά της τέτοια. Εκείνο που κυρίως ήθελε, ήταν να βγει στον κόσμο να εργαστεί, να ταξιδέψει, να στήσει, γιατί όχι, μια δική της δουλειά. Κατάφερε να βγάλει ένα δίπλωμα αισθητικής, όμως δεν εξάσκησε ποτέ το επάγγελμα, κατάφερε να πάρει δίπλωμα, όμως δεν οδήγησε ποτέ. Ο πατέρας δεν ενέκρινε. Τέτοιες ελευθερίες απειλούσαν το δικό του κομμάτι της πίτας.
Έτσι, το μήνυμά της από πολύ νωρίς, όπως το εισέπραξα εγώ στον πυρήνα μου, ήταν «Δεν μου ζητάς και δεν σου ζητάω, για να τα πάμε καλά». Το κύριο μάθημα της μαμάς ήταν πως μας ήθελε ανεξάρτητους. Όταν, ενήλικος πια, τη ρώτησα: «Μας χάρηκες ποτέ σαν παιδιά;», η απάντησή της ήταν αφοπλιστική: «Ε, δεν μου πέρασε ποτέ από τον νου!»
Φυσικά την «τιμώρησα» γι’ αυτό. Στα 14, σταμάτησα να τη λέω «μάνα» και άρχισα να την αποκαλώ με το μικρό της όνομα. Ήταν ο τρόπος μου να της ανακοινώσω ότι δεν χρειαζόταν να προσποιούμαστε πλέον και ότι αφού οι επιδόσεις της στη μητρότητα ήταν αυτές που ήταν, ίσως να τα πηγαίναμε καλύτερα ως φίλοι…
Παραδόξως, υπήρξε πολύ καλύτερη μάνα για τα εγγόνια της απ’ ό,τι για τους γιους της. Βέβαια, βοήθησε πολύ το ότι δεν ήταν αποκλειστικά δική της ευθύνη. Όμως η τρυφερότητα και η διάθεση για παιχνίδι μαζί τους ήταν διαστάσεις της που μου φάνταζαν καινούργιες. Τότε ήταν που την έκανα και την περίφημη ερώτηση.
Τα χρόνια ήρθαν και παρήλθαν με το κόστος και τη σοδειά τους. Όσο πιο νωρίς γινόταν, έφυγα από το πατρικό αποφασισμένος να μη χρειαστώ ποτέ κανέναν, αγνοώντας το μάθημα που είχα εμπεδώσει. Πλήρωσα αυτή την παρεξήγηση ακριβά, παρόλα αυτά συνέχισα. Ώσπου, μεσήλικας τώρα, βρέθηκα μπροστά σε μια όψιμη τελετή ενηλικίωσης που ούτε την είχα φανταστεί, ούτε με είχε προετοιμάσει κανείς γι’ αυτήν.
Εδώ και πολύ καιρό, παρακολουθώ τη μαμά να τα χάνει. Να χάνει τα χαρακτηριστικά της: στα 83, η δεινή αναγνώστρια δεν μπορεί πια να διαβάσει και ξεχνάει τους κανόνες της μπιρίμπας. Ούτε στα τηλεφωνήματα τα βγάζει πέρα πολύ καλά. Σαν δεξιοτέχνης χειρούργος, ο χρόνος της αφαιρεί επιστρώσεις του εαυτού της και την επιστρέφει σε μια πιο πρωτογενή εκδοχή της. Στα 84, αρχίζει να μπερδεύει τα αντικείμενα μεταξύ τους: επιμένει πως το πακέτο τα τσιγάρα είναι χρήματα και με πιέζει να τα δεχτώ. Κάθε φορά που την επισκέπτομαι δεν ξέρω σε ποιο επίπεδο διαύγειας ή σύγχυσης θα είναι. Δείχνει, πάντως, ότι της αρέσει η παρέα. Τουλάχιστον μέχρι να δηλώσει «Εντάξει, πάω τώρα να πέσω».
Στην τελευταία επίσκεψη, η μαμά βρίσκεται καθισμένη στο πάτωμα του μπάνιου με μια απορημένη έκφραση, γυμνή από τη μέση και κάτω, περιτριγυρισμένη από ακαθαρσίες. «Βρε!», λέει βλέποντάς με και το πρόσωπο της λάμπει, «Μας θυμήθηκες;»
Όσο σκανδαλώδης και αν είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται, είναι εξίσου εντυπωσιακό ότι η ίδια δεν δείχνει στο ελάχιστο θορυβημένη. Βεβαιώνομαι ότι δεν έχει χτυπήσει, τη σηκώνω με κόπο όρθια –η ίδια δεν βοηθάει ιδιαίτερα– και την οδηγώ στο κρεβάτι όπου έχω ρίξει μια πετσέτα. Στην ατέλειωτη διαδρομή μέχρι την κρεβατοκάμαρα, μου πιάνει ψιλή κουβέντα: «Από δουλίτσα πώς πάει;» και «Έ, γέρασα βλέπεις».
Θυμόμουν αόριστα το διαδικαστικό απ’ όταν άλλαζα πάνες στην κόρη μου. Πώς σηκώνεις και τα δυο πόδια ψηλά, πώς γυρνάς το σώμα πλάγια πρώτα από τη μια μεριά κι ύστερα από την άλλη… Αναγνώρισα στο σώμα της τα σημάδια του χρόνου που ήδη ανίχνευα στο δικό μου –το χαλάρωμα των ιστών, την ξηροδερμία– κι αυτό πραγματικά βοήθησε! Κυρίως βοήθησε η δική της διάθεση: καμιά συντριβή, μόνο, ίσως, μια ελάχιστη, φευγαλέα συστολή. «Έλα, με κουράζεις» και «Τώρα κρυώνω».
Από μεριάς μου, ήταν ένας ήσυχος σεισμός. Χωρίς ένταση, αλλά βαθύς. Ήταν μια στιγμή που την απευχόμουν με όλο μου το είναι αλλά, όταν ήρθε, βρήκα εκεί μια ανέλπιστη συμφιλίωση. Μια πλήρη αντιστροφή ρόλων και το κλείσιμο ενός κύκλου. Η μάνα χρειαζόταν και, επιτέλους, επέτρεπε τη φροντίδα μου, επιστρέφοντάς μου έτσι αυτό που είχα πολεμήσει τόσα χρόνια – την ανάγκη να νοιάζομαι.
Μιλώντας αργότερα με συνομήλικους φίλους και γνωστούς, συνειδητοποίησα ότι πρόκειται για πολύ κοινή εμπειρία – που πιστοί στους καλούς τρόπους, σπάνια μιλάμε γι’ αυτήν. Όμως δεν θα ’πρεπε; Προσωπικά, δεν νομίζω πως έχει ζήσει κανείς μέχρι να καθαρίσει τον γεννήτορά του από τις ακαθαρσίες του.