Άντρες, στην εφεδρεία της φροντίδας
Επιβεβαιώνουν άραγε οι άντρες με τον τρόπο αυτό, ότι αλλού είναι η κλίση τους;
Τα στερεότυπα και οι αλλαγές για τον ρόλο και την κλίση γυναικών και ανδρών ως μαμάδων και μπαμπάδων.
«Μη τρως άλλο, θα λιγωθείς», «μη βγαίνεις έξω έτσι, θα κρυώσεις». Έτσι ήταν οι μητέρες κάποτε. Οι ασφαλίτες της οικογένειας, που έκαναν κουμάντο στα εντόσθια και τις θερμοκρασίες μας. Μ’ αυτή τη βίαιη πειθώ της αγάπης μας ανέθρεψαν. Αυτά τα παιδιά που ήμασταν εμείς διδαχθήκαμε τον φανατισμό τέτοιων μανάδων σε σχέση με την αγάπη. Από τις ίδιες μανάδες μάθαμε επίσης ότι για τους άντρες μετράνε άλλα πράγματα. Επειδή τελικά, ακόμα και τα αισθήματα εκπαιδεύονται.
Έτσι μάθαμε απ’ τις παλιές μανάδες, ότι η φροντίδα και η αγάπη δεν ήταν στην κλίση των αντρών, αλλά ήταν στην κλίση των γυναικών. Με τον ίδιο τρόπο που μάθαμε ότι δεν ήταν στην κλίση των γυναικών, η τριγωνομετρία. Με το επιχείρημα αυτό οι μανάδες εκείνες γινόταν ιδιοκτήτες, αλλά και μάρτυρες για τα παιδιά τους. Σε όλα τα σχολικά βιβλία οι μανάδες των ποιημάτων και των μυθιστορημάτων ήταν ικανές να μαρτυρήσουν για τα δικά τους παιδιά. Σαν αυτούς που ανακρίνονται γυμνοί από την αστυνομία. Σαν τους αγίους στο σταυρό. Κι επειδή μια τέτοια αγάπη δεν χαρίζει κάστανα, οι αποδέκτες αυτών των αισθημάτων, που ήταν τα παιδιά, γύριζαν κάθε τόσο πλευρό πάνω στην καυτή σχάρα των αισθημάτων τους, προτιμώντας σαφώς την λίγο πιο εύθυμη κι ανέμελη αγάπη των πατεράδων τους. Οι πατεράδες άλλωστε ήταν του παιχνιδιού και της εκδρομής. Σε αντίθεση με τις μανάδες που ήταν της ευθύνης και της προσταγής. Γι’ αυτό σε όλα τα ψυχαναλυτικά ντιβάνια κατακρεουργούν τις μανάδες. Πώς να έχεις απωθημένα από έναν διασκεδαστικό τύπο, που στον ελεύθερο χρόνο του (όχι σε ολόκληρο, μην είμαστε πλεονέκτες!) κάπου στην άκρη του ματιού του, διακρίνει και το γιο ή την κόρη και αποφασίζει να χαζολογήσει μαζί του ή να ξοδέψει κιμπάρικα. Αντίθετα έχεις απωθημένα από εκείνον που μπουκάρει στο δωμάτιο για να ελέγξει αν διαβάζεις, που σκανάρει τις φίλες σου, που στήνει αυτί, που παραβιάζει κινητά, που ανεβάζει ντεσιμπέλ για την ακαταστασία, και γενικώς μ’ αυτόν που σου έχει γίνει σφιχτός κορσές και τσιμπούρι.
Τη σκυτάλη στον ρόλο αυτό, όσο κι αν δυσανασχετούμε, απ’ τις παλιές μανάδες τον πήραν οι νέες μανάδες, κάνοντας (εννοείται) σχετικές επιδιορθώσεις. Δεν συμπεριφέρονται πλέον σαν μάρτυρες, (αποδραματοποιημένη η εποχή μας), αλλά κανείς δεν μπορεί να τις πείσει ότι η αγάπη και η φροντίδα είναι η κλίση των ανδρών κι όχι η δική τους, ή ότι τουλάχιστον αυτές οι δυο κλίσεις είναι ισότιμες. Γι’ αυτό συνεχίζουν και το παίρνουν πάνω τους. Πάει ο πατέρας το παιδί στο πάρκο αλλά δεν ηρεμούν, ξέρουν ότι στην πλάτη μάτια έχουν μόνο εκείνες, αναλαμβάνει ο πατέρας να το κοιμίσει και ξαγρυπνούν, ξέρουν πως θα τον πάρει πρώτον ο ύπνος, πάει να το ταΐσει και σταματάει στην τέταρτη μπουκιά «δεν ήθελε άλλο».
Επιβεβαιώνουν άραγε οι άντρες με τον τρόπο αυτό, ότι αλλού είναι η κλίση τους; Στην πραγματικότητα συμβαίνει κάτι άλλο. Είναι οι εφεδρικοί και το ξέρουν. Είναι εκπαιδευμένοι εδώ και χίλια χρόνια, να λειτουργούν σαν εφεδρικοί. Δηλαδή κάνουν τη δουλειά κάποιου άλλου, κι αυτό κανείς δεν μπορεί να τους το βγάλει από το κεφάλι.
Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Επειδή κάποιος πατέρας ξέχασε το παιδί του στο αυτοκίνητο. Κάποιος από αυτούς τους γλυκούς, νέους πατεράδες με τις καλές προθέσεις, που βεβαίως αγαπούν τα παιδιά τους, που βεβαίως τα φροντίζουν, αλλά είναι μικρές οι καλές τους προθέσεις, μπροστά στη κατακτητική δύναμη που έχει το υπόγειο των βασικών εγγραφών. Αν σε όλο αυτό προσθέσουμε και όλες αυτές τις νευροψυχολογικές μελέτες περί «μνήμης συνήθειας» και «προοπτικής μνήμης», δηλαδή ότι λειτουργούμε με τον αυτόματο πιλότο (μνήμη της συνήθειας) κι ότι μια έξτρα ενέργεια που μπαίνει σφήνα (προοπτική μνήμη) πολύ εύκολα εξορίζεται μόλις χτυπήσει το κινητό και μας ανακαλέσει στη συνήθη ρουτίνα, τότε έχουμε, ένα κοινωνικό φαινόμενο που ταυτόχρονα είναι κοινωνικό σύμπτωμα.
Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί εκείνες τις παλιές ιδιοκτησιακές μανάδες, με την αγάπη «φουφού» να ξεχνάει το παιδί της, επειδή στις ζωές εκείνων των μανάδων, τα παιδιά ήταν τα πάντα τους, ήταν η «μνήμη της συνήθειας» και η «προοπτική τους μνήμη», ήταν η μόνιμη σκέψη κι ο προορισμός τους. Κι ενώ κανείς δεν μπορεί να πει πως μίκρυνε η αγάπη των σύγχρονων γονιών για τα παιδιά τους, αυτό που σίγουρα μπορεί να πει είναι πως, μίκρυνε ο χώρος που ψυχικά τους αναλογεί για να χωρέσουν τα παιδιά τους, μίκρυναν και τα περιθώρια που επέτρεπαν στους πατεράδες να είναι εφεδρικοί, αλλά η μνήμη της συνήθειας αυτή τη φορά, δούλεψε σαν μοίρα για έναν συγκεκριμένο άντρα, μια συγκεκριμένη μάνα και ένα συγκεκριμένο παιδί, φέρνοντας το αδιανόητο, σε μια εποχή που όλοι οι ρόλοι δοκιμάζονται.