Για διευκόλυνση των πολιτών
Τι σκέφτεσαι όταν βγάζεις ξανά φωτογραφία ταυτότητας;
Πατήσια- Νέα Υόρκη- Πανόρμου, μια ανάσα δρόμος. Πας να βγάλεις μια φωτογραφία και βλέπεις όλη τη ζωή σου γυρισμένη στο rewind
Αναμνήσεις από τη παιδική ηλικία ενός δημοσιογράφου που πήγε να βγάλει μια φωτογραφία για τη καινούργια του ταυτότητα. Σε πρώτο πρόσωπο η ζωή που περνά με απώλειες και καλωσορίσματα.
Έβγαλα φωτογραφίες ταυτότητας. «Ένα μικρό μειδίαμα», μου ζήτησε ο φωτογράφος. Θα περίμενα μερικά λεπτά μέχρι να τις πάρω στα χέρια μου. Θα είναι οι τελευταίες φωτογραφίες ταυτότητας της ζωής μου;», σκέφτομαι. Είμαι 47. Οι ταυτότητες των γονιών μου έχουν φωτογραφίες ταυτότητας που δεν θυμίζουν σε τίποτα την τωρινή τους εικόνα. Ούτε εγώ μοιάζω με την εικόνα του 2003 που είχα στη χιλιοσκισμένη μου ταυτότητα. Διαλυμένη από τις εποχές που με μια ταυτότητα άνοιγες την πόρτα του σπιτιού σου.
Σε όλες τις φωτογραφίες αυτού του τύπου, έχω πάντα το ίδιο βλέμμα. Θυμάμαι ακόμη τις φωτογραφίες που έβγαζα για την κάρτα στο σχολείο. Για την ΕΣΠΗΤ που με έβγαλε η Μια στον τοίχο του σπιτιού. Για τις επίσης πρόσφατες φωτογραφίες για το διαβατήριο. Σε όλες το ίδιο χαμόγελο. «Είμαι αθώος. Είμαι καλό παιδί. Είμαι ευτυχισμένος». Σε αυτές τις φωτογραφίες, θέλεις να περνάει αμέσως το μήνυμα. Να περάσεις τον έλεγχο, να γλυτώσεις το πρόστιμο. Περίπου όπως με τις φωτογραφίες στα stories: τα πορτρέτα δεν είναι ποτέ αυθόρμητα, ποτέ χαλαρά. Άλλαξε η εποχή που πειραματιζόμασταν με ασπρόμαυρα φιλμ πάντα με ύφος θλιμμένο και με μια σκέψη να βασανίζει το βλέμμα.
Με ένα ελαφρύ μειδίαμα. Λίγη ώρα μετά, με τις φωτογραφίες στην τσέπη, κατηφορίζω την Πανόρμου με το ποδήλατο. Φρενάρει απότομα ο μπροστινός οδηγός αυτοκινήτου, φρενάρω κι εγώ και με μια φούρλα 360 μοιρών βρίσκομαι στην άσφαλτο. «Είστε καλά;», με ρωτάει ένας πιτσιρικάς που πάρκαρε το μηχανάκι του για να με βοηθήσει να σηκωθώ, να μαζέψω ακουστικά, γυαλιά και φωτογραφίες ταυτότητας. Πετάγομαι αμέσως όρθιος. «Είμαι καλά», αισθάνομαι τους μύες του προσώπου να συσπώνται, να χαμογελάσουν όσο πιο καθησυχαστικά γίνεται. «Είμαι καλό παιδί, δεν έπαθα ζημιά». Κι ας έπαθα. Κάταγμα κεφαλής κερκίδας.
Είναι σαν να κάνεις παύση στην καθημερινότητα σου όπως την ξέρεις. Πώς βάζεις οδοντόκρεμα, πώς δένεις τα κορδόνια σου; Με τις ημέρες συνηθίζεις, όλα τα συνηθίζεις, μην υπερβάλουμε. Γράφεις με το ένα χέρι -καλή ώρα. Περπατάς πιο προσεκτικά. Διαπιστώνεις ότι κανείς δεν θα σηκωθεί να καθίσεις. Πουθενά. Μπαίνω στον Ηλεκτρικό και δεν κουνάει κανείς ούτε μισό βήμα για να περάσω, πόσο μάλλον να καθίσω. Πέντε χρόνια έκανα τη διαδρομή Άγιος Νικόλαος- Πειραιάς για να πάω στη σχολή μου. Λίγα έχουν αλλάξει από τότε. Σ’ αυτή την επαναλαμβανόμενη διαδρομή πάντα αγχωνόμουν μήπως δεν έχω μαζί μου το πάσο που λέει ότι είμαι φοιτητής. Με εκείνη τη φωτογραφία που λέει είμαι αθώος.
Ο χρόνος διαστέλλεται, τα τρένα περνούν. Είναι 1994 και ο θείος Ηλίας με πηγαίνει, μαθητή Λυκείου ακόμη, στο Πανεπιστήμιο Πειραιά. Να το δω πριν συντάξω μηχανογραφικό και σειρά προτίμησης. Με μια πατρική φροντίδα κι ένα έμπρακτο νοιάξιμο ζήσαμε εκείνα τα πέντε φοιτητικά μου χρόνια σχεδόν μαζί. Έμενα από κάτω τους και μετρούσαμε τις ώρες συζήτησης με την αγαπημένη μου θεία Τασία στην κουζίνα της οδού Χορτάτζη στα Κάτω Πατήσια με συρσίματα βαγονιών, λαδερά φαγιά και ριζονάτο κνορ.
Ο θείος Ηλίας Στέφας ήξερε την Αθήνα σαν την παλάμη του χεριού του και είχε πάντα πολλές ιστορίες να πει. Για τα Θυμαράκια και τη Βερανζέρου αλλά και για την Databit και το port Jefferson καθώς πολλά χρόνια της ζωής του τα ΄ζησε στο Brentwood της Νέας Υόρκης. Στις οικογενειακές γιορτές μας τραβούσε φωτογραφίες. «Χαμογέλα» μας έλεγε και τους ηλικιωμένους τους φωτογράφιζε και μόνους τους για να έχουν εκείνη τη μια φωτογραφία- πορτρέτο σαν έρθει η ώρα και τη χρειαστούν. Μισά αστεία, μισά σοβαρά. Έφυγε τον περασμένο Σεπτέμβριο πλήρης ημερών στα 92 του και πλήρης εμπειριών: την τελευταία δεκαετία μετακόμισε ξανά από την Αθήνα στη Νέα Υόρκη κι από κει πάλι στην Αθήνα και την Πάτρα, διαδρομές που ούτως ή άλλως όρισαν τη ζωή μας οικογενειακώς.
Στο Brentwood της Νέας Υόρκης γεννήθηκα κι εγώ και ο συνομήλικος ξάδερφός μου Χάρης Παπαδόπουλος και ζήσαμε εκεί τα πρώτα παιδικά μας χρόνια. Πολλές οικογένειες μαζί. Όταν μετακομίσαμε όλοι στην Ελλάδα, ερχόταν συχνά στην Πάτρα με τους γονείς του κι ακούγαμε όλοι μαζί Ρίτα Σακελάριου και Κοντολάζο. Μας είχαν φέρει δώρο κι ένα λαμπατέρ από εκείνα που είχαν χορδές κι έτρεχαν σταγόνες λαδιού και το χαζεύαμε με τις ώρες τα καλοκαίρια που οι γονείς μας πήγαιναν μαζί διακοπές κι εκείνος έμενε μαζί τις αδερφές του σε μας.
Πέρυσι η καρδιά του Χάρη ξαφνικά έπαψε, η δική μου πάγωσε και σ΄έναν νέο σταθμό μετρό βρεθήκαμε οικογένειες κι οικογένειες για να τον αποχαιρετήσουμε κι όλο αυτό ήταν τόσο ανεξήγητο κι απόκοσμο. Με πιροσκί και ποντιακά φαγητά τον χαιρετήσαμε. Ένα πραγματικά καλό παιδί. Δεν θυμάμαι αν είχε γνωριστεί ο Χάρης με τη Μαίρη Κουρκουτιάδη, ξαδέρφη της μάνας μου, σχεδόν συνομήλικο μου τραυματισμένο κορίτσι που στέγνωνε τα μαλλιά στον ανεμιστήρα κι όλο γελούσε. Είχα να ακούσω νέα της πάρα πολλά χρόνια, από τότε που στο σπίτι είχαμε ακόμη το χρυσό λαμπατέρ που έσταζε σταγόνες λαδιού.
Μαγικά, μια- δυο μέρες μετά από αυτό το γεγονός, η Μαίρη επικοινώνησε μαζί μου. Τι παράξενη που είναι η ζωή. Τριανταπέντε χρόνια μετά μιλάμε στο τηλέφωνο για παιδιά κι εγγόνια, για απώλειες και διαδρομές. Μιλήσαμε και ήταν σαν να μην είχε περάσει μέρα. Κι ας έχουν περάσει ζωές, σταθμοί, transit πτήσεις και χιλιόμετρα φιλμ. Είπαμε να βρεθούμε στον νέο σταθμό μετρό του Πειραιά. Με νέα ταυτότητα, με ανοιχτή αγκαλιά και με εκείνη την ανυπομονησία να καταδυθείς στην ασφάλεια της παιδικής σου ηλικίας.