Ghosting: Έχεις στείλει κι εσύ κάτι σε κάποιον και δεν πήρες ποτέ απάντηση; Καλώς ήρθες στο κλαμπ!
Η μη-απάντηση έχει καθιερωθεί πια: από κει που κάποτε ήτανε γαϊδουριά, τώρα έχει γίνει κατεστημένο
Γιατί όλο και περισσότερα άτομα δεν καταδέχονται ούτε καν να απαντήσουν στα μηνύματα, πρότζεκτ, ερωτήσεις που υποβάλλεις;
Την πρώτη φορά που έστειλα σενάριο σε εταιρεία παραγωγής, περίμενα με αγωνία την απάντηση: ήταν κάμποση δουλίτσα, γύρω στις 60-70 σελίδες, και πολλές εργατο-ώρες. Πέρασε ένας μήνας. Πέρασαν δύο μήνες. Ξέχασα εντελώς την αγωνία και το σενάριο το ίδιο επειδή αρχίζω ένα κάτι-τις άλλο αμέσως μόλις τελειώνω με το πρώτο κάτι-τις. Πέρασαν έξι-εφτά μήνες και το θυμήθηκα, πήρα την εταιρεία, έψαξα το άτομο που είχε κάνει την παραγγελία… και δεν βγήκε ποτέ στο τηλέφωνο, το άτιμο το άτομο.
Σοκαρίστηκα τότε, γιατί ήμουν μικρή και δεν το είχα καταλάβει πως έτσι είναι «αυτά τα πράγματα», τα καλλιτεχνικά: εάν ό,τι παράδωσες δεν είναι αυτό ακριβώς που θέλει ο παραγωγός, ο σκηνοθέτης, ο οποιοσδήποτε σου παράγγειλε το πόνημα, αν άλλο πράγμα είχε στο νου του, αν δεν του άρεσε, αν το έργο δεν μιλάει στην ίσως-και-όχι-πολύ-ευγενική καρδούλα του, αν τον φέρνει σε δύσκολη θέση έτσι όπως κάθεται πάνω στο ντεσκτοπ/γραφείο του, αν το έχασε, αν δεν έχει προλάβει καν να το διαβάσει….απλώς εξαφανίζεται. Δεν απαντάει. Δεν σου λέει ποτέ τι απέγινε με εκείνο το ωραίο προτζεκτάκι. Έχει ένα σωρό δουλειές στην κεφάλα του, σιγά μην απαντήσει σ’ εσένα, που άλλωστε, δεν υπάρχεις. Θα υπάρξεις αν και όταν σε ξανα-χρειαστεί – αλλά ο χώρος είναι γεμάτος ανθρώπους που γράφουν/τραγουδάνε/χορεύουν/κάνουν ζογκλερικά, θα φροντίσει να σε αποφύγει… ή θα το ξεχάσει κιόλας, όπως θα το ξεχάσεις κι εσύ.
Ghosting: Μήπως σου έχει συμβεί και εσένα;
Η μη-απάντηση, το «σε γράφω», έχει νορμαλοποιηθεί σε πολλές δουλειές, κυρίως στις καλλιτεχνικές. Μιλάω για παραγγελίες, για πράγματα που έχουν συζητηθεί, συμφωνηθεί στα λόγια, έχουν περάσει από μήτινγκ και αναλύσεις και τετ-α-τετ. Μπορεί να φτάσει στα αυτιά σου το «όχι», σαν πληροφορία ότι δεν θα γίνει τελικά το πρότζεκτ, ή ότι θα γίνει, απλώς εσύ δεν θα είσαι μέσα. Το «όχι» είναι η δυσκολότερη λέξη της Ελληνικής γλώσσας, οπότε κανείς δεν το λέει κατάμουτρα, το αφήνουν μέχρι να το μάθει το ενδιαφερόμενο άτομο από άσχετες πηγές. Αυτό, στις παραγγελιές. Όταν είναι απλές προτάσεις, «στον αέρα» όπως λέμε… είναι δεδομένο ότι η αρνητική απάντηση δεν έρχεται ποτέ των ποτών.
Στα προσωπικά, επίσης έχει καθιερωθεί η αγένεια ή αυτό που παλιά λέγαμε αγένεια: κανονίζουμε κάτι, το άτομο Α λέει «θα σε πάρω την Κυριακή», και δεν παίρνει καμία Κυριακή, δεν στέλνει ούτε μήνυμα. Το άτομο Β, που είναι λίγο ναίφ, τηλεφωνεί αβέρτα αλλά το Α είναι μη διαθέσιμο. Οπότε το άτομο Β καταλαβαίνει ότι δεν ισχύει το κανόνισμα – το καταλαβαίνει από την έλλειψη επικοινωνίας, από την εξαφάνιση του ατόμου Α. Που μπορεί να μην είναι καν γκομενικό, στο οποίο γκομενικό δεν πέφτει κι από τα σύννεφα κανένα άτομο σε ολόκληρη την αλφαβήτα, όταν «παίζει εξαφάνιση» ή αλλιώς το πολύ σύγχρονο ghosting.
Δηλαδή το άτομο-φάντασμα, από κει που είχε ένα όνομα και μια υλική υπόσταση, ξαφνικά γίνεται ντιπ για ντιπ φάντασμα και είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Πάει στο διάολο, όταν η μη-απάντηση/εξαφάνιση είναι γκομενικής φύσεως, λες «ντρέπεται, το καημένο το γαϊδούρι, να πει στα μούτρα μου ότι δεν γουστάρει πια». Όταν πρόκειται για παρέα, φιλική συμμετοχή, κοινωνική εκδήλωση… η εξαφάνιση δεν έχει λογική. Ειδικά όταν μπορεί να τακτοποιηθεί η αναβολή ή απουσία με ένα απλό γραπτό μήνυμα, «Σόρι κάτι μου έτυχε και δεν θα μπορέσω απόψε, τα λέμε άλλη μέρα».
Φαίνεται τόσο ευγενικό, το μήνυμα… και τόσο απλό, τόσο χωρίς κόπο. Αλλά έφυγε από τη ζωή μας, αφού πρώτα εξαφανίστηκε από τα κινητά των παιδιών μας: ενήλικα και ανήλικα, δεν απαντάνε ποτέ στο γονιό που στέλνει απεγνωσμένα μηνύματα, «όλα καλά; Δώσε κανένα σήμα αγοράκι/κοριτσάκι/άλλο μου». Το παιδί, ενήλικο και ανήλικο, απαντάει στα μηνύματα των γονιών όταν (1) θέλει κάτι, (2) μάλλον προς λεφτά ή εξυπηρέτηση, (3) κατά λάθος, (4) όταν ο γονιός αρχίζει να στέλνει ακατάσχετα εμότζι με μελιτζάνες, εκρήξεις, φαντάσματα και κουράδες, οπότε το παιδί ενοχλείται που ο ενοχλητικός γονιός τα έχει παίξει με τόσο ενοχλητικό τρόπο.
Έχουμε πολλές δουλειές; Έχουμε στεναχώρια και μας παίρνει από κάτω; Όλα τρέχουν με τόσο τρελές ταχύτητες που δεν υπάρχει χρόνος ούτε για μηνυματάκια, τα οποία άλλες κι άλλες φορές τα γράφουμε σε κατεβατά ολόκληρα, λες και στέλνουμε τα απομνημονεύματά μας φράση τη φράση; Το «σόρυ» μας δυσκολεύει όσο και το «όχι», ή μας παιδεύουν και τα δύο το ίδιο, μια και είναι αρνήσεις, άρα απορρίψεις;
Φίλος που ψάχνει για δουλειά λέει ότι αυτό γίνεται κατά κόρον στην αναζήτηση εργασίας: στέλνει βιογραφικό, μιλάει με αρμόδιο, κάνει ραντεβού, ζωντανό ή ονλάιν, και καταλαβαίνει ότι δεν θα τον πάρουνε επειδή πέρασαν τρία τέρμινα και δεν έλαβε κιχ. Το ξέρουν όλοι όσοι ψάχνουν για δουλειά - η διαδικασία είναι εξοντωτική, και λίγα λέω. Υποβάλλεις το αίτημά σου μαζί με τα προσόντα σου, σου λένε «ενδιαφερόμαστε, μάλιστα, είστε τσίλικο άτομο, θα επικοινωνήσουμε εμείς μαζί σας». Η μη-απάντηση, το εξαφανιζόλ του παράγοντα, παραγωγού, υποψήφιου εργοδότη, είναι το πιο αγενές, μουγγό «όχι». Τι δεν κατάλαβες; Για να μην σε πάρει, για να μην σου στείλει μέηλ, μήνυμα, γράμμα, ταχυδρομικό περιστέρι, δεν γουστάρει είτε την φάτσα είτε την δουλειά σου. Ίσως δεν γουστάρει κανένα από τα δύο. Εσύ συνεχίζεις επειδή είσαι ακάθεκτο άτομο, όταν κλείνει μια πόρτα στα μούτρα σου, ψάχνεις αμέσως για άλλη πόρτα.
(Πάντα υπάρχει άλλη πόρτα. Μπορεί να κρύβεται πίσω από ραδίκια, να δείχνει απεριποίητη, να μην υπόσχεται τίποτα. Αλλά η πόρτα που υποσχότανε πολλά, δεν παρέδωσε ούτε καν μια απάντηση. Οπότε ξεκινάς για τις επόμενες πόρτες.)
Ωραία, ας το λήξουμε εδώ (με μια νότα αισιοδοξίας – τι άλλο;) Και ας μην αφήσουμε την μη-απάντηση να πάρει τη θέση της απάντησης, πραγματικά όσο κι αν θεωρείται νορμάλ πια, δεν είναι καθόλου, μα καθόλου ευγενική…