Όσο και να χτυπιέσαι, το τηλέφωνο δεν το σηκώνω!
Όσο και να χτυπιέσαι, το τηλέφωνο δεν το σηκώνω!
Opinion

Όσο και να χτυπιέσαι, το τηλέφωνο δεν το σηκώνω!

Εντάξει, επειδή χτυπάει (800 φορές την ημέρα!), δεν θα το σηκώσουμε κι όλες

Είναι το κινητό τηλέφωνο μια νέα μορφή δουλείας και μήπως οι αναπάντητες είναι το νέο προσωπικό σου αντάρτικο, μια αντίσταση στον κάθε εισβολέα της προσωπικής σου ζωής;

Όντας παιδί του σταθερού, της συσκευής με τα εξήντα μέτρα καλώδιο που σερνόταν σαν φίδι σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού, του τηλεφωνικού θαλάμου, του κόκκινου τηλέφωνου με το κέρμα και του «πάρε το 0 γιατί η γραμμή κάνει παράσιτα», άργησα πολύ να μπω στον πλανήτη με το κινητό κουβεντολόι. Όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα κινητά τηλέφωνα, πίστευα πως αφορούν τους πλούσιους, τους εθισμένους στις μπίζνες, τους γιατρούς και κατά προτίμηση τους γυναικολόγους, τα χρυσά παιδιά του πάλαι ποτέ Χρηματιστηρίου και γενικώς διάφορες κοινωνικές ομάδες που καθόλου δεν με αφορούσαν, άσε που ποτέ δεν ένοιωσα επιτακτική την ανάγκη να μιλήσω με κάποιον καταμεσής της Κηφισίας και επιπλέον, είχα τον τρόπο μου και ένα εσωτερικό jps που εύρισκε πάντα διάνα τη διεύθυνση με το πιο διαόλου μάνα πάρτι και όλους τους φίλους μου μαζί, χωρίς να σηκώνω κανένα ακουστικό.

Η μετωπική ενός έρωτα στα πρώτα του βήματα, με έκανε να αλλάξω γνώμη, καθώς ω! πόση ευτυχία, για να μην το πω μαγεία, να μην πρέπει να ξεροσταλιάζεις πάνω από τη συσκευή μπας και πάρει και δεν σε βρει και ω! πόση μαγεία να κρατάς ανά πάση στιγμή στο χέρι τη φωνή του καλού σου. Η επαφή με εκείνο το πρώτο Nokia ήταν, ίσως, μεγαλύτερη και από κου ντε φουντρ, ήταν το θαύμα με κουμπάκια αυτοπροσώπως. Δεν το έχανα από μάτια μου, θα προτιμούσα να μου κοπεί το δεξί μου χέρι από το να μην απαντήσω στον κάθε πικραμένο, ήταν η ζωή πριν και μετά, ήταν η τεχνολογική era που επιτέλους εδέησε να συμπεριλάβει και μένα την τεχνολογικά αστοιχείωτη στα εξελιγμένα της μονοπάτια.

Πολύ γρήγορα ο έρωτας ξεθύμανε, για την ακρίβεια, κακοφόρμισε. Αυτό το ντριν το παντού και πάντα, δεν ήταν τελικά διόλου ευχάριστο. Την ώρα που κοιμάσαι, δουλεύεις, την ώρα που κρύβεσαι από το γραφείο και όποια δουλειά σε κυνηγάει, την ώρα που τρως, τσακώνεσαι, κάνεις έρωτα, μπάνιο, σφουγγαρίζεις, κρεμάς τις κουρτίνες, βλέπεις την αγαπημένη σου σειρά, είσαι θέατρο ή σινεμά, μαγειρεύεις ή απλά ξύνεσαι στον καναπέ, στη ζωή σου δεν θες κανέναν εισβολέα και καμία εισερχόμενη. Γιατί είναι στιγμές, που τους θες όλους «εξερχόμενους».

Κάπου, τυχαία σε μια κουβέντα, ανέφερα τον πόνο μου και τότε ένας φίλος μου πέταξε την διόλου βαθυστόχαστη, την τόσο κοινότοπη και απλή να τη σκεφτείς, άποψη, που όμως σε μένα ακούστηκε πιο σοφή και από το «εν οίδα ότι ουδέν οίδα» του Σωκράτη, από όλα τα ρητά και αποφθέγματα στην ιστορία της φιλοσοφίας:

Το ότι έχεις κινητό τηλέφωνο δεν σημαίνει πως είσαι υποχρεωμένος να το σηκώνεις!

Έκτοτε, αυτό έγινε κάτι σαν μότο ζωής, σαν απαρέγκλιτος κανόνας, σαν «πώς δεν το είχα σκεφτεί εγώ η πανέξυπνη». Συσκευές αλλάζω επειδή σε όλες φθείρεται το μαγικό κουμπί που μόλις το πατάς όλα σκοτεινιάζουν στην οθόνη, το όνομα του «εισερχόμενου» εισβολέα και το κουδούνισμα μαζί. Γείωση το λέω εγώ. Κοινώς, άμα με πάρεις, θα’σαι πολύ τυχερός αν σου απαντήσω. Το 90% των calls δεν έγιναν ποτέ κουβέντες και αυτό δεν σημαίνει πως δεν σε αγαπώ, δεν σε εκτιμώ, δεν είσαι δικός μου άνθρωπος. Απλά θεωρώ, πως θα σε αγαπώ παραπάνω αν μου επιτρέψεις να σε πάρω όποτε μου πέφτει βολικό και αν δεν απαντήσεις, εγώ θα είμαι η μόνη που δεν θα σε παρεξηγήσω. Αυτό το ξέρει και το κινητό μας, γι’αυτό μας προτείνει και παντός τύπου μηνύματα, άμα καίγεται ο κόσμος, να μου το γράψεις να κινητοποιηθώ. Κι αν είναι μια ανάγκη, αν είναι για δουλειά;

Μου αντιτείνουν οι φίλοι με τη διαφορετική άποψη. Είπαμε, υπάρχει και το μήνυμα και επιπλέον, στον κόσμο όλο δεν υπάρχει καμμιά δουλειά που να μου προτείνει εκατομμύρια τα οποία θα χάσω άμα δεν σηκώσω μια κλήση. Άμα με θέλουν διακαώς, θα βρουν τρόπο να μου το διαμηνύσουν. Όλα τα υπόλοιπα είναι παρενόχληση, η οποία απορώ πως δεν έχει ακόμη αποκτήσει το δικό της me too, παρ’ όλο που μεγαλώνουν οι φωνές μιας δειλής, ακόμη εναντίωσης.

Οι zen z και οι milenials δεν απαντούν ποτέ σε κλήσεις, των οποίων αγνοούν ακόμη και τον ήχο καθώς για οικονομικούς λόγους ανδρώθηκαν «κινητώς» με τη μέσατζ φιλοσοφία, τα σχολεία της Ευρώπης προσπαθούν να απαγορεύσουν τη χρήση τους στην τάξη, διάφορα γκρουπς όπως οι Misfits τα απαγορεύουν στα λάιβ τους, η οδήγηση τα έχει ποινικοποιήσει. Και επιτέλους, πλέον σε όλο τον πλανήτη, μιλάμε σταράτα και τσεκουράτα για τη μαγική συσκευή που με την καλή και κακή έννοια, άλλαξε τη ζωή μας: το κινητό τηλέφωνο είναι εθισμός. Όπως τα ναρκωτικά, ο τζόγος, η ζάχαρη, το αλκοόλ, το φαγητό και το τσιγάρο.

Δεν υπάρχει τίποτα πιο θλιβερό από το να είσαι μια ωραία παρέα και ξαφνικά κάποιος να χάνεται/σβήνει/αποσύρεται, μπροστά σε μια οθόνη. Είναι η ίδια η εικόνας της ντάγκλας που σε σοκάρει όταν βλέπεις τα τζάνκια στην Ομόνοια, δυστυχώς, το ίδιο «χάσιμο». Από παντού ακούς ανθρώπους που «δεν προλαβαίνουν». Να αποσώσουν τις δουλειές τους, να ζήσουν, να αφοσιωθούν στο χόμπι τους, να δουν τους φίλους τους, να ξεκινήσουν μια σχέση-και να την ολοκληρώσουν. Λογικό, όταν σύμφωνα με τις μελέτες, ο συνάνθρωπός μας και μεις μαζί, περνάμε 5 με 7 ώρες την ημέρα αγκαλιά με το κινητό τηλέφωνο, με το 70% αυτού του χρόνου να ανήκει στα διάφορα σόσιαλ και τις εφαρμογές, δηλαδή περίπου το 1/3 του χρόνου που είμαστε ξύπνιοι. Νούμερα τα οποία καλπάζουν χρονιά τη χρονιά, ιδιαίτερα από το 2020 και μετά.

Ακόμη και αν δηλώνεις ήπιος «χρήστης»-να άλλη μια λέξη που χρησιμοποιούμε στον εθισμό-θα σοκαριστείς αν πατήσεις το κουμπί της συσκευής σου, που σου μετρά τις ώρες μπροστά στη μικρούλα οθόνη. Αλλά, κανένας «χρήστης» δεν αποδέχεται πως είναι εθισμένος και κανείς μας δεν ασχολήθηκε ποτέ να βρει το κουμπί που θα του αποκαλύψει την μαύρη αλήθεια. Η οποία, μαύρη αλήθεια είναι επίσης, πως μέσα σ’αυτό το «έξυπνο» πραγματάκι κρύβεται ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μας. Της επαγγελματικής, της προσωπικής και της κοινωνικής. Αλλά μην περιμένεις τον δικό μου αντίλογο ή τη λύση-που δεν έχω βρει.

Απλά με πιάνει μια θλίψη όταν συναντώ αυτούς που με προσμονή στο μάτι, σκίζονται να απαντήσουν «παρακαλώ» στο πρώτο κουδούνισμα. Που πετάγονται από το πέμπτο όνειρο για να κολλήσουν απελπισμένα τη συσκευή στο αφτί. Σαν να μου βγάζει μια μοναξιά όλο αυτό, λες και περιμένεις από την κάθε κλίση μια απάντηση ή μια πρόταση ευτυχίας, να σε πάρει ας πούμε ο Ντι Κάπριο, η Μαντόνα για να σε φλερτάρουν ή ο Έλον Μασκ για να σου δώσει δουλειά ή έστω ο Μπάμπης ο συμμαθητής να σε ξεσηκώσει για κανένα καφέ. Pathetic, που λένε και τα πιτσιρίκια αλλά και ρομαντικό συνάμα, όλη αυτή η αθωότητα του να πιστεύεις πως ένα call μπορεί να σου φέρει κάτι καλό, κάτι απρόσμενο, σαν τους Βαρβάρους του Καβάφη που «ήταν κι αυτοί μια κάποια λύσις». Σαν απομεινάρι μιας ενοχικής, παλιάς διαπαιδαγώγησης, που μας ήθελε πάντα «παρόντες», να σηκώνουμε το χέρι στην τάξη, να λέμε πάντα «γες σερ» στο καθήκον, να αρνούμαστε πως την πέφτουμε για έναν υπνάκο μεσημεριάτικα και να απαντάμε υποκρινόμενοι την απόλυτη νηφαλιότητα, λες και η σιέστα είναι αμαρτία.

Το κινητό τηλέφωνο είναι επιλογή αλλά και δικαίωμα. Να το χειριστώ όπως θέλω, να απαντήσω σε όποιον και όποτε θέλω, να το φορμάρω στα γούστα και τον τρόπο ζωής μου και όλα αυτά χωρίς παρεξήγηση.

Παλιά εφεύρισκα ψευτιές και δικαιολογίες που δεν σου απάντησα. Τώρα, με όλη την αγάπη και το θάρρος, θα σε κοιτάξω στα μάτια και θα στο πω: το είδα ότι με πήρες αλλά στις 5.13 Τρίτη απόγευμα, αλλά δεν ήμουν σε mood. Τελεία.

Top Reads

Δείτε ακόμα

Στην Athens Voice