Άλλαξε το ντεκόρ στο σπίτι σου ΤΩΡΑ με αντίτιμο που θα σε ενθουσιάσει
Home sweet home: Τι μας κάνει να νιώθουμε «σπίτι μας»
Έχουμε το κρεβατάκι, το μαξιλαράκι, το παπλωματάκι μας, τις αγαπημένες μας σαγιονάρες, μια Φόρμα Σπιτιού χιλιοτρυπητή αλλά γουτσουγούτσου, και κάμποσα ακόμα πράγματα
Home sweet home: Σπίτι είναι εκεί που έχεις τα πράγματά σου, αυτά που σηματοδοτούν τον χώρο που έχεις διαλέξει επειδή σε εξυπηρετούν
Τελευταία για διάφορους λόγους έχω περάσει μέρες και νύχτες μακριά από το σπίτι μου – ταξίδια, επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις, λοιπές μετακινήσεις, με κάνουν να νοσταλγώ το μαξιλάρι μου. Δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο, ένα ταλαίπωρο, κοινό μαξιλάρι είναι, αλλά το έχω συνηθίσει. Το σέρνω από μετακόμιση σε μετακόμιση, από το πατρικό μας σπίτι το οποίο το κατάπιε μια κακή τράπεζα την δεκαετία του ’80, μέχρι φοιτητικούς κοιτώνες, μέχρι χάλια διαμερίσματα, μετά καλούτσικα διαμερίσματα, μετά οικογενειακά διαμερίσματα, μέχρι… σήμερα. Κάποτε ήταν αφράτο και γεμάτο πούπουλα, από τα 60s-70s μάλλον, που τα μαξιλάρια ποιότητας ήτανε πουπουλένια. Με τα χρόνια και τα καθαριστήρια έχει μείνει πετσετέ, μικρούλι, μισο-άδειο, αν το διπλώσω στα δύο ίσα που γίνεται παιδικό μαξιλαράκι, ούτε φτερά μισής χήνας δεν έχει στη γέμισή του. Εννοείται δεν το κουβαλάω μαζί μου στα εκτός έδρας, η μαμά μιας φίλης το έκανε αυτό και η φίλη γελούσε… μέχρι που έκλεισε κι η ίδια τα 50 κι έπαψε να γελάει.
Κάτι συμβαίνει μάλλον εκεί γύρω στα 50 και αρχίζεις να συνδυάζεις το σπίτι σου με αντικείμενα. Η βολή σου στον χώρο στον οποίο ζεις καθημερινά συνδυάζεται σιγά σιγά με πράγματα που σηματοδοτούν τον χώρο που έχεις διαλέξει επειδή σε εξυπηρετούν: μια κουβέρτα, ένα μαξιλάρι, ένα σκαμνάκι που βγαίνει το ένα του πόδι αλλά πολύ σε βολεύει όταν αλλάζεις (χαμηλούς) γλόμπους, ένα πιάτο λίγο χτυπημένο στην άκρη που όμως δεν φαίνεται, μια μικρή λεκανίτσα, ένα μεγάλο φλιτζάνι, μια μαλακή πετσέτα, το ποτήρι που πίνεις μόνον εσύ νερό, η καρέκλα, η πολυθρόνα, το κρεβάτι σου. Με τα χρόνια μαζεύεις όλο και περισσότερα «αντικείμενα άνεσης», ή «comfort objects» όπως τα λένε οι Αμερικάνοι. Κοιμάσαι καλύτερα στο δικό σου κρεβάτι ή στον καναπέ σου, χαλαρώνεις όταν κοιτάζεις έναν συγκεκριμένο πίνακα ή μια φωτογραφία στον τοίχο, περπατάς πιο άνετα στο αγαπημένο χαλί σου, με τις αγαπημένες σου κάλτσες-αρκουδάκια, φορώντας την αγαπημένη σου φόρμα που κάποτε ήτανε βελουτέ αλλά τώρα έχει χάσει το βελούδο, το λάστιχο και το ύφος της επειδή την έλιωσες μέσα στο σπίτι.
Ένας φίλος κάποτε δεν άντεξε και χώρισε με μια καλή κατά τα άλλα κοπέλα, επειδή η κοπέλα καθόταν συνέχεια στην αγαπημένη του πολυθρόνα παρά τις έντονες ματιές, παρακλήσεις, παρατηρήσεις και ικεσίες του (=να διαλέξει άλλη πολυθρόνα). Η σχέση ήταν οκέυ αλλά ο φίλος δεν άντεχε χωρίς την πολυθρόνα του, γύριζε σπίτι, έβρισκε την κοπέλα αραγμένη εκεί και σφιγγόταν η ψυχή του. Επειδή η υπόθεση «χωρισμός για την πολυθρόνα» ήταν πολλά χρόνια πριν και τότε δεν ήξερα από «αντικείμενα άνεσης», τον είχα ρωτήσει γιατί δεν αγόραζε άλλη μια πολυθρόνα, ίδια. Μου απάντησε ότι δεν είναι αυτό το θέμα, εκτός του ότι δεν υπήρχε στην αγορά ίδια-ίδια πολυθρόνα, το θέμα ήταν η ανάγκη του για τη συγκεκριμένη πολυθρόνα και η αδιαφορία της κοπέλας του για αυτήν την ανάγκη. Δεν πατούσε απλώς πάνω στα όριά του, στον τρόπο που είχε οριοθετήσει τον προσωπικό του χώρο, αδιαφορούσε για την πολυθρονο-λατρεία του κι αυτό τον έκανε τελικά να χωρίσει κακήν κακώς. («Πας καλά; Επειδή καθόμουν στην πολυθρόνα σου; Α, εσύ είσαι του γιατρού!»)
Όλοι είμαστε λίγο-πολύ του γιατρού, όμως. Γιατί όλοι σχεδόν έχουμε αντικείμενα άνεσης, συνδυασμένα με τον χώρο, το σπίτι μας. Μερικές φορές τα αγοράζουμε διπλά, μήπως και προκύψει δεύτερο σπίτι, ή μήπως χαλάσει π.χ. το αγαπημένο μας σάλι, η εσάρπα, το φλις, το κουβερτάκι που ρίχνουμε απάνω μας στα μεγάλα κρύα, και ξεμείνουμε έναν χειμώνα άνευ. Μερικά αντικείμενα είναι προσωπικής χρήσης – το σφουγγάρι, ο καθρέφτης μας, το τσιμπιδάκι για τα φρύδια που ΜΟΝΟΝ ΑΥΤΟ βγάζει σωστά φρύδια, ένα μαντήλι, στυλό, μολύβι, τετράδιο, βιβλίο, μπολ, που έχει συναισθηματική αξία επειδή ήταν της γιαγιάς, του παππού, της μαμάς, του μπαμπά, αγαπημένου φίλου ή φίλης που δεν ζει πια… Έχω μια παλιά τουαλετίτσα με καθρέφτη, από αυτές που τις έλεγαν «μπουντουάρ», με δύο μικρά συρτάρια και ξεχαρβαλωμένα πορτάκια, από τα τελευταία δώρα πολυαγαπημένου φίλου που έφυγε από τη ζωή το 2008. Δεν είμαι hoarder, δεν είμαι άτομο που μαζεύει πράγματα ή που δεν πετάει άλλα πράγματα, αλλά κάθε φορά που κάποιος με ρωτάει «μα τι το κρατάς αυτό;» για το συγκεκριμένο έπιπλο, έρχεται στο νου μου η εικόνα του κολλητού όταν το κουβάλησε στο τότε σπίτι μου το παλιο-έπιπλο. Κάπως το έχω συνδυάσει, κάπως τον θυμίζει όταν το βλέπω. Ή όταν προσπαθώ να διορθώσω τα πορτάκια του, λες και θα αλλάξει κάτι έτσι και τα καταφέρω να ανοιγοκλείνουν σαν καινούργια.
Ίσως να γινόμαστε όλο και πιο ιδιόρρυθμοι όσο μεγαλώνουμε – ήμασταν που ήμασταν, ήρθε η προχώ ηλικία και απογίναμε. Όταν φεύγω από το σπίτι για λίγες ή πολλές μέρες, μαζεύω στην άκρη το μαξιλαράκι μου, μη τυχόν και μπει κανένας διαρρήκτης κι αποφασίσει να την πέσει πάνω σε αυτό, το δικό μου, το στραπατσαρισμένο πλην όμως αγαπημένο μου. Δεν ανησυχώ για τίποτε όταν απομακρύνομαι από τη βάση μου, δεν σκέφτομαι κανένα αντικείμενο ημι-αξίας, λεφτά, το ένα ασημικό της γιαγιάς μου, παρά το σαχλό μαξιλαράκι με τη μισή μαδημένη χήνα…
Και κάθε φορά που γυρνάω από σύντομη απουσία, χαίρομαι βλέποντας το φλιτζάνι, το σκαμνάκι, το σάλι, τον πίνακα, την καρέκλα, την πολυθρόνα μου – αλλά πιο πολύ χαίρομαι που βρίσκω το μαξιλαράκι στη θέση του.
Καταλαβαίνω ότι σας φαίνεται τρελό και σάχλα: είναι επειδή δεν περάσατε ακόμα τα 50, οπότε δεν το παίρνω προσωπικά. Σε βάθος χρόνου σας περιμένει ένα αντίστοιχο μαραγγιασμένο μαξιλαράκι που θα σας κάνει να νιώθετε σπίτι σας με το «καλημέρα σας»…