Σε κουτσομπολεύω, άρα υπάρχεις!

Μαζί σου κι εγώ που διαδίδω τέρατα και σημεία...

Είναι το κουτσομπολιό ένας φάρος κοινωνικότητας στις μέρες της αδιαφορίας;

Χαζοσκρολάροντας καθημερινά στο πέλαγος των γαλλικών tik-tokικών reels, σκοντάφτω καθημερινά σε περιστατικά να σου σηκώνεται η τρίχα, κορίτσια που βιάστηκαν, λεηλατήθηκαν, δέχηκαν επιθέσεις, τραυματίστηκαν σοβαρά έως και θανάσιμα, μέρα-μεσημέρι και πάνω σε πολυσύχναστες λεωφόρους, κάτω από το αδιάφορο βλέμμα των περαστικών, που τις δρασκέλισαν για να συνεχίσουν τη ζωή και την πορεία τους, στερώντας έστω και μια ματιά περιέργειας στον πόνο τους.

Τραγικό πλην διόλου περίεργο, σε μια ευρωπαϊκή κοινωνία που από τη δεκαετία του’80, ζει κλειδωμένη απέναντι στον συνάνθρωπο, πληρώνοντας ένα αστρονομικό ποσό εβδομαδιαίως για μια συνεδρία απέναντι στον ψυχαναλυτή-εξομολόγο. Σ’αυτή την πολύτιμη ώρα, θα έχει τη μοναδική ευκαιρία να κλάψει, να μιλήσει, να φωνάξει. Μετά, και χωρίς να λάβει απάντηση από τον ειδικό, θα συνεχίσει να ζει κουμπωμένη και επικοινωνιακά λωβοτομημένη. Περνώντας τα καλοκαίρια μου σε ένα μικρό χωριό της επαρχίας, διακρίνω τα έτη φωτός της διαφοράς ανάμεσα στα ευρωπαϊκά και τα τοπικά ήθη του «ενδιαφέροντος» προς τον συνάνθρωπο. Εδώ, το κουτσομπολιό ξυπνά νωρίς-νωρίς και αχάραγα, μαζί με τον άνθρωπο.

© Pexels

Μαζί με το δροσερό ήχο του λάστιχου που πλένει τις αυλές και μαζί με τις πρώτες «καλημέρες» κελαρύζουν απανταχού τα νέα: τί ώρα ξύπνησε κάθε νοματαίος της κάθε οικογένειας, τί φόρεσε, τί έφαγε και προς τα πού κατευθύνεται για τον μόχθο της ημέρας. Με την πρώτη γουλιά του καφέ κάτω από τη μανταρινιά μου και πριν ακόμη ανοίξει το μάτι μου, έχω στ’αυτιά μου ολοκληρωμένο τον χάρτη κάθε κίνησης στο χωριό, από τις ευτελείς κινήσεις της καθημερινότητας, μέχρι τα σοβαρά, ποιος τσακώθηκε, ποιος αρρώστησε, ποιος ξενύχτησε πονηρά, ποιος πέθανε, ποιος μέλλεται να παντρευτεί, πού και πότε ακριβώς. Το δίπλα σπίτι φιλοξενεί ένα από τα αρχηγεία πληροφοριών, με αρχηγό την κυρία Σταθού, επιτελάρχη του τοπικού State Department, οπότε δεν χρειάζεται καν να εκτεθώ σε ερωτήσεις. Ό,τι θέλω να μάθω για τον καθένα, βιογραφικό έως και δεκατέσσερις γενιές πριν, ποιόν, παρελθόν, παρόν και μέλλον, φτάνει στ’αυτιά μου σκαρφαλώνοντας τον χαμηλό μαντρότοιχο, αβάδιστα και χαλαρά.

Στις 10 κάθε πρωί, ξέρω ήδη τί θα μαγειρέψει κάθε σπίτι, τί ψώνισε από τον μπακάλη και από τον περιπλανώμενο γύφτο μανάβη, πού θα πάει για μπάνιο, αν έχει να ξεβοτανιάσει το μποστάνι ή να κουρέψει τις αχλαδιές. Ξέρω και τα βαθύτερα αλλά δεν είναι να τα μοιράζομαι δημόσια. Κορίτσι γαλουχημένο στο τακτ για τις ζωές των άλλων, στην αρχή εξοργιζόμουν για όλη αυτή τη διαφάνεια. Τώρα, όλες αυτές οι άχρηστες πληροφορίες με αγκαλιάζουν σαν μανδύας σταθερότητας και ασφάλειας, σαν μια αίσθηση κοινότητας, σαν ένα όχι τελικά και τόσο κακόβουλο ενδιαφέρον. Αφού και σήμερα ξύπνησε η κυρία Όλγα και ψώνισε πατάτες, η γη γυρίζει ομαλά και όλα βαίνουν ευτυχώς.

Εδώ έχουμε να κάνουμε με το καλούτσικο, αδιάφορο τιτίβισμα-κουτσομπολιό, αυτό που θα ωθήσει τον συνάνθρωπο να χτυπήσει κάθε πρωί και την πόρτα του μόνου και γέρου ανθρώπου, να νοιαστεί μην έτυχε τίποτα αποτρόπαιο και ξαφνικό μέσα στη νύχτα. Εξ’άλλου, το τί φόρεσες σήμερα, δεν επηρεάζει κανέναν από το να φοράει ό,τι του κατέβει, αφού ούτως ή άλλως, όλα θα σχολιαστούν.

Αυτού του είδους το κους-κους, προδίδει κοινωνίες συσπειρωμένες, που έχουν ακόμη «γειτονιά» και γνωρίζονται όλοι εκ γεννετής και με το μικρό τους. Αυτό σημαίνει, πως ό,τι και να σούρει ο ένας πίσω από την πλάτη του άλλου, θα κλείσουν όλοι τα μαγαζιά τους μόλις αποδημήσει εις Κύριον κάποιος του χωριού, ας ήταν και 180 χρονών, πως θα συμπαρασταθούν στην οικογένεια και πως ό,τι συμβεί θα δώσουν ένα χεράκι σε όλα τα δύσκολα. Είναι μήπως καλύτερα στις πόλεις που ο διπλανός σου δεν είναι παρά ένας ήχος κλειδιών που ξεκλειδώνουν μια πόρτα;

Το κουτσομπολιό δεν είναι ένα και έχει πολλά πλοκάμια

Το διεστραμένο «ενδιαφέρον» προς τον συνάνθρωπο φαίνεται να είναι εκ γενετής κουσούρι. Ακόμη και όταν οι πόλεις μεγαλώνουν και οι γειτονιές πεθαίνουν, υπάρχουν οι κουτσομπολίστριες της τηλεόρασης, τα περιοδικά, τα σάιτ και τα σόσιαλ για να μας μεταφέρουν τον αλλότριο βίο και τα πάθη του, ποιος χώρισε, ποιος ξεμαλλιάστηκε με ποιόν, ποιος ερωτεύτηκε, ποιός παντρεύτηκε, ποιος έφαγε χτες αστακομακαρονάδα στη Μύκονο. Τί σε ενδιαφέρουν εσένα όλα αυτά; Και όμως, αυτή η άχρηστη πληροφορία είναι το αδιάφορο αλατοπίπερο μιας μέρας, κάτι να λέγαμε, κάτι να σχολιάζαμε, ένα λάιτ γεύμα για να χορτάσουμε μια αρχέγονη περιέργεια που της αρέσει να βάζει το μάτι της στην ξένη κλειδαρότρυπα.

Το κακό του άλλου μας συνδέει αυτόματα με τη δική μας ευτυχία, φτου Παναγία μου δόξα τω Θεώ υπάρχω, ενώ ο διάσημος κείται στο μνήμα και η φήμη του δεν μπόρεσε να τον σώσει, καλύτερα άσημος και ζωντανός, κοίτα τις τραβάνε και οι επώνυμοι ενώ εμείς εδώ στο Δρουγούτι δεν έχουμε τέτοιες έννοιες και λοιπά συναφή. Επίσης, το στραβό που κοινοποιείται σε κάνει εσένα τον κοινό θνητό να νοιώσεις ανώτερος και θεούλης, αφού ποτέ δεν θα έκανες εσύ κάτι τέτοιο, ούτε θα σκότωνες ούτε θα έκανες λαμογιές. Για λίγα ελάχιστα λεπτά της ημέρας δικαιούσαι ένα φωτοστέφανο και το κουτσομπολιό έρχεται να σε εξυπηρετήσει.

© Pexels

Στην καθημερινότητα του αναμεταξύ μας κουτσομπολιού, η μεταφορά μιας είδησης και πάλι λειτουργεί σαν ντοπαμίνη έστω για λίγο. Αυτός που «ξέρει», συγκεντρώνει τα βλέμματα, το ενδιαφέρον και την προσοχή, όσο κρατά η αφήγηση ψηλώνει, προσπερνά τη μάζα των αδαών, αποκτά σημασία, γίνεται το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Το αν το αφήγημα είναι αληθές, ουδεμία σημασία έχει. Και αυτό το έμαθα εδώ στην επαρχία, μέρος ιδανικό για να κεντήσεις πραγματεία πάνω στα κουτσομπολικά ήθη. Εδώ λοιπόν, μαζεύεται η παρέα και μπαίνει στη σέντρα ένα-τυχαίο-όνομα. Κάποιος κάνει την αρχή με μια πληροφορία. Στη συνέχεια και με καμβά το αρχικό στόρι, η έμπνευση κάνει τη γύρα της ομήγυρης, καθένας προσθέτει μια μυθολογία παραπάνω, κάτι που «δεν ξέρει» ο άλλος.

Ο Αίσωπος εδώ θα έβαζε την ουρά κάτω από τα σκέλια και θα αποχωρούσε σιωπηλός. Το πιο τρελό είναι πως όλοι ξέρουν ότι πρόκειται περί ψεμάτων με τεράστια ουρά, έστω και αν κανείς δεν το ομολογεί. Η τερατολογία που κάνει το γύρο της φαίνεται να τους διασκεδάζει αφάνταστα, ίσως μέσα σε κάθε Έλληνα να ζει ένας Ιονέσκο ή ένας λαϊκός παραμυθάς που διεκδικεί καθημερινά την έμπνευσή του. Έτσι, λοιπόν και γω, όταν ήρθα να χτίσω ένα σπιτάκι στο χωριό, έμαθα για μένα ότι ανοίγω «γκουρμέ» εστιατόριο, με αστεράτο επώνυμο σεφ, ότι μόλις έφτασε ένα φορτηγό με λουσάτα τραπεζοκαθίσματα και ότι στο μενού υπάρχουν κροκόδειλοι, μαϊμούδες και άλλα θαυμαστά εδέσματα.

Το σπιτάκι βρίσκεται καταμεσής της τοπικής Κηφισίας και σε κοινή θέα, όμως κανείς δεν αναρωτήθηκε πού θα χωρέσουν στη μικρή αυλίτσα όλα αυτά τα θαυμαστά και πώς γίνεται να ανοίγει το «γκουρμέ» σε ένα γιαπί που βρίσκεται ακόμη στα μπετά. Στα γύρω χωριά η τερατολογία επαυξάνεται, πολλοί με ρώτησαν κιόλας «πώς πάει το μαγαζί;» αφού με τα χιλιόμετρα η φήμη γιγαντώνεται, στο δίπλα χωριό γίνεται «η Ψυχούλη ανοίγει μαγαζί», στο λίγο παραπέρα «η Ψυχούλη άνοιξε μαγαζί αλλά με κάτι φαγητά που δεν τα τρώμε εμείς εδώ πέρα». 

To προφίλ του κουτσομπολιστή

Το κουτσομπολιό ουδείς εμίσησε, όμως κανένας δεν συμπαθεί τον κουτσομπολιστή. Από τα σιχαμερά «γριάδια» του Παπαδιαμάντη που κάθονται και σχολιάζουν συλλήβδην και εν χορωδία στις αυλές, μέχρι την Καινούριου και λοιπές συναδέφους της, που ολημερίς τις κατηγορούν ως κουτσομπόλες όλοι αυτοί που δεν χάνουν εκπομπή τους, ο κουτσομπολισμός είναι δαχτυλοδειχτούμενος και κοινωνικά μη αποδεκτός. Εδώ βεβαίως ισχύει το σπαρτιατικό, «πες ό,τι θες, αρκεί να μη σε πιάσουν». Όσο «κοινωνικό σχολιασμό» και να τον πει για να τον απαλύνεις, πίσω του πάντα θα προβάλλει η «ξομπλιάστρα», όπως έλεγαν παλιά τις κουτσομπόλες. Από το ξόμπλι, που σημαίνει αντιγραφή του σχεδίου στο κέντημα ή στο πλέξιμο.

Σε ελεύθερη μετάφραση, αυτή που «κεντάει» πάνω στις ζωές των άλλων, τις πιάνει στο στόμα της, τις κόβει και τις ράβει στα μέτρα της. Η παράδοση, επιτρέπει τον αυτοσχεδιασμό, λοιπόν, στα όσα κυκλοφορούν και λέγονται. Στα αγγλικά πάλι, το gossip god (θεός) και το sip (συγγενής),  αρχικά  σήμαινε τη μαία ή τον νονό, πριν γίνει σύμβολο της γυναικείας φιλίας. Σταδιακά, το γκόσιπ έφτασε να σημαίνει τις στρίγγλες, φωνακλούδες, γυναίκες, φυσικά. Γιατί και στο κουτσομπολιό υπάρχει ρατσισμός, άσχετα αν οι μεγαλύτεροι κουτσομπόληδες που γνωρίζω, είναι οι άντρες. Τον 16ο αιώνα στην Αγγλία, μάλιστα, εφυήραν και φίμωτρο για τις «γλωσσούδες» το «φίμωτρο της κουτσομπόλας» και όσες καυγάδιζαν και φωνασκούσαν σέρνονταν στα δικαστήρια. 

Πόσο «τάφος» μπορείς να γίνεις;
Από το να είσαι αόρατος σε μια κοινωνία, καλύτερα να σε σχολιάζουν αλλά να σε «βλέπουν». Με μέτρο, ενσυνείδηση, τακτ, διακριτικότητα. Όλα αυτά που δυστυχώς κανείς μας δεν διαθέτει στο συνολικό πακέτο. Γιατί το κουτσομπολιό ξέρει μόνο να ξεπερνά τα όρια και εύκολα να κανιβαλίζει ζωές και συνειδήσεις. Ο κουτσομπολισμός είναι απόλυτα δημοκρατικός, δεν καταλαβαίνει από μόρφωση, βιοτικό επίπεδο και εξασκείται με τον ίδιο ενθουσιασμό στα παλάτια, τα ανώγια και τα κατώγια. Είναι σέξι και τσαχπίνης και όλοι τον κυοφορούμε σαν δεύτερη φύση, ακόμη και οι υπεράνω υποψίας. Και εγώ ακόμη που σας τον αναλύω εδώ τώρα, στην ουσία ένα κουτσομπολιό κάνω, για τους απανταχού κουτσομπόληδες.