Summertime sadness
Δεν πιστεύω σε τίποτα, δεν ελπίζω σε τίποτα, δεν περιμένω τίποτα, είμαι ερωτευμένη
Είχα πει ότι θα έφευγα, αλλά δεν τα κατάφερα. Πάνω που έκανα σχέδια για ένα καλοκαίρι με έξαλλο clubbing και φλερτ με καλλίγραμμα αγόρια στα νησιά, έφτασε το μπιλιετάκι της εφορίας παράλληλα με το κλείσιμο των τραπεζών. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι το φετινό καλοκαίρι θα ήταν καλύτερο από το περσινό, αλλά βρέθηκα ξαφνικά άφραγκη και κλεισμένη μέσα στο σπίτι. Η μοναξιά σου φαίνεται ακόμη χειρότερη, όταν τα πράγματα δεν πάνε όπως θα ήθελες.
Γιατί όταν όλα είναι ωραία, νιώθεις μόνη από επιλογή. Όταν περνάς δύσκολα όμως, φτάνεις να μισείς τη μοναξιά σου. Άρχισα να σκέφτομαι ότι απέτυχα γενικώς στη ζωή μου. Δεν έχω χρήματα και είμαι ερωτευμένη με το λάθος άνδρα. Χρειάζομαι κάποιον που να με υποστηρίζει, να με σηκώνει όταν πέφτω και να με κάνει να χαμογελάω. Αντ’ αυτού άρχισα να κυκλοφορώ στο σπίτι αχτένιστη με ένα ξεχειλωμένο μακό, look που αντανακλούσε την απελπισία μου.
Του έστειλα μήνυμα στις 6 το πρωί. «Φοβάμαι πολύ» έγραψα. Το εννοούσα. Φοβόμουν τι άλλο δυσάρεστο θα μπορούσε να συμβεί. «Θα έλθω να σε δω το πρωί» απάντησε. Μόλις μπήκε σπίτι και με πήρε αγκαλιά τα ξέχασα πάλι όλα, μόνο που τα προβλήματα συνέχισαν να είναι εκεί. Δεδομένου ότι ο άνδρας που αγαπώ δεν είναι full time δικός μου, έπρεπε να τα αντιμετωπίσω μόνη μου. Δεν είχα άλλα χρονικά περιθώρια.
«Βρήκα δουλειά στο εξωτερικό και σκέφτομαι να φύγω…μόνιμα. Έχω βρει και σπίτι..Έχω βγάλει και εισιτήρια. Θα είμαστε μακριά στο εξής». Έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό καθώς με κρατούσε αγκαλιά. «Μελίνα, να κάνεις το καλύτερο για σένα. Αν αυτό θεωρείς ότι θα σε κάνει ευτυχισμένη, δε θα σε εμποδίσω να φύγεις». Προς στιγμήν φαντάστηκα τη σκηνή του αποχαιρετισμού στο αεροδρόμιο.
Ευχόμουν να ερχόταν πριν επιβιβαστώ και να μου φώναζε «Μείνε». Ήξερα όμως ότι λίγοι άνθρωποι θα έκαναν κάτι τέτοιο. Ούτε ο μεγάλος μου νεανικός έρωτας δεν το έκανε, όταν τον εγκατέλειψα. Πόσο μάλλον ο Απόλυτος, ο οποίος ζούσε μαζί μου τις φαντασιώσεις του για έναν έρωτα δίχως αύριο, ενώ την ίδια στιγμή το έπαιζε ο πετυχημένος νοικοκύρης που έχει την καλή δουλειά, το τέλειο σπίτι και έναν «ευτυχισμένο» γάμο.
Κοινώς, εκείνος βρέθηκε να έχει τα πάντα. Κι εγώ βρέθηκα να μην έχω χρήματα και παρέα για διακοπές, ενώ μου ανακοίνωνε ότι θα έφευγε τρεις εβδομάδες με τη γυναίκα του. Φαντάστηκα ότι εκείνη έχει αυτά που δε θα έχω ποτέ. Τα ηλιοβασιλέματα, τις παραλίες, το πρωινό ξύπνημα, την πανσέληνο. Μόνο αν μηδένιζα το κοντέρ πλήρως και μετακόμιζα σε άλλη χώρα, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από εκείνον, θα είχα τη δυνατότητα να ξεκινήσω τη ζωή μου από την αρχή.
«Θα φύγω την Παρασκευή. Έλα να σε αποχαιρετίσω» συνέχισα, προσπαθώντας να μην κλάψω. Άφησα τη βαλίτσα σε περίοπτη θέση στο living room, προσπαθώντας να τη γεμίσω με ό,τι θεωρούσα απαιραίτητο και συγχρόνως συνειδητοποιώντας ότι άφηνα πίσω μου ό,τι είχε τη μεγαλύτερη αξία για εμένα. Του άνοιξα την πόρτα. Φορούσε ξανά το πουκάμισο που του είχα κάνει δώρο και ξέσπασα σε κλάματα αμέσως μόλις μπήκε μέσα. Με σήκωσε στα χέρια και με έριξε στον καναπέ. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι ήμουν δεμένη με αόρατες χειροπέδες διά βίου. Δεν μπόρεσα να φύγω πριν από τρία χρόνια, όταν είχα βρει μία τρομερά καλοπληρωμένη δουλειά στο εξωτερικό και δεν μπορούσα να φύγω ούτε και τώρα.
«Δε σου το είπα ποτέ, αλλά όταν είμαι μαζί σου νιώθω σα να είμαι 18 χρονών» είπε, χαϊδεύοντάς με σα να ήμουν μωρό. «Δε σου το είπα ποτέ αλλά χωρίς εσένα είμαι ένα εύθραυστο κοριτσάκι που σπάει με το παραμικρό. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα χωρίς εσένα» είπα με κόκκινα μάτια από το κλάμα. Κλώτσησα γεμάτη οργή τη βαλίτσα σα να ήταν ένας αόρατος εχθρός. Όπου και να πάω θα είμαι ο ίδιος άνθρωπος. Δεν έχουν σημασία οι συνθήκες και ο περίγυρος, μόνο αυτά που κουβαλάω μέσα μου. Με φαντάστηκα μόνη να χαζεύω τα ζευγάρια σε μία ξένη χώρα, να βλέπω στο timeline μου τους ευτυχισμένους φίλους που παντρεύονται (και) φέτος το καλοκαίρι και να είμαι μακριά από εκείνον που αγαπώ. Η ετυμηγορία της καρδιάς μου είχε ήδη βγει: θα μείνω και θα το παλέψω, όσο πάει, όσο αντέχω, μέχρι να πονέσω τόσο που δε θα τον λατρεύω πια.
Όταν έφυγε, άδειασα πάλι τη βαλίτσα. Κοίταξα το διαμέρισμα γωνιά-γωνιά και κάθε σημείο είχε κάτι από την παρουσία του. Εδώ ανήκω. Έστω και δύσκολα, θα τα βγάλω πέρα. 2-3 ώρες μετά χτύπησε το τηλέφωνό μου και είδα ότι με έπαιρνε ο Α. τηλέφωνο. «Μικρή, τι κάνεις; Έχω καταλάβει ότι δεν είσαι καλά από αυτά που γράφεις στο facebook». Του απάντησα σχεδόν αγενέστατα. «Νοιάζομαι για σένα και θέλω να σε δω» απάντησε αμυντικά.
Κανόνισα για ποτά μαζί του χωρίς να ξέρω γιατί κι έκλεισα διακοπές σε ένα από τα αγαπημένα μου νησιά. I got that summertime sadness για ένα ακόμη καλοκαίρι. Δεν πιστεύω σε τίποτα, δεν ελπίζω σε τίποτα, δεν περιμένω τίποτα, είμαι ερωτευμένη.