Δεν τα λέμε πια ποτέ
Καμιά φορά, ο θρίαμβος απέχει από την πανωλεθρία ελάχιστα δευτερόλεπτα
«Ξέρω ότι δεν μπορούμε να πάμε κάπου μαζί, αλλά θα σε απαγάγω για μια μέρα έστω», του δήλωσα χαμογελώντας ένα από τα τελευταία καυτά μεσημέρια του Ιουλίου. Δεν μπορούσαμε να μοιραστούμε το blue moon, τα ηλιοβασιλέματα και την ανεμελιά των διακοπών, αλλά τουλάχιστον θα μοιραζόμασταν τη θάλασσα. Μου το χρωστούσε αυτό το καλοκαίρι, για το περσινό χαμένο, για όλη την απόγνωση και τον πόνο.
Γέλασε με τα σχέδια απαγωγής, αλλά κάπου βαθιά στο γέλιο του διέκρινα μια διαφορετική χροιά,που ενεργοποίησε το προειδοποιητικό καμπανάκι μέσα μου. «Τι έχεις; Ακούγεσαι κάπως». «Δεν είναι τίποτα, απλώς ψάχνω για άλλο σπίτι». Καμιά φορά, ο θρίαμβος απέχει από την πανωλεθρία ελάχιστα δευτερόλεπτα.
Σκέψη πρώτη: φεύγει από το σπίτι; χωρίζει; θα είμαστε κανονικά μαζί; Τη δεύτερη σκέψη δεν πρόλαβα να την κάνω, με πρόλαβε ο ίδιος: «Θα χρειαστώ σπίτι με ένα ακόμη δωμάτιο, γιατί σε λίγο καιρό θα είμαστε περισσότεροι».
ΟΛΕΘΡΟΣ. 30 δραματικά δευτερόλεπτα σιωπής, που πέρασε όλη μου η ζωή μπροστά από τα μάτια μου, σαν να βρίσκομαι σε ένα μοιραίο αεροπλάνο σε πορεία πρόσκρουσης με το έδαφος. «Δε θα πεις κάτι;» ρώτησε. Τι θα μπορούσα να πω, εκτός από το να αφήσω το κινητό μου να πέσει με βία στο πάτωμα. Τι θα μπορούσα να πω, εκτός από «Μπάσταρδε, πονάνε οι λέξεις;».
Την πτώση του κινητού ακολούθησε η δική μου κατάρρευση, όταν κατάλαβα ότι χάνω τις αισθήσεις μου. Έμεινα ξαπλωμένη στα πλακάκια με βλέμμα απλανές, να κοιτάζω το ταβάνι, σε στάση αστερία. Πόσο θα’θελα να ήμουν αστερίας φέτος το καλοκαίρι και να μην ήμουν άνθρωπος! Να μην είχα αισθήματα, φόβους, σκέψεις, πληγές που πονάνε! Να είχα μόνο αμμουδιά, ακροθαλασσιά και μια μόνιμη θέση στον ήλιο.
Λίγο πριν λιποθυμήσω, πρόλαβα και πληκτρολόγησα ένα ακαταλαβίστικο ταρατατζούμ SMS. Το οποίο προφανώς τον τρόμαξε και άρχισε να με παίρνει τηλέφωνο. Ήθελε να μου εξηγήσει λέει. Τι ακριβώς; Ότι είχε προσχεδιάσει το γάμο και την δημιουργία οικογένειας πριν ξαναεμφανιστώ στη ζωή του. Ότι δεν μου είπε ποτέ ψέμματα για τα συναισθήματά του για μένα. Ότι οι δυο μας δεν ταιριάξαμε ποτέ με βάση τη λογική -κι ας λέει άλλα η καρδιά και το πάθος- και ότι δεν αλλάζει τίποτα για εμάς με αφορμή την εγκυμοσύνη! «Τα λέμε όταν νιώσεις καλύτερα και καταλάβεις. Δε θα σε ενοχλήσω εγώ, θα περιμένω να πάρεις εσύ». Χειρότερο και από βρισιά. Τα λέμε…
Ήθελα να βάλω το κεφάλι μου σε έναν κουβά γεμάτο παγάκια για να επανέλθω στη ζωή από το σοκ. Αυτομάτως βρέθηκα στην τουαλέτα με διαλυμένο στομάχι και εμετούς. Τι να πρωτοδιαχειριστώ από όλα όσα συνέβησαν τον τελευταίο ένα χρόνο; Πού να πάω από δω και πέρα;
Ο έρωτάς μου γινόταν ξαφνικά από καλογυαλισμένη Aston Martin ένα μεταχειρισμένο, τρακαρισμένο σαράβαλο με δύο γάμους κι ένα παιδί. Η άλλη γυναίκα είχε χωρίς να το γνωρίζει την κεφαλήν μου επί πίνακι, τη ζωή μου όλη στον καταστροφέα εγγράφων. Κι εγώ την πύρρειο νίκη του να μου προσφέρεται ο ρόλος του αισθήματος, της γκέισας που έχει έναν danna, όχι για να τη συντηρεί οικονομικά όπως γίνεται στην Ιαπωνία, αλλά για να συντηρεί την πίστη της στον έρωτα, το πάθος και την αγάπη.
Προσπάθησε να με πείσει ότι δε συνέβη κάτι τόσο τραγικό. Νομίζει πέφτω χαμηλά μα εγώ τιμάω το τέλος και νιώθω…Ένιωσα στεγνή από όνειρα, προοπτικές, ελπίδες, συναισθήματα. Ένιωσα τύψεις που ένας άλλος άνθρωπος νομίζει ότι ζει το παραμύθι του, αγνοώντας τους σκελετούς που κρύβονται στη ντουλάπα. Και ένιωσα οργή. Που μου ζητάει να βρω τη δύναμη να παραβλέψω και να ξεχάσω ότι θα έχει παιδί με κάποια άλλη. Ότι ένα κομμάτι του εαυτού του δε θα είναι ποτέ δικό μου και θα πρέπει να το αποδεχτώ και να το διαχειριστώ. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Οι φλέβες είχαν πεταχτεί στο λαιμό μου και τα μάτια μου έμοιαζαν σα να θέλουν να ξεκολλήσουν από το πρόσωπό μου.
Μία Blythe Doll με ανάσα και καρδιά. Καρδιά που πρέπει να δεχτεί ότι οι κουκλίτσες είναι παιχνίδια, που μένουν κάτω από το δέντρο στις γιορτές, αποσύρονται στα πατάρια τον Αύγουστο, χαρίζουν λίγη χαρά όταν χρησιμοποιούνται και στη συνέχεια τα ίδια χέρια που τις σηκώνουν ψηλά αγκαλιάζουν μία άλλη γυναίκα και ένα μωρό. Οι κουκλίτσες δε μεγαλώνουν ποτέ. Μένουν όμορφες και αγέραστες, δεν παντρεύονται ποτέ, δεν περνάει ο χρόνος από πάνω τους. Οι κουκλίτσες δε νιώθουν τη φθορά του έρωτα και αυτή είναι η χειρότερη τιμωρία τους. Κάπως έτσι ήταν τελικά και η ιστορία μου με τον Απόλυτο, ένα όμορφο ψέμα.
Ξημέρωσε μια μαύρη Κυριακή, ώρα 9 το πρωί και έλαβα μήνυμα στο κινητό μου από τον εκδοτικό οίκο που έλαβε το προσχέδιο του βιβλίου μου. «Μελίνα, συγχαρητήρια. Είναι εκπληκτικό». Και κάπως έτσι φέτος τον Αύγουστο η χαρά σου έπαψε να είναι χαρά μου και η χαρά μου δε θα είναι ποτέ δική σου. Για την ακρίβεια η χαρά σου είναι ο θάνατός μου.
Άκου κάτι αληθινό: Αγάπη μου αντίο, πονάω…γαμώτο.
Μην τολμήσεις να με βρεις ξανά…
Δεν τα λέμε πια ποτέ…
Θέλω μόνο να ξεχάσω…
Σημείωση: To κείμενο περιλαμβάνει στίχους της Sunny Μπαλτζή από το τραγούδι «Τα λέμε» της Ελεονώρας Ζουγανέλη