Η δυστυχία ξεκινά όταν προσπαθείς να αλλάξεις τον εαυτό σου
Μοιάζουμε όσο το γιν με το γιανγκ
Πώς γίνεται οι πιο όμορφες στιγμές μας να είναι αυτές που γίνονται μαχαίρι όταν τις θυμόμαστε;
Σηκώθηκα δειλά μετά από μια εβδομάδα που απλώς συνέχιζα να αναπνέω και να κοιμάμαι, χωρίς να μιλάω και χωρίς να σκέφτομαι. Σκέφτηκα να πάω για ψώνια για να αισθανθώ καλύτερα, κακομαθαίνοντας τον εαυτό μου με καινούργια, αρωματικά κεριά. Όμως το εμπορικό κέντρο ήταν γεμάτο οικογένειες που έσερναν καροτσάκια. Στην κατάστασή μου δεν άντεχα την εικόνα, ποτέ δεν είχα νιώσει πιο εξωγήινη. Ήθελα μόνο να επιστρέψω σπίτι και να καπνίζω χωρίς να κάνω τίποτα, να μην εκτίθεμαι σε κανένα εξωτερικό ερέθισμα, που θα έριχνε φρέσκο αλάτι στην πληγή.
Αλλά μήπως το διαμέρισμά μου δεν ήταν μία τράπεζα αναμνήσεων; Το αφρόλουτρό του δίπλα στην μπανιέρα, τα μαξιλαράκια του καναπέ θαρρείς με το αποτύπωμα των χεριών του ακόμη, το σιδερένιο κρεβάτι που μετατοπιζόταν κάθε φορά που κάναμε σεξ, οι κουρτίνες που ποτέ δεν αγόρασα και εκείνος με πείραζε ότι είμαι ανεπρόκοπη. Πώς γίνεται οι πιο όμορφες στιγμές μας να είναι αυτές που γίνονται μαχαίρι όταν τις θυμόμαστε; Με τις κακές ίσως μπορέσεις να εξοργιστείς και να γελάσεις με την πάροδο του χρόνου. Η νοσταλγία όμως γιατί πονάει τόσο πολύ;
Ο φίλος μου ο Κ. προσφέρθηκε να με πάει για φαγητό για να δει μπροστά του μία συνοφρυωμένη Μελίνα, που ανακάτευε το φαγητό της αντί να το φάει, περιγράφοντας αυτό που της συνέβη ως «καταστροφή». «Αυτός ήταν καταστροφή για σένα Μελίνα. Μαλάκας μυθικών διαστάσεων. Γιατί επιμένεις να μην το βλέπεις;». «Το βλέπω, αλλά φοβάμαι ότι δεν υπάρχει τίποτα για μένα μπροστά, κανένας εναλλακτικός δρόμος. Δε θα ερωτευτώ ποτέ ξανά».
Ο Κ. με συμβούλεψε να μείνω μόνη μου για λίγο καιρό να συνέλθω, λέγοντας ότι είναι καλύτερο από το να αρχίσω να βγαίνω ραντεβού και να απογοητεύομαι ή να κάνω λάθος επιλογές. Κλασική αντιδραστική, δεν ακολούθησα τη συμβουλή του και έκλεισα ραντεβού με τον Κ. έναν ωραίο τύπο που είχα γνωρίσει στο facebook, μια δροσερή Αυγουστιάτικη νύχτα κάτω από την Ακρόπολη. Ευτυχώς η παλιά Αθήνα, δε μου θύμιζε τον Απόλυτο, μου θύμιζε όμως έντονα την ταινία «Αν» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη την οποία αναβιώσα: μετρούσα χιλιάδες «αν» αντί για αστέρια ενώ ο συνοδός μου φανερά γοητευμένος από την παρουσία μου έδειχνε να απολαμβάνει τη βραδιά.
Με εκνεύριζε λίγο η φωνή του η οποία δεν ήταν αυτή η βελούδινη, ζεστή, αγαπημένη χροιά φωνής του Απόλυτου που με ηρεμούσε πάντα. Εγώ δεν μπορούσα να διασκεδάσω, όπως δε μπόρεσα ούτε στο δεύτερο ραντεβού μου με τον Λ. δίπλα στη θάλασσα. Εκείνος γλυκύτατος και συμπαθέστατος, μιλούσε ξανά και ξανά ενώ το δικό μου βλέμμα ήταν χαμένο στον ορίζοντα. Δηλαδή στη θάλασσα. Δεύτερο ραντεβού με τον Απόλυτο πριν από 5 ολόκληρα καλοκαίρια και μου είχε πει να πάμε για βραδινό μπάνιο. Δεν τα καταφέραμε τελικά και βρεθήκαμε για ποτά κάπου στην πόλη. Όμως εγώ κοιτούσα σήμερα το νερό και έβλεπα την εικόνα με εμάς ερωτευμένους και ανέμελους να πλατσουρίζουμε, χωρίς να έχουμε ιδέα πόσο δραματικά θα εξελιχθεί η ιστορία μας στο μέλλον.
Μπήκα στο ταξί να επιστρέψω σπίτι μου. Αγνόησα τα 45 ευρώ που έγραψε το ταξίμετρο, τα λεφτά δε μου φαινόντουσαν πια σημαντικά μπροστά στο μεγαλείο του έρωτα. Το ραδιόφωνο έπαιζε το «Άνοιξε Πέτρα» της Μαρινέλλας. Κάποτε κορόιδευα τον Απόλυτο ότι άκουγα αυτό το τραγούδι όταν χωρίσαμε. Σταμάτησα στο περίπτερο, έξω από το αγαπημένο μας στέκι για τσιγάρα. Απέναντι ακριβώς στην πλατεία ήταν η εκκλησία, στην οποία κάναμε πλάκα ότι θα παντρευτούμε, όταν μετά από τόσες περιπέτειες θα αποφασίσουμε και οι δύο ότι δε μπορούμε να ζήσουμε ο ένας χωρίς τον άλλο. Μαζί με τις επώδυνες αναμνήσεις, έβλεπα ξαφνικά μπροστά μου άλλη μία χωματερή με την πινακίδα «ΔΕΧΟΜΕΘΑ ΟΝΕΙΡΑ».
Έβαλα το κλειδί στην πόρτα και σε ένα πιάτο τις κρύες τηγανητές πατάτες που είχαν μείνει από το μεσημέρι. Θα’ θελα να πάθαινα αμνησία να μη με πονάνε τόσο οι αναμνήσεις μου. «Με ανησυχεί πιο πολύ η συνέχεια Μελίνα. Δεν υπάρχει άνδρας που να τον αγαπάει μια γυναίκα τόσο βαθιά χωρίς να θέλει γάμους και παιδιά, και να μπορεί να ζήσει χωρίς αυτήν. Εσύ θες μόνο εκείνον. Και δε θα σε αφήσει να φύγεις», μου τόνισε ο φίλος μου ο Β. παντρεμένος με ένα παιδί και από τους πιο φανατικούς αναγνώστες- θαυμαστές της σχέσης μου με τον Απόλυτο. «Τουλάχιστον αυτή η σχέση έγινε έμπνευση για τη στήλη και το βιβλίο σου» με παρηγόρησε ο αγαπημένος μου φίλος Δ. καθώς μοιραζόμασταν μία παγωμένη μπύρα στο καθιερωμένο μεσημεριανό ραντεβού στο Κολωνάκι.
Και εκεί κατάλαβα ότι όλα μου θυμίζουν τον Απόλυτο, γιατί εκείνος είναι η ζωή μου τα τελευταία χρόνια. Όχι μόνο όσα ζήσαμε μαζί αλλά οι επιδιώξεις μου, τα όνειρά μου, ακόμη και αυτό που είμαι σήμερα αφού εκτός από... μούσος ήταν πάντα και μέντορας. Εγώ και ο Απόλυτος μοιάζουμε όσο το γιν με το γιανγκ, αλλά η πραγματική Μελίνα και η δική του Μελίνα μοιάζουμε. Ποια μπορώ να είμαι μακριά του; Διάολε δεν ξέρω, αφού η πιο εθιστική μορφή έρωτα συμβαίνει όταν γίνεται πορτρέτο σου. Κι εγώ μικρός Ντόριαν Γκρέι χωρίς ταυτότητα...