Ούτε που κατάλαβα πώς πέρασε (και) το φετινό καλοκαίρι. Με χαζοξενύχτια στα νησιά με φίλους, στημένες sexy φωτογραφίες του τύπου «περνώ και μόνη μου καλά» και στο μεσοδιάστημα τη συνειδητοποίηση ότι έχασα πέντε χρόνια από τη ζωή μου, φιλώντας κατ’ εξακολούθηση έναν βάτραχο που ποτέ δεν έγινε πρίγκιπας. Ξεγελούσα τον εαυτό μου προσωρινά και ύστερα όταν επέστρεφα σπίτι, προσπαθούσα να αποφύγω τις σκέψεις μου που δε με άφηναν σε ησυχία. «Μελίνα, τα σκάτωσες» επαναλάμβανε η επικριτική φωνούλα στο μυαλό μου και στη συνέχεια συμπλήρωνε «Και τώρα τι;».
Είναι ψέμα επίσης ότι στον έρωτα δεν υπάρχουν νικητές και χαμένοι. Μπορώ να περιγράψω πολύ καλά πώς είναι η θέση εκεί στον πάτο, όταν σκέφτεσαι ότι ο άνδρας που αγάπησες προτίμησε να περάσει τη ζωή του με κάποια άλλη. Προσπάθησα τουλάχιστον να χαρώ με την ευτυχία των άλλων. Η φίλη μου η Μ. παντρεύτηκε εντελώς ξαφνικά τον καλό της με τον οποίο απέδρασαν μαζί κάπου εξωτικά ειδικά για το γάμο. Της Α. της έκανε πρόταση γάμου ο αγαπημένος της μετά από ένα χρόνο μαζί. Κι εγώ που έδωσα τα πάντα πέντε χρόνια, πήρα πίσω τον πόνο επί πέντε. Σα να έχεις ποντάρει όλη σου την περιουσία σ’ ένα φανταστικό καζίνο του έρωτα και να φεύγεις από εκεί ξυπόλητη και χωρίς ρούχα.
Ο έρωτας τελειώνει όταν σταματάει η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Με τον Απόλυτο να ετοιμάζεται να γίνει πατέρας, έχοντας επιλέξει ξεκάθαρα πια το στρατόπεδό του για όλη την υπόλοιπη ζωή του, δεν έμεινε τίποτα για να ελπίζω. Τα όνειρά μου καταπλακώθηκαν από στοίβες pampers, κλάματα μωρού και στιγμές οικογενειακής ευτυχίας. Προσπάθησα να αποφύγω τα «αν» και κυρίως τις υποθέσεις του τι θα είχε συμβεί αν είχα μείνει εγώ έγκυος. Προσπάθησα να σταματήσω να βλέπω το μωρό του σαν αντίπαλο και ας σκιζόταν η καρδιά μου τις νύχτες που ένα νήπιο στην πίσω πολυκατοικία φώναζε συνεχώς «μπαμπά».
Όταν όμως ο φίλος μου ο Μ. μου έδειξε γεμάτος χαρά τις φωτό από το υπερηχογράφημα της φίλης του χαμογέλασα ευγενικά και αποσύρθηκα διακριτικά στην κοντινή τουαλέτα για να αποφύγω τα δάκρυα που έπεφταν σαν γροθιά στο μάγουλό μου. Όχι, δεν ήθελα να κάνουμε παιδί με τον Απόλυτο. Ήθελα αυτό που είχαμε οι δυο μας να μας είναι αρκετό, να τον δω να βγάζει τη βέρα από το δάχτυλό του και να αποφασίζει ότι στους δύο τρίτος δε χωρεί, πόσο μάλλον και τέταρτος. Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν έγινε.
Στο μεταξύ ο γοητευτικός Α. άρχισε να με φλερτάρει πιο έντονα και να μου στέλνει τα πιο κολακευτικά μηνύματα που θα μπορούσα να ζητήσω ως χωρισμένη τις νύχτες. Μαζί του και δυο-τρεις άλλοι που μου τόνιζαν χιλιάδες φορές πόσο υπέροχη και ξεχωριστή είμαι, με τη διαφορά ότι εγώ δεν ήμουν ακόμη έτοιμη να πιστέψω ότι υπάρχει ακόμη μαγεία εκεί έξω. Κλεινόμουν στη Μελίνα όλο και πιο πολύ και αποφάσισα ότι η ζωή δεν είναι ωραία. Ο Απόλυτος φυσικά δεν είχε ιδέα για όλον αυτόν τον πόνο. Προσευχόμουν να με αφήσει ήσυχη και να μην επιδιώξει ποτέ να μου εξηγήσει, αφού δεν υπήρχε πια λέξη, κίνηση ή φράση να μαλακώσει το τσιμέντο που είχε μπει ανάμεσά μας.
Ωστόσο, αναγκάστηκα να του στείλω μήνυμα για να του ζητήσω να μου επιστρέψει κάτι cds που είχα αφήσει στο αυτοκίνητό του. Ψυχρότερη και από παγοκολώνα του είπα να μου τα στείλει με κούριερ. Πέρασαν 10 λεπτά για να μου απαντήσει ότι προτιμά να τα φέρει εκείνος. Οι φίλοι μου άρχισαν να με προειδοποιούν ότι θα ξανακατρακυλήσω αν τον δω.
Εγώ όμως ένιωθα έτοιμη. «Χτύπα το κουδούνι μόλις φτάσεις. Θα κατέβω να τα παραλάβω από την εξώπορτα».
Την επόμενη μέρα έπιασα τον εαυτό μου να κάνει το ίδιο τελετουργικό που έκανα πάντα όταν ερχόταν. Ήξερα όμως ότι δε θα τον προσκαλούσα να ανέβει. Είχε παρκάρει το αυτοκίνητό του στη γνωστή θέση και αφουγκραζόμουν την αγωνία του πίσω από την σιδερένια εξώπορτα καθώς τα τακούνια μου χτυπούσαν στην αυλή. Φορούσα ένα λευκό, κολλητό φόρεμα από αυτά που του άρεσαν. Μόνο που το πρόσωπό μου ήταν διαφορετικό. Αγέλαστο, ανέκφραστο και αδυνατισμένο.
Άρπαξα τη σακούλα από τα χέρια του χωρίς να τον κοιτάξω στα μάτια, φοβούμενη ότι αν κοιταχτούμε θα διαβάσει τη λύπη μου. «Πώς πέρασες στις διακοπές;» ρώτησε. Κατάπια την επιθυμία μου να ουρλιάξω. «Καλά. Εσύ πώς είσαι;». Ανέτοιμος για τόση ψυχρότητα χαμήλωσε αμήχανα το κεφάλι και απάντησε «καλά» με το ύφος ενός μικρού παιδιού που έχει κάνει ζημιά. Και η βαριά σιδερένια πόρτα έκλεισε πίσω μου οριστικά.
Πήρα τηλέφωνο τον φίλο μου τον Κ. «Πού τραγουδάει ο Ρέμος φέτος; Θα είμαστε εκεί κάθε βράδυ». Με φαντάστηκα να τραγουδάω «Εκατό φορές συντρίμμι έγινα για σένα άλλη μια φορά» ενώ οι θαμώνες των διπλανών τραπεζιών θα με κοιτάνε με οίκτο. Ένα κομμάτι του εαυτού μου θα’θελε να πιστέψει πως η αγάπη έρχεται στο τέλος, όμως τελικά υπάρχουν αγάπες που καίγονται νέες…Το ξεχνάμε, αναπνέουμε, σηκωνόμαστε και προχωράμε.